воскресенье, 25 сентября 2011 г.

Η ΑΓΙΑ ΝΕΑ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΘΕΟΔΩΡΟΒΝΑ

῾Η Ἁγία Νέα ῾Οσιομάρτυς
Ἐλισάβετ Θεοδώροβνα
Η ΜΕΓΑΛΗ ΔΟΥΚΙΣΣΑ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ


Βίος τῆς Αγίας Νέας ῾Οσιομάρτυρος
Ἐλισάβετ
Τῆς Μεγάλης Δουκίσσης τῆς ῾Ρωσίας

Ἡ ἁγία ᾽Ελισάβετ γεννήθηκε τὴν 1η Νοεμβρίου τὸ 1864. Πατέρας της ἦταν ὁ Μέγας Δούκας Λουδοβίκος Δ' τῆς Δαρμστάτης, πρωτεύουσας τῆς ῎Εσσης στὴ Γερμανία καὶ μη τέρα της ἡ πριγκίπισσα Ἀλίκη, κόρη τῆς Βικτωρίας, βασίλισσας τῆς Μεγάλης Βρεττανίας καὶ ᾽Ιρλανδίας. Εἶχε ἄλλα ἕξι ἀδέλφια ἐκ τῶν ὁποίων ἡ μία ἦταν ἡ αὐτοκράτειρα τῆς Ρωσίας Ἀλεξάνδρα, σύζυγος τοῦ τσάρου Νικολάου Β'. Σὲ ἡλικία δεκατεσσάρων ἐτῶν ἡ ᾽Ελισάβετ ἔχασε τὴ μητέρα της καὶ μαζί μὲ τὴ μεγαλύτερη αδελφή της Βικτωρία ἀνέλαβαν τὴν ἀνατροφὴ τῶν μικρῶν παιδιῶν τῆς οἰκογένειας.

῾Η ᾽Ελισάβετ ἦταν ἀπὸ τὴν παιδική της ἡλικία μία ἰδιαίτερα εὐαίσθητη ψυχή, ἡ ὁποία χαρακτηριζόταν ἀπὸ βαθύτατη ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπό της. ῾Η οἰκογένειά της ἀνῆκε στὸν προτεσταντισμὸ καὶ ἦταν τακτικότατη στις διάφορες θρησκευτικὲς συνάξεις.
῏Ηταν ἐπίσης προικισμένη μὲ τὸ χάρισμα τῆς ζωγραφικῆς καὶ τὰ ἔργα της παρουσίαζαν ἐξαιρετικὴ ὡραιότητα. Ἀγαποῦσε τὴ φύση καὶ τὴν ἡσυχία καὶ προτιμοῦσε νὰ περνᾷ τίς ὧρες της μέσα στὸ ζεστὸ οἰκογενειακό της περιβάλλον μα κρυὰ ἀπὸ τοὺς θορύβους τῆς πόλης.
Τὸ 1884 παντρεύτηκε τὸν μέγα Δούκα τῆς Ρωσίας Σέργιο Ἀλεξάνδροβιτς, γιὸ τοῦ τσάρου Ἀλεξάνδρου Β' καὶ ἀδελφὸ τοῦ τσάρου Ἀλεξάνδρου Γ'. ῾Η ᾽Ελισάβετ μετακόμισε πιὰ μόνιμα στὴ Ρωσία ὅπου ἄρχισε νὰ μελετᾷ μὲ ἐπιμέλεια τὴ ρωσικὴ γλῶσσα ἐπιθυμώντας νὰ ζῆ κοντὰ στὸν ἁπλὸ ρωσικὸ λαό, τὸν ὁποῖο θαύμαζε γιὰ τὴ μεγάλη του πίστη καὶ εὐλάβεια πρὸς τὸν θεό. Ὁ σύζυγός της ἦταν ἐπίσης πολὺ πιστὸς καὶ ἡ ζωή του ἦταν ζυμωμένη μὲ τὴν ὀρθόδοξη μυστηριακὴ καὶ λατρευτικὴ ζωή. Τηροῦσε μὲ ἀκρίβεια ὅλες τίς διατεταγμένες νηστεῖες τῆς ᾽Εκκλησίας, ἐξομολογεῖτο, ἐκκλησιαζόταν καὶ κοινωνοῦσε τακτικότατα. Τὸν ἐλεύθερό του χρόνο τὸν ἀφιέρωνε κυρίως στὴν προσευχή, τὴ μελέτη πνευματικῶν βιβλίων καὶ τίς συζητήσεις γύρω ἀπὸ πνευματικὰ θέματα. Παρ' ὅλα αὐτὰ ποτέ του δὲν προσπάθησε νὰ πείση τὴ σύζυγό του νὰ ἐγκαταλείψη τὸν προτεσταντισμὸ καὶ νὰ δεχθῆ τὴ δική του πίστη. ῾Η καρδία ὅμως τῆς ᾽Ελισάβετ εἶχε ἑλκυσθῆ ἐξ ἀρχῆς ἀπὸ τὴν ὀρθοδοξία, διότι ὡς ἄνθρωπος ποὺ πραγματικὰ ζητοῦσε τὸν Θεὸ κατάλαβε ὅτι ἡ ἀλήθεια βρισκόταν μόνο στοὺς κόλπους τῆς ὀρθόδοξης ᾽Εκκλησίας.
Τὸ 1888 μαζί μὲ τὸν σύζυγό της ἐπισκέφθηκαν τοὺς Ἁγίους Τόπους γιὰ νὰ παρακολουθήσουν τὰ ἐγκαίνια τοῦ μεγα λοπρεποῦς ναοῦ τῆς ἁγίας Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανή, ὁ ὁποῖος ἀνηγέρθη μὲ δαπάνες τοῦ τσάρου Ἀλεξάνδρου Γ' καὶ τῶν ἀδελφῶν του, ἐκ τῶν ὁποίων ἕνας ἦταν καὶ ὁ σύζυγος τῆς ᾽Ελισάβετ, Μέγας Δούκας Σέργιος. Οἱ ἐμπειρίες ποὺ ἔζησε μυστικὰ στὰ βάθη τῆς καρδίας της ἡ ᾽Ελισάβετ κατὰ τὴν παραμονή της στὴ θεοβάδιστη γῆ ἀπετέλεσαν τὴν τελικὴ ὤθηση γιὰ νὰ εἰσέλθη στὴν ὀρθόδοξη πίστη. Τόση ἦταν ἡ ἔνταση τῶν ἐντυπώσεών της ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Τόπους ὥστε κάποια στιγμὴ ἀναφώνησε Πόσο θὰ ἤθελα νὰ ταφῶ ἐδῶ!». Σὲ ἐπιστολή της πρὸς τὸν πατέρα της αὐτὴ τὴν ἐποχὴ γράφει σχετικά:
«Ἐδῶ καὶ περίσσότερο ἀπὸ ἑνάμίσυ χρόνο σκέφτομαί καὶ μελετῶ καὶ προσεύχομαί στὸν Θεὸ νὰ μοῦ δείξῃ τὸν σωστὸ δρόμο, καὶ ἔχω καταλήξει ὅτι μόνο σ' αύτὴ τὴ θρησκεία (τὴν όρθοδοξία) μπορῶ νὰ βρῶ ὅλη τὴν ἀληθινὴ καὶ δυνατὴ πίστη ποὺ πρέπει νὰ ἔλη κανεὶς στὸν Θεὸ γιὰ νὰ εἶναι καλὸς χριστιανός. Πόσο ἁπλὸ θὰ ἦταν νὰ παραμείνω ὅπως εῖμαι τώρα ἀλλὰ πόσο ὑποκριτική, πόσο ψεύτικη θὰ ἤμουν - πῶς νὰ τολμήσω νὰ πῶ ψέματα σὲ ὅλους; — νὰ προσποιοῦμαι ὅτι εἶμαι προτεστάντις σὲ ὅλα τὰ ἐξωτερικὰ ὅταν ἡ ψυλή μου στὴν πραγματικότητα ἀνήκει σ' αὐτὴν ἐδῶ τὴ θρησκεία».
῾Η ᾽Ελισάβετ της ῎Εσσης (μετέπειτα Ἀγία ᾽Ελισάβετ) μὲ τὸν  σύζυγὸ της, Σέργιο Αλεξάντροβιτς, μεγάλο δοῦκα τῆς Ρωσίας.

Δυστυχῶς, παρ' ὅλες τίς προσπάθειες ποὺ ἔκανε ἡ ᾽Ελισάβετ δὲν κατόρθωσε νὰ δώση στὸν πατέρα της καὶ στὸ εὑρύτερο οἰκογενειακό της περιβάλλον νὰ καταλάβουν αὐτὸ ποὺ βίωνε. ῾Η ἀπογοήτευση ἐκ μέρους τῆς οἰκογένειάς της ἦταν μεγάλη καὶ θεώρησαν τὸ βῆμα της αὐτὸ ὡς ἀποτέλεσμα ἄλλων παραγόντων καὶ ὄχι ὡς κάτι ποὺ ἡ ἴδια πραγματικὰ ἐπιθυμοῦσε. ῾Η ᾽Ελισάβετ ὅμως εἶχε πιὰ γνωρίσει τὴν ἀλήθεια τόσο δυνατά, ὥστε τίποτα δὲ μποροῦσε νὰ τὴν κρατήση ἀπὸ τὸ νὰ πραγματοποιήση αὐτήν της τὴν ἀπόφαση. ῎Ετσι, ἀφοῦ κατηχήθηκε καὶ ἀφιέρωσε ἀρκετὸ χρόνο στὴν προσευχὴ και τὴ μελέτη, τὸ 1891 κατὰ τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου προσχώρησε ἐπίσημα πλέον στὴν ὀρθόδοξη ᾽Εκκλησία.
῾Η νεοφώτιστη ᾽Ελισάβετ μετὰ τὴν προσχώρησή της στὴν ὀρθοδοξία, ἐπιδόθηκε σὲ μεγάλες φιλανθρωπικὲς δραστηριότητες. Δὲν ἦταν ἅνθρωπος ποὺ ἁπλὰ ἤθελε νὰ βοηθᾷ τοὺς ἄλλους ἀπὸ τὸ ὕψος τῆς βασιλικῆς της καθέδρας, ἀλλὰ ἔσπευδε ἡ ἴδια νὰ συνεισφέρη πρακτικὰ μὲ κάθε τρόπο τὴ βοήθειά της σὲ ὅσους τὴ χρειάζονταν. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ρωσο-ιαπωνικοῦ πολέμου τὸ 1904 ὀργάνωσε τὰ στρατιωτικὰ νοσοκομεῖα, ἐπισκεπτόταν τοὺς τραυματίες καὶ ἔκανε ἐράνους γιὰ τίς ἀνάγκες τῶν στρατιωτῶν.
 ῾Η μεγάλη δούκισσα τῆς Ρωσίας, ᾽Ελισάβετ Θεοδώροβνα καὶ ἡ αὐτοκράτειρα πασῶν τῶν Ρωσιῶν, Αλεξάνδρα Θεοδώροβνα μὲ τὸν αὐτοκράτορα πασῶν τῶν Ρωσιῶν Νικόλαο Αλεξάντροβιτς.

῞Οπως ὅμως συμβαίνει πάντοτε σὲ περίοδο πολέμου, δὲν ἔλειψαν οἱ διάφορες λαϊκὲς ἐξεγέρσεις ἐκ μέρους αὐτῶν ποὺ θεωροῦσαν τοὺς ἄρχοντες ὡς ὑπαιτίους τῶν δεινῶν ποὺ προκαλοῦσε ὁ πόλεμος. Αποτέλεσμα αὐτῆς τῆς λαικῆς δυσφορίας ἦταν καὶ οἱ διάφορες πολιτικὲς δολοφονίες. ῞Ενα ἀπὸ τὰ θύματα αὐτῶν τῶν ἀντιδραστικῶν ἐκδηλώσεων ἦταν καὶ ὁ σύζυγος τῆς ᾽Ελισάβετ, ὁ ὁποῖος τὴν περίοδο αὐτὴν διατελοῦσε Γενικὸς Κυβερνήτης τῆς Μόσχας. Ὁ Μέγας Δούκας Σέργιος δολοφονήθηκε στις 4 Φεβρουαρίου τοῦ 1905 ἀπὸ μέλος τοῦ σοσιαλιστικοῦ ἐπαναστατικοῦ κόμματος.
Μπροστὰ στὸ γεγονὸς αὐτὸ ἡ ᾽Ελισάβετ ἀποκάλυψε τὸ πραγματικὸ μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς της, διότι μετὰ τὴ σύλληψη τοῦ δολοφόνου τοῦ συζύγου της, δὲν δίστασε νὰ τὸν ἐπι σκεφθῆ στὴ φυλακὴ καὶ νὰ προσπαθήση μὲ εἰλικρινὴ ἀγάπη νὰ τὸν πείσῃ νὰ ἐγκαταλείψῃ τὶς ἀκραίες ἀναρχικές του ἰδέες. Ἀποκορύφωμα τῆς Χριστομίμητης ἀγάπης της πρὸς τοὺς ἐχθρούς της ἦταν τὸ νὰ ζητήση ἀπὸ τὸν τσάρο Νικόλαο Β' νὰ μὴ θανατώση τὸν ἔνοχο τοῦ ἐγκλήματος αὐτοῦ.
῾Η ἐξέλιξη αὐτὴ στὴ ζωὴ τῆς ᾽Ελισάβετ τὴν ὁδήγησε σὲ μία νέα μεγάλη ἀπόφασή ἀντάξια τῆς μεγαλειότητος τῆς καρδί ας της. Ἐγκατέλειψε κάθε ἐπίγεια ἀπόλαυση καὶ κάθε ἄνεση τῆς ζωῆς της στὰ βασιλικὰ ἀνάκτορα καὶ ἀσπάσθηκε τὸν μοναχικὸ βίο.
῞Ιδρυσε μία πρότυπη μονὴ μὲ τὴν ὀνομασία ᾽Ελέους καὶ Ἀγάπης, τὴν ὁποία ἀφιέρωσε στις ἁγίες Μάρθα καὶ Μαρία, μὲ σκοπὸ τὴ διακονία τοῦ πτωχοῦ καὶ πάσχοντος λαοῦ. Μέσα στὴ μονή, τῆς ὁποίας ἡ ᾽Ελισάβετ ἀνέλαβε τὴν ἡγουμενία, λειτούργησαν ξενώνας, ὀρφανοτροφεῖο, νοσοκομεῖο, σχολεῖο, βιβλιοθήκη καθὼς καὶ διάφοροι ἄλλοι χώροι γιὰ τὴν ποικίλη στήριξη τῶν ἀνθρώπων ποὺ κατέφευγαν στὴν ἀδελφότητα γιὰ βοήθεια.

 ῾Η χήρα μεγάλη δούκισσα ᾽Ελισάβετ μὲ πένθιμη περιβολὴ τὸ 1905.

῾Η ζωὴ τῆς ἁγίας μέσα στὸ μοναστήρι ἦταν ἄκρως ἀσκη τική. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ πολυτελῆ κρεβάτια καὶ τὰ πλούσια γεύματα ποὺ ἀπολάμβανε στὰ βασιλικὰ ἀνάκτορα, τώρα ξεκουραζόταν σὲ ἔνα ξύλινο κρεβάτι χωρις στρῶμα καὶ νήστευε μὲ μεγάλη αὐστηρότητα. Παρ' ὅλη ὅμως τὴν ἀσκητική της διαγωγὴ δὲν ἀπαιτοῦσε ἀπὸ τίς ἀδελφὲς νὰ ἀκολουθοῦν τὸ παράδειγμά της σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο, ἀλλὰ ὡς στοργικὴ μητέ ρα φρόντιζε νὰ τοὺς παρέχη ὅλα ὅσα εἶχαν ἀνάγκη γιὰ τὴ διατροφὴ καὶ τὴν ἀνάπαυσή τους. ῾Η ἴδια δὲν ἔδινε περισσότερο ἀπὸ 3 ὧρες ὕπνο στὸ κουρασμένο της σῶμα. Ξυπνοῦσε τὰ μεσάνυχτα καὶ προσευχόταν γιὰ ἀρκετὲς ὧρες και στὴ συνέχεια ἐπισκεπτόταν τοὺς θαλάμους τοῦ νοσοκομείου. Ἂν συναντοῦσε κάποιο ἀσθενῆ ποὺ ὑπέφερε ἀπὸ δριμεῖς πόνους ἀγρυπνοῦσε στὸ πλευρό του σὰν φύλακας ἄγγελος προσπαθώντας νὰ τὸν παρηγορήση καὶ νὰ ἀνακουφίση τοὺς πόνους του.
Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας οἱ κόποι της αὐξάνονταν ἀκόμη περισσότερο. Στις διάφορες δουλειὲς τῆς μονῆς ἔτρεχε πρώτη δίνοντας στίς ἀδελφὲς τὸ παράδειγμα τῆς ἑκού σιας φιλοπονίας καὶ τῆς ταπείνωσης. Περνοῦσε ἐπίσης πάρα πολλὲς ὧρες ἀκούγοντας τὰ προβλήματα τῶν καταπονουμένων ἐπισκεπτῶν, ποὺ κατέφευγαν κοντά της γιὰ νὰ βροῦν κάποιο στήριγμα. Πάντοτε μὲ ἕνα οὐράνιο χαμόγελο, κρύβοντας κάθε ἴχνος κούρασης, μιλοῦσε, νουθετοῦσε καὶ παρηγοροῦσε μὲ τρυφερότητα καὶ μὲ μία πνευματικὴ ἀρχοντικὴ εὐγένεια. Οἱ ἀσθενεῖς στὸ σῶμα καὶ στὴ ψυχὴ ὁμολο γοῦσαν ὅτι καὶ μόνο ἡ παρουσία τῆς Μεγάλης Μητέρας, ὅπως ἀποκαλοῦσαν τὴν ἁγία, ἦταν ἀρκετὴ γιὰ νὰ ἀνακουφίση τοὺς πόνους τους,
Μία ἄλλη της μέριμνα καὶ φροντίδα ἦταν ἐπίσης ἡ προ ετοιμασία τῶν ἀσθενῶν ποὺ ἑτοιμάζονταν νὰ ἀποχωρήσουν ἀπὸ τὸν κόσμο. Φρόντιζε νὰ τοὺς δίνη ὅλα τὰ ἀναγκαῖα ἐφόδια γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ συναντήσουν μὲ ἐλπίδα τὸν Κύριο. Οἱ προσευχές της γι' αὐτοὺς ἦταν ἀκατάπαυστες.

Ἡ μεγάλη δούκισσα ᾽Ελισάβετ τὸ 1910, τὴν ἐποχὴ ποὺ ἐκάρη μοναχὴ καὶ χειροθετήθηκε καθηγουμένη τῆς ῾Ιερᾶς Μονῆς Μάρθας καὶ Μαρίας τῆς Μόσχας, μὲ τὴ στολὴ της ὁμώνυμης ἀδελφότητας.


Διακόνισσες «Αδελφὲς τοῦ ᾽Ελέους» καὶ χειροτονημένες μοναχὲς «Σταυροφόρες Αδελφὲς τῆς Αγάπης καὶ τοῦ ᾽Ελέους» μὲ τὴ στολὴ διακονημάτων: τὸ γκρίζο ἔνδυμα, τὰ λευκὰ μαντήλια καὶ τὰ λευκὰ ἐπιμανίκια.


Ἱ. Mονὴ Μάρθας καὶ Μαρίας


᾽Επίσκεψη τῆς αὐτοκρατορικῆς οἰκογένειας στὴ μονὴ Μάρθας καὶ Μαρίας, ῾Η ἡγουμένη ᾽Ελισάβετ μὲ μοναστικὴ ἐνδυμασία δίπλα ἀπὸ τὸν τσάρο Νικόλαο Β', τίς τέσσερις ἀνεψιὲς της καὶ τὴν ἀδελφὴ της, τσαρίνα Αλεξάνδρα (ἄκρη δεξιά).


῾Η Αγία ᾽Ελισάβετ ἀνάμεσα σὲ πατέρες τῆς Μονῆς τῆς ῞Οπτινα.

Ὁ Ἅγιος ᾽Ιωάννης τῆς Κρονστάνδης.

Εἶχε μάλιστα ὁρίσει σὲ κάποιες ἀδελφὲς νὰ τελοῦν συνεχεῖς ἀκολουθίες σὲ ἕνα ἀπομακρυσμένο καὶ ἥσυχο παρεκκλήσιο τῆς μονῆς γιὰ τὴ στήριξη τῶν ψυχῶν αὐτῶν πρίν καὶ μετὰ τὴν ἔξοδό τους ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή. ῞Οταν κάποιος πιὰ ἔφευγε, ἡ ἴδια ἡ ἁγία ἀγρυπνοῦσε δίπλα στὸν κεκοιμημένο διαβάζοντας τὸ Ψαλτήριο μὲχρι ποὺ ξημέρωνε.
῾Η ἁγία ἕβλεπε σὲ κάθε ἅνθρωπο τὴν τραυματισμένη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καὶ ἔσπευδε νὰ βοηθήση τοὺς πάντες χωρίς ποτὲ νὰ κάνη διακρίσεις. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη της πρὸς τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ θερμός της πόθος νὰ προσφέρη τὸν ἑαυτό της στὴ διακονία τους ἕλκυσε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα της καὶ ἀξιώθηκε νὰ λάβῃ τὸ χάρισμα νὰ μπορῇ νὰ δι εισδύῃ στίς καρδίες τῶν ἀνθρώπων καὶ βλέποντας τὴν ἐσω τερική τους κατάσταση νὰ μπορῇ νὰ δίνῃ στὸν καθένα τὸ πνευματικὸ φάρμακο ποὺ χρειαζόταν.
Γιὰ τὴ δημιουργία τῆς μονῆς, καθὼς καὶ γιὰ τὴν ὅλη λει τουργία της, ἡ ᾽Ελισάβετ ἔλαβε τὴν εὐλογία καὶ τὴν ὑποστήριξη τῶν ἁγίων Γερόντων τῆς ῎Οπτινα, τοὺς ὁποίους ἐπι σκεπτόταν μὲ κάθε εὐκαιρία ζητώντας τὴν καθοδήγησή τους γιὰ τὴν ὀργάνωση τῶν πνευματικῶν καὶ φιλανθρωπικῶν δραστηριοτήτων τῆς μονῆς. Οἱ διαστάσεις ποὺ ἔλαβε τὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο τῆς ἁγίας μέσῳ τῆς κοινότητας ᾽Ελέους καὶ Ἀγάπης ἦταν πέρα ἀπὸ κάθε προσδοκία. Οἱ πτωχοί, οἱ ἀσθενεῖς, τὰ ὀρφανά καὶ γενικὰ οἱ πονεμένοι ἀνθρωποι ποὺ ἕβρισκαν καταφύγιο στὴ μονὴ ἦταν ἀναρίθμητοι. ῾Η ἀδελφότητα ἡ ὁποία εἶχε ξεκινήσει μὲ ἕξι μοναχὲς ἕφθασε τὸ 1914 τις ἑκατό!
῾Η ἐπανάσταση τοῦ 1918, ὅμως, ἔθεσε δυστυχῶς τὸ ὁριστικὸ τέλος στὸ ἔργο τῆς ἀδελφότητας καὶ στὴ συνέχεια ἐπέφερε τὴν πλήρη διάλυση τῆς μονῆς. ῞Ενας ἀπὸ τοὺς πρώτους στόχους ποὺ ἔθεσε τὸ μπολσεβικικὸ καθεστὼς ἦταν καὶ ἡ ἐξαφάνιση τῆς ἁγίας ᾽Ελισάβετ. Γνωρίζοντας ὅμως τὴ μεγάλη ἀγάπη ποὺ ἔτρεφε ὁ λαὸς πρὸς τὴν ἁγία, καὶ φοβούμενος μία λαϊκὴ ἀντίδραση μὲ δυσάρεστα ἀποτελέσματα γι' αὐτόν, ό Λένιν φρόντισε νὰ γίνη ἡ σύλληψη τῆς ἁγίας ἀθόρυβα καὶ μὲ κάθε μυστικότητα, σκοπεύοντας νὰ τὴν ὁδηγήση ὅσο τὸ δυνατὸ πιὸ μακριά, ὅπου θὰ ἦταν σχετικὰ ἄγνωστη, γιὰ νὰ μπορέση νὰ θέση σὲ ἐφαρμογὴ τίς αἱμοδιψεῖς του προθέσεις.
Πράγματι, τὴν τρίτη ἡμέρα τοῦ Πάσχα μέσα στὸν πλήρη πανικὸ ποὺ δημιούργησε στις ἀδελφὲς ἡ παρουσία τῶν στρατιωτῶν τοῦ Κόκκινου Στρατοῦ στὴ μονή, ἡ ᾽Ελισάβετ συνελήφθη γρήγορα χωρίς νὰ προλάβη νὰ δώση τίς ἀναγκαῖες ὁδηγίες στις μοναχὲς οἱ ὁποῖες ξέσπασαν σὲ γοερὰ καὶ τρομοκρατημένα κλάματα ἐν ὄψει τῆς ἀπαγωγῆς τῆς ὰγαπημένης τους ἡγουμένης, πνευματικῆς μητέρας καὶ προστάτιδος. Στὰ τριάντα λεπτὰ ποὺ τῆς δόθηκαν γιὰ νὰ ἑτοιμασθῆ μάζεψε τίς ἀδελφὲς στὴν ἐκκλησία καὶ προσπάθησε νὰ τοὺς δώση τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ ἐπέστρεφε σύντομα, παρ' ὅλο ποὺ γνώριζε πολὺ καλὰ τὸ τέλος ποὺ τὴν περίμενε.
῾Η ᾽Ελισάβετ μαζί μὲ δύο ἄλλες ἀδελφές, στίς ὁποῖες ἐπέτρεψαν οἱ μπολσεβίκοι νὰ συνοδεύσουν τὴν ἡγουμένη τους, μετὰ ἀπὸ μακρόχρονη καὶ ὀδυνηρὴ πορεία ὁδηγήθηκαν στὴν πόλη Ἀλαπαγέφσκ τοῦ Αἰκατερίνμπουργκ στίς 20 Μαῖου. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς πορείας πρὸς τὴν Ἀλαπαγέφσκ στὴν ὁμάδα τῶν ἐξορίστων προσετέθηκαν καὶ οἱ τρεῖς γιοί τοῦ Μεγάλου Δούκα Κωνσταντίνου Κωνσταντίνοβιτς ᾽Ιωάννης, Κωνσταντῖνος καὶ ᾽Ιγκὸρ καθὼς ἐπίσης ὁ Μέγας Δούκας Σέργιος Μιχαήλοβιτς μὲ τὸν γραμματέα του καὶ ὁ πρίγκηπας Βλαντίμιρ Παλέυ. ῞Ολοι μαζί φυλακίστηκαν στὴ Σχολὴ Ναπόλναγια στὰ περίχωρα τῆς πόλης, ὅπου παρέμειναν μέχρι τῆς 17 ᾽Ιουλίου. Κατὰ τὰ ξημερώματα τῆς Ι8ης ᾽Ιουλίου οἱ στρατιῶτες τοῦ Κόκκινου Στρατοῦ μετέφεραν τοὺς κρατουμένους γύρω στὰ 18 χιλιόμετρα ἕξω ἀπὸ τὴν πόλη σὲ ἕνα ἐγκαταλελειμμένο ὀρυχεῖο μετάλλου στὸ ὀποῖο ὐπῆρχε ἕνας λάκκος βάθους 60 μέτρων. Σπρώχνοντας καὶ χτυπώντας τοὺς κρατουμένους οἱ στρατιῶτες ἄρχισαν νὰ ρίχνουν τὰ θύματα ἕνα ἕνα στὸν λάκκο πιστεύοντας ὅτι θὰ πνίγονταν στὸ νερὸ ποὺ βρισκόταν μέσα.
Πρώτη ποὺ ρίχθηκε στὸν λάκκο ἦταν ἡ ᾽Ελισάβετ, ἡ ὁποία σφραγιζόταν μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καὶ προσευχόταν ἐκφώνως λέγοντας ἄφες αὐτοῖς, Κύριε, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι. Μετὰ ἀπὸ τὴν ἁγία ρίχθηκαν καὶ οἱ ὑπόλοιποι. ῾Ο Μέγας Δούκας Σέργιος προσπάθησε νὰ ἀντισταθῆ καὶ ἀφοῦ τὸν πυροβόλησαν τὸν ἔριξαν στὸν λάκκο νεκρό. ῞Ενας χωρικὸς ἔτυχε νὰ βρίσκεται κοντὰ στὴ σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου καὶ παρακολούθησε κρυφὰ ὅλα ὅσα συνέβηκαν κατὰ τὰ ξημερώματα τῆς 18ης ᾽Ιουλίου. Στὴ συνέχεια διηγήθηκε μὲ κάθε λεπτομέρεια τὴν ἐξέλιξη τῶν γεγονότων στὸ μαρτυρικὸ ὀρυχεῖο. Κατὰ τὴ μαρτυρία του, ὅταν οἱ στρατιῶτες ἀντιλήφθη καν ἀπὸ τὰ βογγητὰ τῶν θυμάτων ὅτι δὲν πνίγηκαν, ἔριξαν μέσα στὸν λάκκο μία χειροβομβίδα. ῾Ως ἀπάντηση ἀπὸ τὸ βάθος τοῦ ὀρυχείου ἄρχισε νὰ ἀκούγεται ὁ χερουβικὸς ὕμνος τῆς θείας Λειτουργίας. Κυρίως ξεχώριζε ἡ φωνὴ τῆς ἁγίας ἡ ὁποία διεύθυνε τὴ ψαλμωδία. ῎Εριξαν τότε κι ἄλλες χειροβομβίδες, ἀλλὰ οἱ ψαλμωδίες συνεχίζονταν. Αὐτὴ τὴ φορὰ ἔψελναν τὸ «Σῶσον Κύριε τὸν λαόν σου…». Τέλος οἱ στρατιῶτες ἄναψαν φωτιὰ στὸ στόμιο τοῦ ὀρυχείου ἐλπίζοντας νὰ ἀποτελειώσουν ἔτσι τὸ ἀπεχθὲς ἔργο τους μὲ τὸν καπνὸ ποὺ θὰ εἰσέρρεε στὸν λάκκο. Τελικὰ μόνο ἕνα ἀπὸ τὰ θύματα βρῆκε τὸν θάνατο ἀπὸ τίς χειροβομβίδες. Οἱ ὑπόλοιποι πέθαναν ἀργὰ καὶ ὀδυνηρὰ ἀπὸ τὴν πείνα, τὴν δίψα, τοὺς πόνους καὶ τὰ τραύματα.
῾Η ἁγία ᾽Ελισάβετ δὲν ἔφθασε μέχρι τὸν πυθμένα τοῦ λάκκου γιατί ἡ πτώση τῆς διακόπηκε ἀπὸ κορμοὺς ξύλων ποὺ προεξεῖχαν. Κοντά της ἔπεσε ὁ νεαρὸς δούκας ᾽Ιωάννης τραυματίζοντας τὸ κεφάλι του. ῾Η ἁγία ᾽Ελισάβετ παρ' ὅλο ποὺ ὑπέφερε ἀπὸ τὰ φρικτὰ τραύματά της, ἀκόμη καὶ στὴν ὕστατη αὐτὴν στιγμή, προσπάθησε νὰ προσφέρη βοήθεια στὸν τραυματισμένο δούκα. Χρησιμοποίησε τὸ ὕφασμα τοῦ μοναχικοῦ καλύματος τῆς κεφαλῆς της γιὰ νὰ ἐπιδέση τὸ τραῦμα τοῦ ᾽Ιωάννη, ὥστε νὰ ἀνακουφίση κάπως τοὺς πό νους του. Αὐτὸ ἦταν καὶ τὸ τελευταῖο ἔργο ἐλέους καὶ ἀγά πης ποὺ ἐπιτέλεσε ἡ ἁγία στὸν ἐπίγειο κόσμο.

Τὸ λείψανο τῆς Αγίας ᾽Ελισάβετ μετά τὴν ἀνακάλυψη καὶ ἀνάσυρσὴ του ἀπό τὴ σήραγγα τοῦ ὀρυχείου στὸ Ἀλαπαγιέφσκ, ἀπό ἄντρες τοῦ Λευκοῦ Στρατοῦ.

Τὰ λείψανα τῶν θυμάτων ἀνακαλύφθηκαν καὶ ἀνασύρθηκαν ἀπὸ τὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου τους τρεῖς μῆνες ἀργότερα ἀπὸ τὸν Λευκὸ Στρατό. Τὸ πρῶτο σῶμα βρέθηκε στίς 8 ᾽Οκτωβρίου, τὰ ὑπόλοιπα κατὰ τις ἑπόμενες δύο μέρες καὶ στίς 11 τοῦ ἰδίου μηνὸς ἀνασύρθηκε τὸ λείψανο τῆς ἁγίας καὶ αὐτὸ τοῦ δούκα ᾽Ιωάννη ἔχοντας τοὺς ἐπιδέσμους ποὺ τοῦ ἕβαλε ἡ ἁγία. Δίπλα ἀπὸ τὸ λείψανο τῆς ἁγίας βρέθηκαν δύο χειροβομβίδες, οἱ ὁποῖες κατὰ τρόπο παράδοξο δὲν ἐξερρά γησαν. Ὁ Θεὸς οἰκονόμησε ὥστε τὸ ἁγιασμένο σῶμα τῆς ὁσιομάρτυρος νὰ μὴ διαμελισθῆ, ἀλλὰ νὰ μείνη ἀκέραιο γιὰ νὰ δοθῆ ὡς ἱερότατος θησαυρὸς στὸ πλήρωμα τῆς ᾽Εκκλησίας. Πρίν τὴ μεταφορὰ τῶν θυμάτων στὸν τόπο τῆς ἐκτέλε σης οἱ στρατιῶτες ἔδωσαν στίς δύο μοναχὲς ποὺ ἀκολούθησαν στὴν ἐξορία τὴν ἁγία ᾽Ελισάβετ τὴν ἄδεια νὰ φύγουν.
Εἰκόνισμα ποὺ ἀπεικονίζει τις ῾Οσίες ᾽Ελισάβετ καὶ Βαρβάρα πάνω ἀπὸ τὸ σημεῖο τοῦ μαρτυρίου τους στὸ Αλαπαγιέφσκ. Στὸ βάθος ὁ ναὸς τῆς Αγίας Σκέπης στὴ Μονὴ Μάρθας καὶ Μαρίας τῆς Μόσχας.

῾Η μία πράγματι ἐπέστρεψε πίσω ἐνῶ ἡ δεύτερη, ἡ μοναχὴ Βαρβάρα, ἐπέλεξε νὰ θυσιασθῆ ἑκουσίως γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μαζί μὲ τὴν ἀγαπημένη της πνευματικὴ μητέρα καὶ ἔτσι ἀξιώθηκε νὰ λάβῃ καὶ αὐτὴ τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου,
Τὰ τίμια καὶ μαρτυρικὰ λείψανα τῶν ἁγίων ᾽Ελισάβετ καὶ Βαρβάρας, μετὰ ἀπὸ μία περιπετειώδη διαδρομή, μεταφέρ θηκαν στὴν ῾Ιερουσαλὴμ τὸ 1921 καὶ τάφηκαν σὲ μία κρύπτη στὴ μονὴ τῆς ἁγίας Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς στὴ Γεθσημανή. ῎Ετσι ἐκπληρώθηκε ἡ προφητικὴ ἐπιθυμία ποὺ ἐξέφρα σε ἡ ἁγία ᾽Ελισάβετ κατὰ τὴν ἐπίσκεψή της στοὺς Αγίους Τόπους τὸ 1888. ῾Η ἁγιοκατάταξη τῶν δύο ὁσιομαρτύρων ἔγινε τὴν 1η Νοεμβρίου τοῦ 1981 ἀπὸ τὴ Ρωσικὴ ᾽Εκκλησία τῆς Διασπορᾶς στὴ Νέα ῾Υόρκη καὶ τὸ 1992 ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας. ῾Η ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων ἔγινε τὴν 1η Μαΐου τοῦ 1982. ῞Οταν ἀνοίχθηκαν τὰ φέρετρα ἐξῆλθε μία ἄρρητη εὐωδία σφραγίζοντας τὴν ἁγιότητα τῶν δύο νεομαρτύρων. Τὰ λείψανα τῶν ἁγίων ἦταν μερικῶς ἄφθαρτα. Τὰ πόδια καὶ τὰ πέλματα τῆς ἁγίας ᾽Ελισάβετ ἦταν ἄθικτα καθὼς ἐπίσης καὶ ὁ ἐγκέφαλός της μέσα στὸ κοίλωμα τῆς τιμίας κάρας της. Τὸ κεφάλι τῆς ἁγίας Βαρβάρας ἦταν ἐπίσης πολὺ καλὰ διατηρημένο. Οἱ ἑορτασμοί τῆς ἀνακομιδῆς κράτησαν δύο μέρες καὶ τέλος τὰ τίμια λείψανα ἐναποτέθηκαν στὸν κυρίως ναὸ τῆς ἁγίας Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς, ὅπου βρίσκονται μέχρι σήμερα καὶ ἀποτελοῦν ἱερὸ προσκύ νημα χιλιάδων πιστῶν.

᾽Ασματικὴ ἀκολουθία
τῆς Αγίας Νέας ῾Οσιομάρτυρος
Ἐλισάβετ
Τῆς Μεγάλης Δουκίσσης τῆς ῾Ρωσίας


ΕΝ ΤΩ ΜΙΚΡΩ ΕΣΠΕΡΙΝΩ

῾Ιστῶμεν στίχους δ' καὶ ψάλλομεν στιχηρὰ προσόμοια.
῏Ηχος α'. Πανεύφημοι Μάρτυρες.
Συνήχθημεν ἅπαντες ὁμοῦ, μῆτερ ἀξιάγαστε, μελῳδικῶς διηγήσασθαι, τὰ ὑπερθαύμαστα, τοῦ ἀγγελικοῦ σου, βίου κατορθώματα, καὶ πάντων μεμνημένοι βοήσωμεν· ὄντως οὐράνιος, ἐπί γῆς ἐφάνης ἄνθρωπος, ᾽Ελισάβετ, μάρτυς παμμακάριστε.
Τοῦ Σχήματος τοῦ Αγγελικοῦ, τὸν σταυρὸν ἐπ᾽ ὤμων σου, ἀνδρείως ἦρας πανεύφημε, ἐγκαταλείψασα, πλοῦτον βασιλείας, δόξαν τε τὴν πρόσκαιρον, μονώτατον ποθήσασα κτήσασθαι, τὸν γλυκοπόθητον, ᾽Ιησοῦν ἐν τῆ καρδίᾳ σου, ᾽Ελισάβετ, μάρτυς παμμακάριστε.
Θεοῦ ὡς εἰκόνα ἀληθῆ, τετραυματισμένην δέ, σοῦ τὸν πλησίον ἐννόησας· ὅθεν καὶ ἔσπευσας, τοῦτον θεραπεῦσαι, τὴν μονὴν ἱδρύσασα, ᾽Ελέους καὶ Αγάπης πανεύφημε, ἐν ἧ καὶ γέγονας, θεῖον ὄντως καταφύγιον, τοῖς ἐν πόνοις, πνεύματος καὶ σώματος.
γάπης ἐνθέου ἡ σφραγίς, πέλει τὸ μαρτύριον, τοῦ συνειδότος καὶ σώματος, ὅπερ ἐπόθησας· ὅθεν ταπεινώσει, πρῶτον τὴν καρδίαν σου, συνέτριψας Θεοῦ κατενώπιον, εἶτα δὲ ἔνδοξε, τὴν ζωήν σου θυσιάσασα, συνεκράθης, τῷ γλυκεῖ Νυμφίῳ σου.
Δόξα... ῏Ηχος β'.
τὰ πάντα μέλλων ἐν Πνεύματι ἁγίῳ καινοποιῆσαι Κύριος, λογισμὸν ἐν τῆ καρδίᾳ σου ἔνθεον ἐνέσπειρε, ὅπως συστήσης πρωτότυπον μονήν, καὶ ἐν αὐτῆ τὴν πρᾶξιν συμβάλης τῆ θεωρίᾳ· ὅθεν ᾽Ελέους καὶ Αγάπης τὴν μονὴν θεμελιώσασα, τοῖς ἀνθρώποις διηκόνεις πράξεσι φιλανθρωπίας, καὶ ἐν ταῖς ψυχαῖς αὐτῶν ἐνέπνεες τὴν χάριν τοῦ Κυρίου τῇ προσευχῇ σου· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, ᾽Ελισάβετ θεόπνευστε, ὡς τῶν ἁγίων Μάρθας καὶ Μαρίας τὰς ἀρετὰς ἀφομοιώσασαν.
Καί νῦν... Ὁ αὐτός.
Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου, εἰς σὲ ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην σου.

Εἰς τὸν Στίχον.
Στιχηρὰ προσόμοια.
῏Ηχος β'. Οἶκος τοῦ ᾽Εφραθᾶ.
Οἶκος ἡ σὴ μονή, παραμυθίας ὤφθη, πᾶσι τοῖς θλιβομένοις· τοῖς δὲ νοσοῦσι θεῖον, ὡς ἰατρεῖον ἄμισθον.
Στίχ. ῞Υπομένων ὑπέμείνα τὸν Χύριον καἵ προσέσχε μοί.
Ποίμνην τὴν λογικήν, ἣν ἐνεπίστευσέ σοι, Ποιμὴν ὁ τῶν ἁπάντων, μέχρι αὐτοῦ τοῦ τέλους, ὡς μήτηρ διεφύλαξας.
Στίχ. Καὶ ἔστησεν ἐπὶ πέτραν τοὺς πόδας μου, καὶ κατεύθυνε τὰ δίαβήματά μου.
Πράξεως ἀρετάς, ὁμοῦ καὶ θεωρίας, ἐκτήσω ᾽Ελισάβετ· Μαρίας καὶ τῆς Μάρθας, τὸν τύπον γὰρ ἐζήλωσας.
Δόξα... καὶ νῦν... Θεοτοκίον. ῞Ομοιον.
Μὴ παύση ἀγαθή, γλυκεῖα Θεοτόκε, ὁμοῦ σὺν ᾽Ελισάβετ, πρεσβεύουσα Κυρίῳ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Απολυτίκιον. ῏Ηχος γ'. Τὴν ὡραιότητα.
Δόξαν ἐπίγειον σοφῶς ἀπέῤῥιψας, τῶν μονοτρόπων δὲ σχῆμα ἐπέλεξας, ὁσιομάρτυς τοῦ Χριστοῦ, πανεύφημε ᾽Ελισάβετ· ἡ θερμὴ ἀγάπη σου, πρὸς τοὺς πάσχοντας ἔνδοξε, ἄγγελον ἐλέους σε, ἐπί γῆς ἐφανέρωσεν· τὸ αἷμά σου δὲ μάρτυς Κυρίου, τὸν πλοῦτον τῆς καρδίας σου ἐσφράγισεν.

ΕΝ ΤΩ ΜΕΓΑΛΩ ΕΣΠΕΡΙΝΩ

῾Ιστῶμεν στίχους δ' καὶ ψάλλομεν στιχηρὰ προσόμοια.
῏Ηχος πλ. β'. ῞Ολην ἀποθεμένοι.
Τοῦ Θεοῦ ἡ πρόνοια, τὴν σὴν καρδίαν ἰδοῦσα, ᾽Ελισάβετ ἕνδοξε, σοῦ τὰ διαβήματα καθωδήγησεν, οίκου σου ἔξωθεν, ἔξω τε πατρίδος, καὶ πρὸς ξένην γῆν σε ἤγαγεν, ἵνα φωτίση σου, τὴν ἁγνὴν ψυχὴν θείῳ Πνεύματι, ναμάτων τὲ ἐμπλήση σε, τῆς ὀρθοδοξίας πανεύφημε· καὶ γλυκαινομένην, τῇ χάριτι αὐτοῦ ὁ ᾽Ιησοῦς, ἁγιασμοῦ πρὸς τελείωσιν, μῆτερ ὁδηγήση σε.
θανάτῳ θάνατον, πατήσας θείᾳ δυνάμει, ἐκ θανάτου ὄντως σοι, τὴν ζωὴν ἀνέτειλεν τὴν τοῦ Πνεύματος· ὅτε γὰρ ὁ θάνατος, αἰφνιδίως ἦρεν, άπὸ σοῦ τὸν εὐλαβέστατον, ἅμα φιλόθεον, καὶ ἠγαπημένον σου σύμβιον, οὐδόλως τὴν καρδίαν σου, σκότος κατεμάρανε θλίψεως, ὅτι τῷ Κυρίῳ, στραφεῖσα ἐν δυνάμει προσευχῆς, τῶν μονοτρόπων ἐβάδισας, τρίβον ἁγιότητος.
λισάβετ ἔνδοξε, βασιλικήν σου καρδίαν, τὰ τῆς γῆς βασίλεια, ὑποκλέψαι ὅλως οὐκ ἠδυνήθησαν· μᾶλλον δὲ ἔθελξεν, ἡ τοῦ γλυκυτάτου, Ἰησοῦ ἀγάπη ὅλην σε· ὅθεν καὶ ἔσπευσας, παρὰ τοῦ Θεοῦ καὶ Κυρίου σου, τοὺς πόδας παναοίδιμε, κράζουσα ἐκ βάθους καρδίας σου· πάντα καταλείπω, τοῦ κόσμου τὰ ἐφήμερα τερπνά· ἑνὸς γὰρ χρεία ὑπάρχει μοι, τοῦ Θεοῦ ἡ βίωσις.
Ἕτερα. ῏Ηχος β'. ῞Οτε ἐκ τοῦ ξύλου.
Μάρθας καὶ Μαρίας τὴν μονήν, ἐπικαλουμένην ᾽Ελέους, θεμελιώσασα, γέγονας προσφύγιον τῶν ἐν ἀνάγκαις πολλαῖς· καὶ γὰρ πάντας ὡς ἄγγελος, σεμνὴ ᾽Ελισάβετ, τῆ Χριστομιμήτῳ σου ἐνηγκαλίζου στοργῆ· ὅθεν καὶ Μεγάλην Μητέρα, πάντες σὲ δικαίως ἐκάλουν, ὅσοι τῷ ἐλέει σου
ἠγάλλοντο.
Φρίττει ὄντως πᾶσα ἀκοή, ἐπί τὸ παράδοξον τοῦτο· ὡς γὰρ τὸν Κτίστην ποτέ, θανατῶσαι ἔσπευδον οἱ τὴν ἀγάπην αὐτοῦ, πολυτρόπως δεξάμενοι, ὁμοίως καὶ πάλιν, ὡς αὐτοῦ μαθήτριαν σὲ ᾽Ελισάβετ σεμνή, φθόνῳ κατεδίκασαν πλάνοι, ἐπιλανθανόμενοι πάντων, τῆς ἀγάπης ἔνδοξε τῶν ἔργων σου.
γνως οἷον ἔμελλες σαφῶς, θάνατον φρικτὸν ὑποστῆναι, παρὰ ἀθέων ἐχθρῶν· ὅμως σὺ ἐπόθησας τοῦ μαρτυρίου ὁδόν· ὅθεν οὐκ ἐγκατέλιπες, τὴν μάνδραν σου ὅλως, τῆς φυγῆς διώκουσα τὸν παγερὸν λογισμόν· μέχρι γὰρ καὶ τέλους ἀνδρείως, τὴν βουλὴν Κυρίου ἐδέξω, ᾽Ελισάβετ Μάρτυς ἀξιάγαστε.
Δόξα... ῏Ηχος πλ. β'.
Σκότος μέγα! καὶ ποῦ σε μάρτυς ὁδηγεῖ, τῶν ἀθέων ἐχθρῶν χείρ ἡ μιαιφόνος; ἀλλ῏ ἰδοὺ ἡ σὴ γλυκεῖα φωνή, λόγους Χριστολέκτους φθέγγεται· ἄφες αὐτοῖς Κύριε· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι. Φρίττει πᾶσα ἀνθρώπων διάνοια ἐπί τῆ σῆ μεγαλοψυχίᾳ· ἡ δὲ κτίσις τρέμει, μέλλουσα τὴν ἄδικόν σου σφαγὴν μαρτυρῆσαι μυστικῶς· ἀλλὰ πάλιν θαῦμα παράδοξον φαίνεται· ἐν γὰρ τῷ λάκκῳ τοῦ μαρτυρίου βεβλημένη, ὕμνον τὸν χερουβικὸν ὡς ἄγγελος ἔψαλλες, μετὰ τῶν ἀοράτως παρισταμένων σοι Δυνάμεων· καὶ αἴφνης σιγὴ μεγάλη τὸ τέλος μηνύουσα· ἡμῖν δὲ οὐκ ἔστιν ἄλλο τι εἰπεῖν, εἰ μὴ μόνον χαῖρεν. χαῖρε, ᾽Ελισάβετ γλυκυτάτη νύμφη τοῦ Χριστοῦ, ἔνδοξε ὁσιομάρτυς! νῦν δὲ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, τῆ καταφλεγούσῃ σε ὑπὲρ ἡμῶν ἀγάπη κινουμένη, πρέσβευε τῷ Κυρίῳ ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Καί νῦν... Θεοτοκίον. Ὁ αὐτός. Τίς μὴ μακαρίσει σε.


Τὸ Προκείμενον τῆς ἡμέρας, μεθ' ὃ τὰ Αναγνώσματα·
Παροιμιῶν τὸ Ἀνάγνωσμα.
(Κεφ. λα').
Γυναῖκα ἀνδρείαν τίς εὑρήσει; τιμιωτέρα δέ ἐστι λίθων πολυτελῶν ἡ τοιαύτη· μηρυομένη ἔρια καὶ λίνον ἐποίησεν εὔχρηστον ταῖς χερσίν αὐτῆς·  ἐγένετο ὡσεί ναῦς ἐμπορευομένη μακρόθεν, συνάγει δὲ αὕτη τὸν βίον· καὶ ἀνίσταται ἐκ νυκτῶν καὶ ἔδωκε βρώματα τῷ οἴκῳ καὶ ἔργα ταῖς θεραπαίναις θεωρήσασα γεώργιον ἐπρίατο, ἀπὸ δὲ καρπῶν χειρῶν αὐτῆς κατεφύτευσε κτῆμα· ἀναζωσαμένη ἰσχυρῶς τὴν ὀσφὺν αὐτῆς ἤρεισε τοὺς βραχίονας αὐτῆς εἰς ἔργον· ἐγεύσατο ὅτι καλόν ἐστι τὸ ἐργάζεσθαι, καὶ οὐκ ἀποσβέννυται ὅλην τὴν νύκτα ὁ λύχνος αὐτῆς τοὺς πήχεις αὐτῆς ἐκτείνει ἐπί τὰ συμφέροντα, τὰς δὲ χεῖρας αὐτῆς ἐρείδει εἰς ἄτρακτον· χεῖρας δὲ αὐτῆς διήνοιξε πένητι, καρπὸν δὲ  ἐξέτεινε πτωχῷ ἰσχὺν καὶ εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο καὶ εὐφράνθη ἐν ἡμέραις ἐσχάταις.
Προφητείας ῾Ησαΐου τὸ Ανάγνωσμα.
(Κεφ, μγ' 9-14),
Τάδε λέγει Κύριος· πάντα τὰ ἔθνη συνήχθησαν ἅμα, καὶ συναχθήσονται ἄρχοντες ἐξ αὐτῶν· τίς ἀναγγελεῖ ταῦτα ἐν αὐτοῖς; ἢ τὰ ἐξ ἀρχῆς, τίς ἀκουστὰ ποιήσει ὑμῖν; ἀγαγέτωσαν τοὺς μάρτυρας αὐτῶν καὶ δικαιωθήτωσαν, καὶ εἰπάτωσαν ἀληθῆ· γίνεσθέ μοι μάρτυρες, κἀγὼ μάρτυς Κύριος ὁ Θεός, καί ὁ παῖς, ὃν ἐξελεξάμην· ἵνα γνῶτε, καὶ πιστεύσητέ μοι, καὶ συνῆτε, ὅτι ἐγώ εἰμι· ἔμπροσθέν μου οὐκ ἐγένετο ἄλλος Θεός, καὶ μετ' ἐμὲ οὐκ ἔσται· ἐγώ εἰμι ὁ Θεός, καὶ οὐκ ἔστι πάρεξ ἐμοῦ ὁ σῴζων· ἐγὼ ἀνήγγειλα καὶ ἔσωσα· ὠνείδισα, καὶ οὐκ ἦν ἐν ὑμῖν ἀλλότριος· ὑμεῖς ἐμοί μάρτυρες, καὶ ἐγὼ Κύριος ὁ Θεός· ὅτι ἀπ῟ ἀρχῆς ἐγώ εἰμι, καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἐκ τῶν χειρῶν μου ἐξαιρούμενος· ποιήσω, καὶ τίς ἀποστρέψει αὐτό; οὕτω λέγει Κύριος ὁ Θεός, ὁ λυτρούμενος ἡμᾶς, ὁ ἅγιος ᾽Ισραήλ.
Σοφίας Σολομῶντος τὸ Ανάγνωσμα.
(Κεφ. γ' 1-9).
Δικαίων ψυχαί ἐν χειρί Θεοῦ, καὶ οὐ μὴ ἅψηται αὐτῶν βάσανος· ἔδοξαν ἐν ὀφθαλμοῖς ἀφρόνων τεθνάναι, καὶ ἐλογίσθη κάκωσις ἡ ἔξοδος αὐτῶν, καὶ ἡ ἀφ' ἡμῶν πορεία σύντριμμα· οἱ δὲ εἰσίν ἐν εἰρήνη· καὶ γὰρ ἐν ὅψει ἀνθρώπων ἐὰν κολασθῶσιν, ἡ ἐλπίς αὐτῶν ἀθανασίας πλήρης· καί ὀλίγα παιδευθέντες, μεγάλα εὐεργετηθήσονται· ὅτι ὁ θεὸς ἐπείρασεν αὐτούς, καὶ εὗρεν αὐτοὺς ἀξίους ἑαυτοῦ· ὡς χρυσὸν ἐν χωνευτηρίῳ ἐδοκίμασεν αὐτούς, καὶ ὡς ὁλοκάρπωμα θυσίας προσεδέξατο αὐτούς· καὶ ἐν καιρῷ ἐπισκοπῆς αὐτῶν ἀναλάμψουσι, καὶ ὡς σπινθῆρες ἐν καλάμη διαδραμοῦνται· κρινοῦσιν ἔθνη, καὶ κρατήσουσι λαῶν, καί βασιλεύσει αὐτῶν Κύριος εἰς τοὺς αἰῶνας· οἱ πεποιθότες ἐπ' αὐτὸν συνήσουσιν ἀλήθειαν, καὶ οἱ πιστοί ἐν ἀγάπη προσμενοῦσιν αὐτῷ· ὅτι χάρις καὶ ἔλεος ἐν τοῖς ὁσίοις αὐτοῦ, και ἐπισκοπὴ ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς αὐτοῦ.

Εἰς τὴν Λιτήν.

Στιχηρὰ ἰδιόμελα.
῏Ηχος α'.
Τὸν πολύτιμον εὗρες καὶ νοητὸν μαργαρίτην, τὸν ἐν τῆ καρδίᾳ σου κεκρυμμένον, Χριστὸν τὸν Θεόν, ὃς ὄντως ἐστίν ἡ Βασιλεία ἡ αἰώνιος· ὅθεν βασιλείαν ἐπί τῆς γῆς ὡς οὐδὲν ἐλογίσω, τὴν δὲ πτωχείαν τοῦ πνεύματος σωφρόνως προείλου· διὸ καί ἀπείληφας ἄφθαρτον οὐράνιον θησαυρόν, τὴν αἰώνιον πρὸς πρόσωπον θεωρίαν τοῦ γλυκυτάτου ᾽Ιησοῦ· αὐτὸν νῦν ἱκέτευε, ᾽Ελισάβετ ὁσιομάρτυς, ἵνα καὶ ἡμεῖς οἱ ἐν τῆ μαρασμώδει γῆ τῶν παθῶν αὐτοεξορισθέντες, ἀξιωθῶμεν καὶ πάλιν οἰκήτορες γενέσθαι τῆς ἀνθηρᾶς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
῏Ηχος β'.
Τὴν λαμπάδα τῆς ψυχῆς σου τὸ Πνεῦμα τὸ πανάγιον τοῖς ποικίλοις αὐτοῦ χαρίσμασι κατακοσμῆσαν, θέαμα ἐξαίσιον πνευματικὸν τῷ κόσμῳ σὲ ἐφανέρωσεν· καὶ γὰρ τοῦ Σχήματος τοῦ Ἀγγελικοῦ τὸ ἔνδυμα περιβληθεῖσα, μεσονυκτίοις δεήσεσιν οὐκ ἐπαύου τῆς καρδίας σου τοὺς ἀλαλήτους στεναγμοὺς θυσίαν μυστικὴν τῷ Κυρίῳ προσφέρουσα· ὅθεν καὶ τοῦ Πνεύματος τὴν χάριν βιαίως εἵλκυσας, ἥπερ καὶ ἐν τῆ καρδίᾳ σου σκηνώσασα εἰς ἁγιασμοῦ σε τελείωσιν ὡδήγησεν· διὸ πρὸς αὐτὴν καὶ ἡμᾶς ὁδήγησον, ᾽Ελισάβετ πανεύφημε.
῏Ηχος πλ. δ'.
Τοῖς σοῖς πνευματικοῖς πατράσι πάντοτε ὑποτασσομένην βλέπον σε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, τῆς διακρίσεως σπέρματα τὰ πνευματικὰ ἐν τῇ ψυχῇ σου ἐφύτευσεν, ἐξ ὧν καρπὸν ἐγεώργησας τὸ διεισδύειν εἰς τὰς καρδίας τῶν ἀνθρώπων· οὕτω πάντα τὰ πρὸς σωτηρίαν ἐδίδασκες τοὺς εἰς σὲ καταφεύγοντας, θεοφώτιστε· ὅθεν σε καὶ ἡμεῖς νῦν προσκαλοῦμεν· ἐλθὲ καὶ τὴν χεῖρα τῆς ψυχῆς ἡμῶν λαβοῦσα πρὸς τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ὁδήγησον ἡμᾶς.
῏Ηχος πλ. α'.
Τὸ τῆς καρδίας σου περίσσευμα, ἁγιασμοῦ σοι φύραμα γέγονεν· ἡ ἄφατος γὰρ πρὸς τὸν πλησίον σου ἀγάπη ὑπερεκχειλίσασα, πλήθη θλιβομένων ἐλεητικῶς κατέκλυσεν· ὀρφανοῖς μὲν γνησία μήτηρ ἐφάνης, τοῖς ἀσθενοῦσιν οὐρανόσταλτος ὡς ἄγγελος τὴν ἴασιν ἐχορήγεις δαψιλῶς, τοὺς δὲ πτωχοὺς ὑλικῶς καὶ πνευματικῶς πολλάκις ἐστήριξας· νῦν δὲ τῆ θερμουργῷ σου παῤῥησίᾳ πρεσβεύεις τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ᾽Ελισάβετ ἀξιοθαύμαστε, ἵνα φωτίσῃ καὶ ἡμᾶς εἰς τὸ ἐπιτελεῖν πάντα τὰ αὐτῷ εὐάρεστα.
Δόξα… ῏Ηχος πλ. δ'.
Τῇ μητρικῆ ἀγάπῃ κινουμένη τούτους τοὺς λόγους λέγει πρὸς ἡμᾶς ἡ θεόσοφος ὁσιομάρτυς ᾽Ελισάβετ· εὐκολώτερον φρύγανον εὐτελὲς ἀντιστῆναι πυρᾷ πολλῇ, ἢ τῆς ἁμαρτίας τὴν φύσιν τῇ τῆς ἀγάπης δυνάμει. Ταύτην οὖν φυτεύσωμεν ἐν ταῖς ἑαυτῶν ψυχαῖς, ἵνα μετὰ τῶν ἁγίων πάντων στῶμεν· καὶ γὰρ ἐκεῖνοι πάντες εὐηρέστησαν ἀπὸ τῆς εἰς τὸν πλησίον ἀγάπης· ὅθεν αὐτοὺς μιμησώμεθα.
Καί νῦν... Θεοτοκίον. Ὁ αὐτός. Δέσποινα πρόσδεξαι.

Εἰς τὰ Ἀπόστιχα.

Στιχηρὰ προσόμοια.
῏Ηχος πλ. α'. Χαίροις ἀσκητικῶν.
Χαίροις, σταδιοδρόμε Χριστοῦ, νεομαρτύρων ᾽Ελισάβετ τὸ καύχημα· ἀγάπη γὰρ συσχεθεῖσα, τοῦ σοῦ Νυμφίου σφοδρῶς, τέλος μαρτυρίου ἐπεπόθησας· τοῦ Πνεύματος χάριτι, πιανθεῖσα πανένδοξε, οὐκ ἐλογίσω, τῶν βασάνων τὰ φόβητρα, ἀλλ' ὡς ἔλαφος τῷ Κυρίῳ σου ἔδραμες· πᾶσα γὰρ ἡ ἀλήθεια, ὡς ἔφης θεόπνευστε, ἐν οὐρανοῖς ἐμφωλεύει, ἔνθα κρυφίως κατέφυγεν. Αὐτὴν ὄντως εὗρες, ὅθεν ἴθυνον πρὸς ταύτην, ἡμῶν τὰ βήματα.
Στίχ. Ὑπομένων ὑπέμείνα τὸν Κύριον καὶ προσέσχε μοι.
ντως, εἰρήνης θεῖος λιμήν, ἡ σὴ καρδία ἐναπέφηνεν ἔνδοξε· τοῖς κλύδωσι γὰρ τοῦ βίου, οὐκ ἐταράχθη ποσῶς, ἡ ἐν τῷ Θεῷ προσκαρτερία σου· ὀξύτονα πάντα δέ, βέλη θλίψεων ἔφυγες, παραδιδοῦσα, τοῦ Θεοῦ τῷ βουλήματι, πᾶσαν μέριμναν τῆς ζωῆς σου πανεύφημε, ὅλη καρδίᾳ χαίρουσα, χαρᾷ τῆ τοῦ Πνεύματος, ἐπί τοῖς πόνοις σου πᾶσι, δι῾ ὧν τυχεῖν πόθῳ ἤλπιζες, Χριστοῦ Βασιλείας, ᾽Ελισάβετ νεομάρτυς, ἀειμακάριστε.
Στίχ. Καὶ ἔστησεν ἐπὶ πέτραν τοὺς πόδας μου, καὶ κατεύθυνε τὰ διαβήματά μου.
Χαίροις, τῶν παλαιῶν ἀσκητῶν, τὴν θείαν τρίβον ἡ γενναίως βαδίσασα, νηστείαν τε χαμευνίαν, καὶ ἀγρυπνίαν στεῤῥῶς, μέχρι καὶ τοῦ τέλους γὰρ ἐτήρησας. Οἰκεῖον δὲ θέλημα, ἑκουσίως ὑπέταξας, τῇ διακρίσει, σῶν Πατέρων πανεύφημε· ὅθεν ἅπαντα, τὰ σὰ ἔργα εὐλόγησεν, χάρις τοῦ θείου Πνεύματος, ἡ ὄντως αὐξήσασα, τῶν σῶν ἀγώνων τὰ ἄνθη, καὶ εἰς καρποὺς ἀναδείξασα· διὸ τῆς ἀγάπης, αἱ ξενήκουστοί σου πράξεις, πάντας
ἐξέπληξαν.
Δόξα... ῏Ηχος πλ. δ'.
Πράξεως καὶ θεωρίας τελείαν συνένωσιν ἐπέτυχες, τῷ Χριστῷ διακονοῦσα ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ πλησίον, καὶ τῇ ἀδιαλείπτῳ προσευχῇ διηνεκῶς ἐνηχουμένη τοῦ σοῦ Νυμφίου τὸν λόγον νοερῶς ἐν τῇ καρδίᾳ σου· οὕτω τὸν τύπον ἐφήρμοσας τῶν ἁγίων Μάρθας καὶ Μαρίας, αἷς καὶ ἀφιέρωσας ἣν ἐθεμελίωσας μονήν διό, ᾽Ελισάβετ πανεύφημε, τῷ Κυρίῳ πρέσβευε δοῦναι καὶ ἡμῖν ὡς ἑαυτοὺς ἀγαπᾶν τὸν πλησίον ἡμῶν, καὶ ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ τῷ Θεῷ προσεύχεσθαι.
Καί νῦν... Θεοτοκίον. Ὁ αὐτός. Ἀνύμφευτε Παρθένε.
Ἀπολυτίκιον. ῏Ηχος γ'. Τὴν ὡραιότητα.
Δόξαν ἐπίγειον σοφῶς ἀπέῤῥιψας, τῶν μονοτρόπων δὲ σχῆμα ἐπέλεξας, ὁσιομάρτυς τοῦ Χριστοῦ, πανεύφημε ᾽Ελισάβετ· ἡ θερμὴ ἀγάπη σου, πρὸς τοὺς πάσχοντας ἔνδοξε, ἄγγελον ἐλέους σε, ἐπί γῆς ἐφανέρωσεν· τὸ αἷμά σου δὲ μάρτυς Κυρίου, τὸν πλοῦτον τῆς καρδίας σου ἐσφράγισεν.


ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΡΘΡΟΝ

Κάθισμα μετὰ τὴν α' στιχολογίαν.
῏Ηχος πλ. δ'. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
γινώσκων τὰ μέλλοντα ὡς Θεός, τῆς καρδίας σου πόθον τὸν ἀληθῆ, ἰδὼν οὐ παρέβλεψεν, καίτοι σκότος βαθύτατον, τῆς ἀγνωσίας μῆτερ, τὴν ψυχήν σου ἐκάλυπτεν, ἀλλὰ τῆς σωτηρίας τὴν θύραν σοι ἤνοιξε· ἄλλην γὰρ εἰς χώραν μεταθείς σε ὁ Κτίστης, ἐν βάθει καρδίας σου ὀρθοδόξου τῆς πίστεως, τὸν θεμέλιον ἔθηκεν· ὅς ἐστι Χριστὸς ὁ Θεός, ᾧ καὶ πόθῳ θείῳ ἠκολούθησας, ἐκ βαθέων καρδίας, αὐτὸν ἀγαπήσασα.
Δόξα... Τὸ αὐτό.
Καί νῦν... Θεοτοκίον. ῞Ομοιον.
Πανάχραντε Μῆτερ τοῦ Λυτρωτοῦ, τῆς καρδίας μου πόθον τὸν ἀληθῆ, γινώσκεις σαφέστατα· ὅθεν σπεῦσον σοῦ δέομαι, καὶ λῦσον τῆς ψυχῆς μου σκοτοδίνην τὴν ἄμορφον, τοῦ σοῦ Υἱοῦ Παρθένε τὸ φῶς μοι ἐκλάμπουσα· ὅπως ἀναβλέψω καθαρᾷ διανοίᾳ καὶ ἅπαν τὸ πλήρωμα ὀρθοδόξου τῆς πίστεως, ἐγχωρήσω ἐν Πνεύματι·  ὅς ἐστι Χριστὸς ὁ Θεός, ὁ Υἱός σου καὶ ἐμοῦ ὁ Κύριος, ὃν θεμέλιον θήσω ὡς μόνον ἀσάλευτον.

Κάθισμα μετὰ τὴν β' στιχολογίαν.
῏Ηχος γ'. Θείας πίστεως.
πηρέτησας ἀόκνως μάρτυς, τῷ πλησίον σου ὁλοκαρδίως ἐν αὐτῷ γὰρ ἐθεώρεις τὸ πρόσωπον, τοῦ γλυκυτάτου Νυμφίου σου πάντοτε· ὅθεν εἰς τέλος τοὺς πάντας ἠγάπησας· καὶ τὸ γνήσιον καὶ ἄδολον τῆς ἀγάπης σου, τῷ αἵματί σου ἔνδοξε ἐσφράγισας.
Δοξα. Τὸ αὐτό.
Καὶ νῦν... Θεοτοκίον. Ὅμοιον.
Μῆτερ ἄχραντε εὐλογημένη, δός μοι δέομαι τῷ σῷ ἱκέτῃ, ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ πλησίον μου πάντοτε, βλέπειν τὸ ὄντως γλυκύτατον πρόσωπον, τοῦ σοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ μου πανάμωμε· καὶ δυνάμωσον προθύμως με θνήσκειν πάντοτε, ὑπὲρ τοῦ ἀδελφοῦ μου θεονύμφευτε.

Κάθισμα μετὰ τὸν Πολυέλεον.
῟Ηχος α'. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
  πρόσδεξαι Χριστὲ τῆς σῆς δούλης τὸ αἷμα, καὶ ἄφες ἀγαθὲ τοῖς ἐχθροῖς μου τὸ πταῖσμα· οὐκ οἴδασι Δέσποτα ἀληθῶς τί ἐποίησαν· ὅθεν δέομαι μὴ τούτους Πάτερ παιδεύσης, πόνῳ ἔκραζε ἡ ᾽Ελισάβετ ἡ μάρτυς· ἣν πόθῳ δοξάζομεν.
Δόξα... καὶ νῦν... Θεοτοκίον. ῞Ομοιον.
Οὐ δύναμαι ἁγνὴ Παναγία Παρθένε, ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς ἀληθῶς ἀφιέναι, τὰ πταίσματα ἅπαντα τοῖς ἐμὲ καταθλίβουσιν, ἀλλὰ δέομαι τὴν ἐμπαθῆ μου καρδίαν, σὺ ταπείνωσον, ὅπως συγχώρησιν πᾶσιν, ἐκ βάθους χαρίζομαι.

Οἱ Ἀναβαθμοί, τὸ α' Ἀντίφωνον τοῦ δ' ἤχου, καὶ τὸ Προκείμενον·
πομένων ὑπέμεινα τὸν Κύριον καὶ προσέσχε μοι.
Στίχ. Καὶ ἔστησεν ἐπὶ πέτραν τοὺς πόδας μου, καὶ κατεύθυνε τὰ διαρήματά μου.
Εἶτα τό· Πᾶσα πνοή· και τὸ Εὐαγγέλιον (ζήτει τῆ Τετάρτη τῆς Γ' ῾Εβδομάδος Ματθαίου), ὁ Ν' Ψαλμός, μεθ' ὅν·
Δόξα... Ταῖς τῆς Ἀθληφόρου...
Καὶ νῦν... Ταῖς τῆς Θεοτόκου...
Στίχ. ᾽Ελεῆμον, έλέησόν με ὁ Θεός...

᾽Ιδιόμέλον. ῏Ηχος πλ. β'.
Τὸ μεγαλεῖον τῆς σῆς ταπεινώσεως ὁρῶντες ἐκπληττόμεθα, ᾽Ελισάβετ ἔνδοξε· καίτοι γὰρ τῆς ἡγουμενίας τὸ σκῆπτρον κατεῖχες, πρώτη εἰς διακονίαν ἔσπευδες, τύπος φιλοπονίας τῆ ἀδελφότητι γινομένη· πάντοτε δὲ συγχώρησιν αἰτοῦσα καί τοῖς πᾶσι συγχωροῦσα, εὗρες ἐν τῆ ψυχῆ σου τὴν ἀνάπαυσιν, ἣν ὁ Κύριος ὑπέσχετο· ὅθεν σε σήμερον οἱ πιστοί θερμῶς μεγαλύνομεν.

Ὁ Κανὼν τῆς ἁγίας οὗ ἡ ἀκροστιχίς·
«᾽Ελισάβετ χαίροις ἡ τῆ καρδίᾳ βασίλειος».
῏Ηχος δ᾽. ᾨδὴ α'. Ανοίξω τὸ στόμα μου.
λθὲ ὦ Παράκλητε καὶ καταφώτισον χάριτι, καρδίας τῶν δούλων σου, ὅπως αἰσίαις φωναῖς, ἀνυμνήσωμεν, τὴν θείαν ᾽Ελισάβετ, τὴν σὲ ἀνυμνήσασαν μέχρι καὶ αἵματος.
Λυτήριον ἤνοιξεν ὁδόν σοι μόνος ὁ Κύριος, πρὸς φῶς τὸ τῆς πίστεως τῆς ὀρθοδόξου σαφῶς, ὁδηγήσας σε· καὶ γὰρ ἐν ἀγνωσίᾳ ὑπῆρχες τὸ πρότερον μάρτυς πανεύφημε.
θύντρια δύναμις ἡ ἀγαθή σου προαίρεσις, πρὸς γνῶσίν σοι γέγονε τῆς ἀληθείας σεμνή τῷ δὲ χρίσματι, τῷ θείῳ φωτισθεῖσα, εἱλκύσω τοῦ Πνεύματος, πάσας τὰς χάριτας.
Θεοτοκίον.
Σὺ μόνη πανάμωμε ὡς μήτηρ τοῦ Παντοκράτορος, κρατεῖς στοργικώτατα καὶ ὁδηγεῖς μητρικῶς, πρὸς σωτήριον, ὁδὸν θεογνωσίας, τοὺς δίψει προστρέχοντας τῆ ἀντιλήψει σου.

ᾨδὴ γ'. Τοὺς σοὺς ὑμνολόγους.
πέῤῥιψας πλοῦτον βασιλείας, καὶ δόξαν ἐπίγειον σοφῶς· συμβίου σου γὰρ ἔνδοξε, αἰφνίδιος ὁ θάνατος, τοῦ βίου σοί ἀπέδειξεν, τὴν θλιβερὰν ματαιότητα.
Βασίλειον δόξαν οὐρανίαν, ποθήσασα μάρτυς ἐκ ψυχῆς, ἐν μετανοίᾳ ἔσπευσας, καθᾶραι τὴν καρδίαν σου· καὶ μοναστῶν τῷ σχήματι, τὴν σὴν βουλὴν ἐπεσφράγισας.
λέους δοχεῖον ἀπεφάνθη, ἡ ὄντως ἁγία σου ψυχή· πρωτότυπον γὰρ ἵδρυσας, μονὴν ἀξιοθαύμαστε, διακονῆσαι σπεύσασα, τῷ ἐν ἀνάγκαις πλησίον σου.
Θεοτοκίον.
Τὸν θείῳ ἐλέει καταβάντα, ἐκ θρόνου πατρώου μυστικῶς, ὡς ἰατρὸς πανάριστος, ἰάσασθαι τὸν ἄνθρωπον, σὺ Πάναγνε ἐγέννησας, εἰς εὐφροσύνην παγκόσμιον.

Κάθισμα. ῏Ηχος δ'. Ὁ ὑψωθείς.
Θεοδιψής σου ἡ καρδία θεόφρον, τῆς ἡσυχίας τὰς πηγὰς ἐπεζήτει, ἐξ ὧν ἐκβλύζει Πνεύματι τὸ ὄντως ἐφετόν, Ἰησοῦ τὸ ὄνομα, τὸ οὐράνιον πόμα· ὅμως ἡ ἀγάπη σου πρὸς τὸν πέλας ὦ μάρτυς, ἐν τῆ ὁδῷ σε ὄντως τῆ στενῆ, διακονίας, πανεύφημε ἔθετο.
Δοξα. Το αὐτό
Καὶ νῦν... Θεοτοκίον. Ὅμοιον.
ς χορηγὸς τῆς ἐν Χριστῷ ἡσυχίας, Παρθενομῆτορ Θεοτόκε Μαρία, τῷ τρισαθλίῳ δώρησαι ἱκέτη σου σεμνή, σοῦ Υἱοῦ τὸ ὄνομα, ἔχειν ἀδιαλείπτως, ἐν καρδίᾳ πάναγνε καὶ σὺν τούτῳ μοι δίδου, τὸ ἀγαπᾶν ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, ὡς ἑαυτόν μου, ἁγνὴ τὸν πλησίον μου.

᾽Ωιδὴ δ'. Τὴν ἀνεξιχνίαστον.
Χαίρουσα ἐπ' ὤμων σου ἦρας σταυρόν, τῆς διηνεκοῦς βίας φύσεως, ὦ ᾽Ελισάβετ, καὶ πρὸς μάχην νοητήν, ἐχώρησας κραυγάζουσα· δέξαι ᾽Ιησοῦ μου τοὺς πόνους μου.
χθος ἐπικάρδιον ἀποτεχθέν, πτώσει τῆ δεινῆ τοῦ Προπάτορος, σὺ ἐναπέθου, ταπεινώσεως ζυγῷ· διὸ καὶ τὸν πλησίον σου, πάσης ἐξ ἀνάγκης ἐκούφιζες.
διόν σου θέλημα κενωτικῶς, τῷ Θεοῦ συνῆψας θελήματι, καὶ τῷ πλησίον, διηκόνησας θερμῶς· διὸ ἐν τῆ καρδίᾳ σου, εὗρες πλατυσμὸν τὸν τοῦ Πνεύματος.
Θεοτοκίον.
υπτικῷ σου πάναγνε θείῳ φωτί, σκότος τὸ ῥυπαῖνον τῶν δούλων σου, τὰς διανοίας, ἀποδίωξον ταχύ, καὶ ῞Ηλιον τὸν ἄδυτον, ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν ἐξανάτειλον.

ᾨδὴ ε'. ᾽Εξέστη τὰ σύμπαντα.
λόδακρυς γέγονε, συγχώρησιν αἰτούμενος, ἄθεός ποτε ἐν τῆ μονῆ σου, κατανοήσας σου τὴν πολλὴν ἀρετήν· διὸ μετεστράφη παρευθύς, καί τὸν μόνον Κύριον, εὐλαβῶς προσεκύνησεν.
κέτευες πάνσεμνε, ἐν δάκρυσι τὸν Κύριον, πάντοτε ὑπὲρ τῶν ἀσθενούντων· τοὺς δὲ θανάτου μέλλοντας βῆναι ὁδόν, τῆ σῆ γλυκυτάτη διδαχῆ, τοῦ Θεοῦ τὸ πρόσωπον, κατιδεῖν προητοίμαζες.
Συνέριθον ἔχουσα, τὴν θείαν χάριν πάντοτε, πᾶσιν ἰατρείας ἐχορήγεις· ἰατρικῆ γὰρ πρὸς ἐπιστήμη σοφῶς, τὴν ἔνθερμον μάρτυς προσευχήν, θεοπνεύστως ἥρμοσας, ᾽Ελισάβετ πανεύφημε.
Θεοτοκίον.
μόνη κυήσασα, τὸν μόνον Παντοδύναμον, μέγαν ἰατρὸν καὶ ζωοδότην, τοῦτον Παρθένε ἀεί δυσώπει θερμῶς, παθῶν ἰατρεῦσαι τὰς οὐλάς, κάλλος τὸ πρωτόκτιστον, ἐμποιῶν ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

ᾨδὴ ς'. Τὴν θείαν ταύτην.
Τροφὸς ἐφάνης πανεύφημε, καὶ μήτηρ ἀληθὴς προστατεύουσα, καὶ περιθάλπουσα, τὰ ὀρφανὰ καὶ θλιβόμενα, γλυκύτατα παιδία, ὥσπερ  φιλότεκνος.
σὴ μονὴ ἣν ἐκάλεσας, Ἐλέους καὶ Ἀγάπης πανεύφημε, ὄντως οὐράνιον, θεραπευτήριον πέφηνε, ψυχῶν τε καὶ σωμάτων, πᾶσι τοῖς κάμνουσι.
Καρποῖς τοῦ Πνεύματος ἔτρεφες, τοὺς πίστει τε καὶ πόθῳ προστρέχοντας, τῆ προστασίᾳ σου· ὅθεν Μεγάλην Μητέρα σέ, ὦ Ἐλισάβετ μάρτυς, πάντες ὠνόμαζον.
Θεοτοκίον.
γνὴ Παρθένε οἱ δοῦλοί σου, ὡς μόνην σε Μητέρα γινώσκομεν· ὅθεν ἀείποτε, ταῖς φιλοτέκνοις ἀγκάλαις σου, ἀπὸ παντοίας βλάβης, σκέπε τὰ τέκνα σου.

Κοντάκιον. ῏Ηχος γ'. Ἡ Παρθένος σήμερον.
λισάβετ ἔνδοξε, ὁσιομάρτυς Κυρίου, ὄντως ξένον θέαμα, ἡμῖν ὁ βίος σου ὤφθη· δόξαν γάρ, τῆς βασιλείας σου ἀπηρνήσω, δόξαν δέ, τὴν τοῦ Νυμφίου σου ἐπεζήτεις· ἣν ἐν τέλει καὶ ἐκτήσω, ἐθελουσίως τὸ αἷμα σου χέασα.
Ὁ Οἶκος.
Χαλεπόν ἐστι τοῖς ἀνθρώποις τὴν ἀλήθειαν εὑρεῖν ἐπί τῆς γῆς· καὶ γὰρ πλειοτέρως καθ' ἑκάστην ἡμέραν ἡ γῆ ἡμῶν κατακλύζεται τῆς ἁμαρτίας τοῖς κλύδωσιν· ὅθεν ἵνα μή τις ἀπογνῷ, ἐν τοῖς οὐρανοῖς δεῖ αὐτὸν τὴν ἀλήθειαν ἐκζητῆσαι, ἐνθα κρυφίως κατέφυγεν, ἐμπόνως ἐδίδασκες, ὦ θεόσοφε ὁσιομάρτυς. Ταύτην οὖν καὶ αὐτή, ὦ ᾽Ελισάβετ, ποθήσασα, δάκρυσιν αὐτὴν διηνεκῶς ἐπεζήτεις· ἣν ἐν τέλει καὶ ἐκτήσω, ἐθελουσίως τὸ αἷμα σου χέασα.

Τὸ Συναξάριον.
Τῆ η' τοῦ αὐτοῦ μηνός, μνήμη τῆς ἁγίας ἐνδόξου νέας ὁσιομάρτυρος Ἐλισάβετ τῆς Μεγάλης Δουκίσσης τῆς Ῥωσίας, τῆς ἐν Ἀλαπαγέφσκ μαρτυρησάσης ἐν ἔτει 1918.

Στιχοί.
Νεύσει ὁλοτρόπῳ πρὸς Χριστὸν στραφεῖσα, θέαμα οὐράνιον ἐν γῇ ἐφάνης.
᾽Ογδοάτη καὶ δεκάτη ᾽Ελἱσάρετ Χρίστὸν ἐθεάσατο.

ᾨδὴ ζ'. Οὐκ ἐλάτρευσαν.
άγδην βλέπουσα, μαστιζομένην ἔνδοξε, Ῥωσίαν ἅπασαν, παρὰ ἀθέων ἐχθρῶν, καὶ ὅλην ἐν αἵματι σπαραττομένην δεινῶς, τὸν Φιλάνθρωπον,  πυρίνοις ὄντως δάκρυσιν, εἰς βοήθειαν ἐκάλεις.
Διαμείνασα, ἡμέρας δέκα ἔνδοξε, παρὰ τὸ λείψανον, τοῦ ἐν Σαρὼφ Σεραφείμ, αὐτὸν παρεκάλεσας ὡς μέγαν ὅσιον, πρὸς τὸν Κύριον, ὑπὲρ  λαοῦ τοῦ πάσχοντος, ἀναπέμψαι ἱκεσίαν.
χνηλάτησας, μαρτυρικοῖς ἐν βήμασι, Χριστὸν τὸν Κύριον· ὅθεν σε πάντες δεινῶς, ἐν τέλει ἐδίωξαν οὓς εὐηργέτησας· σὺ δὲ ἔνδοξε, τοῖς πᾶσι συνεχώρησας, ἀληθῶς ἀπὸ καρδίας.
Θεοτοκίον.
πειρόγαμε, κατάπαυσον τὸν πόλεμον, τῶν ψυχοφθόρων παθῶν, τῶν πολεμούντων ἡμᾶς, Χριστὸν ἡ κυήσασα τὸν εἰρηναῖον Θεόν· καί ἐνίδρυσον, γαλήνην τὴν τοῦ Πνεύματος, τῶν πιστῶν ἐν ταῖς καρδίαις.

ᾨδὴ η'. Παῖδας εὐαγεῖς.
Βέλει ἀθεΐας τετρωμένος, λαὸς ὃν πλουσίως εὐηργέτησας, κατὰ σοῦ κινούμενος, ὡς κακοῦργον πάντιμε, συκοφαντήσας ἔσπευσέν σε θανατῶσαι πικρῶς, πανεύφημε, σεμνὴ ᾽Ελισάβετ· ὅθεν τοῦ Κυρίου, τὸ πάθος ἐμιμήσω.
λγος τὴν γλυκεῖάν σου καρδίαν, ἐπίκρανεν ὅτε σὲ ἐχώρισαν, ἐκ τῆς ἀδελφότητος, τῆς μονῆς σου ἔνδοξε· βιαίως δὲ σὲ ἤγαγον εἰς ἐξορίαν πικράν, ἀλλ' ἔστησας, ψυχῆς σου τοὺς πόδας, ἐπί τοῦ Κυρίου, βουλῆς τὴν θείαν πέτραν.
Σπεῖρα παρανόμων ὠμοτάτη, εἰς λάκκον ἐκρήμνισέν σε ἔνδοξε· ἐν αὐτῷ δὲ ἔκραζες, τῷ Κυρίῳ λέγουσα· μὴ στήσης τούτοις Κύριε παρακαλῶ σε θερμῶς, τὸ ἔγκλημα, ἀλλ' ἄφεσιν δίδου· οὐ γὰρ ἐννοοῦσι, τί πράττουσιν ὦ Σῶτερ.
Θεοτοκίον.
θι πρὸς ἡμᾶς ὦ Θεομῆτορ, καὶ δὸς ἡμῖν δύναμιν τοῦ Πνεύματος, καὶ θερμῶς καρδίωσον, ὅπως τὸ μαρτύριον, ἀνδρείως ὑπομείνωμεν τοῦ συνειδότος ἡμῶν, καὶ αἵματι, ψυχῆς ἀοράτῳ, δόξαν τῷ Υἱῷ σου, εὐλογημένη δῶμεν.

ᾨδὴ θ'. Ἅπας γηγενής.
Λόγοις ἱκανοῖς, τιμῆσαί σε ἔνδοξε μάρτυς Κυρίου σεμνή, ὅλως οὐκ ἰσχύομεν· πῶς γὰρ τοῖς ῥήμασι περιλάβωμεν, τὴν ἔμπυρον ἀγάπην σου πρὸς τὸν Νυμφίον Χριστόν, ᾽Ελισάβετ, ἣν καί ἐπεσφράγισας, τῆ ἁγίᾳ ῥοῇ τῶν αἱμάτων σου.
ναιμος σπορά, ἐφάνη πανεύφημε ὦ ᾽Ελισάβετ σεμνή, ἡ σεπτὴ θυσία σου· καὶ γὰρ ἐβλάστησε θείῳ Πνεύματι, νεομαρτύρων τάγματα ἐν πολυφόρῳ τῆ γῆ, τῆς Ῥωσίας, οἵτινες θεμέλιον, 'Εκκλησίας καινὸν ἀνεδείχθησαν.
στασαι σεμνή, προσώπου Νυμφίου σου νῦν κατενώπιον, καὶ ἐν θείῳ Πνεύματι, καταπιαίνεται ἡ καρδία σου· τὸ σκῆνός σου δὲ ἔνδοξε ἐπί τῆς γῆς θησαυρός, κατελείφθη, ἄφθαρτον ὡς ἔμεινεν, τοῦ θανάτου δηλοῦν τὴν κατάργησιν.
λῃ τῆ ψυχῇ, ἐδόθη σοι χαίρουσα ἕως ἐσχάτης πνοῆς, μετὰ σοῦ βαδίσασα, ἐθελουσίως πρὸς τὸ μαρτύριον, Βαρβάρα ἡ πανεύφημος μεθ’ ἧς ἀγάλλεσθε νῦν, ἐν ἀύλοις, οὐρανῶν σκηνώμασι, καί μαρτύρων χοροῖς συνευφραίνεσθε.
Θεοτοκίον.
Στέργουσα ὦ ἁγνή, τῆ θείᾳ φροντίδι σου ἡμᾶς τοὺς δούλους σου, μὴ ἐλλίπης πώποτε, ἀλλὰ φυλάττουσα καθοδήγησον, πρὸς ἔνθεον ἀγάπησιν τοῦ σοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ, καὶ ἀξίους, ἐνδειχθῆναι ποίησον, Βασιλείας Θεοῦ ἐνοικήτορας.

᾽Εξαποστειλάριον.
Ἦχος γ'. Ὁ οὐρανὸν τοῖς ἄστροις.
Ἐλισάβετ μὴ παύση, πτέρυξι πάντοτε θείαις, τῆς σῆς ἀφάτου ἀγάπης, σκέπουσα πάντας τοὺς πίστει, εἰς προστασίαν καλοῦντας, τὴν σὴν ἀντίληψιν μάρτυς.
Θεοτοκίον. ῞Ομοιον.
δὸς ἡμῖν Θεοτόκε, ἀκολουθῆσαι ἀξίως, τῆ ἐν Χριστῷ πολιτείᾳ τῆς θαυμαστῆς Ἐλισάβετ· ὅπως ἁγνὴ τῷ Υἱῷ σου, εὐαρεστήσωμεν πάντες.

Εἰς τοὺς Αἴνους.

Ἦχος α'. Τῶν οὐρανίων ταγμάτων.
Τἰς μαρτυρίου τὸν τόπον, ὁδηγουμένη σεμνή, ὡς ἄφωνον ἀρνίον, ταθερῶς προεχώρεις· ἐν βάθει δὲ καρδίας ὕμνους Χριστῷ, ἀναμέλπουσα ἔχαιρες, τὸ τῶν ἀρχαίων μαρτύρων ὡς ἀληθῶς, θεῖον φρόνημα δεικνύουσα.
Τοὺς τῶν βασάνων σου πόνους, Χριστῷ προσήνεγκας, ὑπὲρ τῶν σῶν δημίων, ἱλασμοῦ ὡς θυσίαν, εἰς ἄφεσιν τελείαν πάντων δεινῶν, ὧν σοί μάρτυς ἐπήνεγκον, τὸ τοῦ Κυρίου μακρόθυμον ἀληθῶς, Ἐλισάβετ διαγράφουσα.
Τὴν γλυκυτάτην εἰκόνα, τοῦ σοῦ Νυμφίου Χριστοῦ, ἐπί τὴν σὴν καρδίαν, Ἐλισάβετ κρατοῦσα, ἐν λάκκῳ βεβλημένη ἔνθα Θεόν, σῷ θανάτῳ ἐδόξασας, ἕως ἐσχάτης πνοῆς σου πόθῳ σφοδρῷ, τὴν ἀγάπην σου ἐδήλους αὐτῷ.
Μαρτυρικόν σου τὸ σκῆνος, μέτοχον γέγονε, ἀπὸ τοῦ νῦν αἰῶνος, τῆς Χριστοῦ Βασιλείας· καὶ γὰρ ἀθανασίας τύπον σαφῶς, προδεικνῦον διέμεινεν, πλείστοις ἐν ἔτεσιν ἄφθαρτον θαυμαστῶς, τὴν σὴν δόξαν καταγγέλλον ἡμῖν.
Δόξα... Ἦχος πλ. α'.
Τῷ πυρὶ τοῦ θείου ἔρωτος ἡ καρδία σου φλεγομένη, φρόνημα νικοποιὸν ἀνέλαβεν, καί πρὸς μαρτυρίου τὴν ὁδὸν δραμεῖν σε ἠνάγκασε· καί γὰρ οὐκ ἔφερες τὴν ἔμπυρον ὀδύνην τοῦ μὴ θεωρεῖν τὸ γλυκοπόθητον κάλλος τοῦ Νυμφίου σου. Ὁ δὲ Κύριος ἄφθαρτον ἐν πλείστοις ἔτεσι τὸ σκῆνος σου διετήρησε, ναὸν ζῶντα τοῦ παναγίου Πνεύματος καὶ μετὰ θάνατον δεικνύων σε· ὅθεν, Ἐλισάβετ, ἔνδοξε ὁσιομάρτυς, ἡμᾶς τοὺς ἐκ τῆς ἁμαρτίας καταψυχθέντας τῆ καρδίᾳ θέρμανον τῷ πυρί τῆς θείας ἀγαπήσεως.
Καὶ νῦν... Ὁ αὐτός. Μακαρίζομέν σε.

Δοξολογία Μεγάλη, καὶ Ἀπόλυσις.

 
ΕΙΣ ΤΗΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΝ

Τὰ Τυπικά, οἱ Μακαρισμοί,
καί ἐκ τοῦ Κανόνος τῆς ἁγίας ἡ γ' και ς' ᾠδή.

Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγέλιον
(βλ. τῆ κς' Ἰουλίου).

Μεγαλυνάριον.
Εὗρες Ἐλισάβετ ἐν τῆ ψυχῆ, κεκρυμμένον ὄντως τὸν οὐράνιον θησαυρόν· καὶ τῷ σῷ Νυμφίῳ σαυτὴν προσενεγκοῦσα, τῷ αἵματί σου μάρτυς αὐτὸν ἐδόξασας.


(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΘΩΣ - ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΜΕΣΑ ΠΟΤΑΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ)

1 коммент.:

Анонимный комментирует...

Χριστός Ανέστη! Λέγομαι Παρασκευή Μάρακα και πρόκειται να βαφτίσω ένα μωράκι Ελισάβετ στο όνομα της Αγίας βασίλισσας. Εδώ δεν είναι καθόλου γνωστή η Αγία γι αυτό σκέφτηκα να φτιάξω ένα μικρό φυλλαδιάκι με τον βίο της, να το δώσω μαζί με τις μπομπονιέρες στους καλεσμένους. Το κείμενο που έχετε αναρτήσει εδώ μ' αρέσει πολύ και όντας και πολυτονισμένο μ' εξυπηρετεί τρομερά να το χρησιμοποιήσω γι αυτό τον σκοπό. Ήθελα όμως να το γνωρίζετε. Βέβαια το φυλλάδιο -αν καταφέρω τελικά να το φτιάξω- θα το δώσω δωρεάν, προς τιμήν της Αγίας και χάριν ευλογίας της μικρούλας που θα βαπτίσουμε, αλλά και πάλι, επειδή ο κόπος της συγγραφής του κειμένου ανήκει σε σας, θα ήθελα να το γνωρίζετε.
Σας ευχαριστώ πολύ και αν υπάρχει για οποιοδήποτε λόγο, από μεριάς σας κάποια αντίρρηση, σας παρακαλώ, πείτε μου.
Το e-mail μου:
p-maraka@otenet.gr