пятница, 28 июня 2013 г.

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΥΝΕΧΟΥΣ ΜΕΤΑΛΗΨΕΩΣ (1)

ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
Βιβλίον ψιχωφελίστατον
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΥΝΕΧΟΥΣ ΜΕΤΑΛΗΨΕΩΣ ΤΩΝ ΑΧΡΑΝΤΩΝ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

ΚΕΦΑΛΛΙΟΝ Α΄
Εἶναι ἀναγκαῖον νά μεταλαμβάνουν συχνά οἱ ὀρθόδοξοι τό θεῖο Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Κυρίου μας.

Ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί διατάσσονται ἀπό τίς δεσποτικές προσταγές τοῦ Κυρίου μας ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ νά μεταλαμβάνουν συχνά. Τό ἴδιο ὁρίζουν οἱ Πράξεις καί οἱ Κανόνες τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν ἱερῶν Συνόδων, καθώς καί οἱ μαρτυρίες τῶν θείων Πατέρων. ἐντολή αὐτή δίδεται ἀπό τά ἴδια τά λόγια, τήν τάξη καί τήν ἱεροπραξία τῆς θείας Λειτουργίας, ὅπως καί ἀπό αὐτή καθ' ἑαυτή τή θεία Μετάληψη.
Α΄. Ὁ Κύριός μας, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πρίν παραδώσει τό Μυστήριο τῆς Κοινωνίας, εἶπε· «καί ὁ ἄρτος δὲ ὃν ἐγὼ δώσω, ἡ σὰρξ μου ἐστίν, ἣν ἐγὼ δώσω ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς» (Ἰωάν. στ΄ 51), δηλαδή, «ἡ τροφή πού θά σᾶς δώσω εἶναι ἡ σάρκα μου, τήν ὁποία θά προσφέρω γιά τή ζωοποίηση ὅλου τοῦ κόσμου». Γιά τούς πιστούς, λοιπόν, ἡ θεία Μετάληψη εἶναι ἀναγκαῖο συστατικό τῆς πνευματικῆς καί κατά Χριστόν ζωῆς. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ ζωή δέν πρέπει νά σβήνει, οὔτε νά διακόπτεται, ὅπως λέει καί ὁ Ἀπόστολος (1).
Πρέπει νά εἶναι συχνή καί ἀδιάκοπη (2), «γιά νά μή ζοῦν πλέον» κατά τόν ἴδιο Ἀπόστολο, «οἱ ζωντανοί πιστοί ζωή ἀτομική καί σαρκική, ἀλλά τή ζωή τοῦ Χριστοῦ πού γιά αὐτούς πέθανε καί ἀναστήθηκε». Ἀναγκαστικά, ἀπαιτεῖται νά λαμβάνεται ἀδιάκοπα καί τό συστατικό αὐτῆς τῆς ζωῆς, δηλαδή ἡ θεία Μετάληψη.
Σέ ἄλλο σημεῖο, λέει ἐπιτακτικά ὁ Κύριος· «Ἀμήν, ἀμὴν λέγω ὑμῖν. ᾽Εὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς» (Ἰωάν. στ΄ 53). Ἀπό τά λόγια αὐτά γίνεται φανερό ὅτι ἡ θεία Μετάληψη εἶναι τόσο ἀναγκαία γιά τόν Χριστιανό, ὅσο ἀναγκαῖο εἶναι καί τό ἅγιο Βάπτισμα. Τόν ἴδιο διπλό λόγο πού εἶπε γιά τό Βάπτισμα εἶπε καί γιά τή θεία Μετάληψη.
Γιά τό Βάπτισμα εἶπε· «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοί· ἐὰν μὴ γεννηθῆ ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ»  (Ἰωάν. γ΄ 15). Ὁμοίως καί γιά τή θεία Μετάληψη· «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν· ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς». Καθώς εἶναι ἀδύνατον, χωρίς τό Βάπτισμα, νά ζήσει κάποιος πνευματική ζωή καί νά σωθεῖ, κατά τόν ἴδιο τρόπο, εἶναι ἀδύνατο νά ζήσει κάποιος χωρίς
τή θεία Μετάληψη. Ὑπάρχει ὅμως μία διαφορά. Τό Βάπτισμα γίνεται μόνο μία φορά. Ἡ θεία Μετάληψη τελεῖται συνεχῶς καί κάθε μέρα. Ἀπό τά παραπάνω, ὀρθά συμπεραίνουμε ὅτι δύο στοιχεῖα εἶναι ἀπαραίτητα, ὅσον ἀφορᾶ τή θεία Μετάληψη. Τό ἕνα εἶναι πώς πρέπει νά λαμβάνεται, καί τό ἄλλο πώς πρέπει συνεχῶς νά λαμβάνεται.
Ὅταν ὁ Κύριος παρέδωσε αὐτό τό Μυστήριο στούς μαθητές του, δέν εἶπε συμβουλευτικά, «ὅστις θέλει νὰ φάγη τό σῶμα μου» καί «ὅστις θέλει ἄς πίῃ τὸ αἷμα μου» ὅπως ἀλλοῦ εἶπε «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν» καί «ἐὰν θέλῃς τέλειος εἶναι», ἀντιθέτως, φώναξε προστακτικά, «λάβετε φάγετε, τοῦτο μού ἐστι τὸ σῶμα», καί «πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτο ἐστί τὸ αἷμα μου», δηλαδή, ἀναπόφευκτα «πρέπει νά φᾶτε τό σῶμα μου καί ὁπωσδήποτε πρέπει νά πιεῖτε τό αἷμα μου». Καί λέει πάλι, «τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν» (Λουκ. κβ΄ 19), δηλαδή  «σᾶς παραδίδω αὐτό τό Μυατήριο γιά νά τό τελεῖτε ὄχι μία ἤ δύο ἤ καί τρεῖς φορές ἀλλά (ὅπως ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος) κάθε ἡμέρα, σέ ἀνάμνηση τῶν παθῶν, τοῦ θανάτου μου καί ὅλης μου τῆς οἰκονομίας».
Βλέπεις, λοιπόν, πώς αὐτοί οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου, φανερά, συνιστοῦν τά δύο ἀπαραίτητα στοιχεῖα τῆς θείας Κοινωνίας, τό ἕνα μέ τήν προσταγή πού περιέχουν καί τό ἄλλο μέ τή συνέχεια πού φανερώνει καί ἡ φράση «ποιεῖτε». Ἡ συγκεκριμένη λέξη δηλώνει μέ περισσότερη σαφήνεια πώς ἔντονα προσταζόμαστε ὄχι μόνο νά μεταλαμβάνουμε ἀλλά νά μεταλαμβάνουμε συνεχῶς. Ὁ καθένας τώρα βλέπει ὅτι ὁ ὀρθόδοξος, σέ ὅποια τάξη καί ἄν ἀνήκει, δέν ἐπιτρέπεται νά παραβαίνει αὐτές τίς ἐντολές. Ὑπόκειται μέ χρέος καί ἀνάγκη νά τά φυλᾶ ὁπωσδήποτε καί νά τά ἀποδέχεται ὡς δεσποτικές προσταγές καί θεσπίσματα.

Β΄. Οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι, τηρώντας τό προστακτικό παράγγελμα τοῦ Κυρίου μας, συγκεντρώνονταν μέ τήν πρώτη εὐκαιρία μέ ὅλους τους πιστούς σέ κρυφό τόπο, γιά τό φόβο τῶν Ἰουδαίων. Ἐκεῖ δίδασκαν τούς Χριστιανούς, προσεύχονταν καί τελώντας τό Μυστήριο κοινωνοῦσαν καί οἱ ἴδιοι καί ὅλοι οἱ συναθροισθέντες. Αὐτό τό μαρτυρεῖ καί ὁ εὐαγγελιοτής Λουκᾶς στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Λέει πώς οἱ τρεῖς χιλιάδες πού πίστεψαν στό Χριστό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καί βαπτίστηκαν ἦταν κοντά στούς Ἀποστόλους γιά νά ἀκοῦν τή διδασκαλία τους, νά ὠφελοῦνται, νά συμπροσεύχονται καί νά κοινωνοῦν τά ἄχραντα Μυστήρια, γιά νά ἁγιάζονται καί νά στερεώνονται καλύτερα στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ (3).
Ἐκεῖνο πού ἔκαναν τότε οἱ Ἀπόστολοι τό ἔγραψαν στόν ὄγδοο καί ἔνατο κανόνα τους, γιά νά ἀκολουθοῦν καί οἱ μεταγενέοτεθοι χριστιανοί αὐτήν τήν ἀναγκαία παράδοση τοῦ Κυρίου καί γιά νά μή λησμονηθεῖ κατά τό πέρασμα τῶν χρόνων. Προστάζουν, μέ ἀκριβή ἐξέταση καί μέ ἐπιτίμιο ἀφορισμοῦ, ὅταν γίνεται ἡ θεία Λειτουργία, νά μή μένει κανένας ἀκοινώνητος (4)· «ἐάν κάποιος, ὅταν γίνεται Λειτουργία, δέ μεταλάβει, νά πεῖ τό λόγο γιά τόν ὁποῖο δέ μετέλαβε.
Ἄν εἶναι ἡ αἰτία εὔλογη, ἄς συγχωρεῖται. Ἄν δέν τή λέει νά ἀφορίζεται».
Στόν ἔνατο κανόνα γράφουν (5): «ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ πιστοί πού πηγαίνουν οτήν Ἐκκλησία, ἀκοῦν τίς Γραφές καί δέν παραμένουν οὔτε στήν προσευχή, οὔτε στή θεία Κοινωνία γιά νά μεταλάβουν, πρέπει νά ἀφορίζονται ἀπό τήν ᾽Εκκλησία, γιατί προξενοῦν σ' αὐτήν ἀταξία».
Ὁ Βαλσαμών ἐξηγώντας τό συγκεκριμένο Κανόνα λέει (6): «ἡ προσταγή τοῦ παρόντα κανόνα εἶναι δριμύτατη καί πολύ αὐστηρή, ἐπειδή ἀφορίζει ὅσους ἐκκλησιάζονται χωρίς, νά μένουν ὡς τό τέλος καί νά μεταλαμβάνουν. Καί ἄλλοι κανόνες τῶν συνόδων προστάζουν τό ἴδιο πράγμα, δηλαδή νά εἶναι ὅλοι ἕτοιμοι καί ἄξιοι νά μεταλαμβάνουν».
Ἡ ἐν Ἀντιοχείᾳ Σύνοδος ἀκολουθώντας τούς ἱερούς Ἀποστόλους ἐπιβεβαιώνει ἀρχικά τόν κανόνα πού παραθέσαμε πιό πάνω καί ἔπειτα προσθέτει (7): «ὅλοι ἐκεῖνοι πού μπαίνουν στήν ἐκκλησία καί ἀκοῦν τίς ἱερές Γραφές καί δέ συμπροσεύχονται μέ τόν ὑπόλοιπο λαό ἤ ἀποστρέφονται τή θεία Μετάληψη πρέπει νά ἀφορίζονται. Ἡ πράξη αὐτή νά ἰθχύει ἕως ὅτου ἐξομολογηθοῦν, δείξουν καρπούς μετανοίας καί παρακαλέσουν. Τότε νά συγχωρηθοῦν».
Βλέπετε ἀδελφοί μου πώς ὅλοι οἱ χριστιανοί ὑπόκεινται σέ ἀνάγκη ἀφορισμοῦ καί πώς πρέπει νά μεταλαμβάνουν συχνά; Ὅτι εἶναι ἀναγκασμένοι νά κάνουν κάτι τέτοιο σέ κάθε Λειτουργία γιά νά μήν ἀφοριστοῦν ἀπό τούς ἱερούς Ἀποστόλους καί τήν ἁγία Σύνοδο;

Γ΄. Ἄν ἐξετάσουμε προσεκτικά τή θεία καί ἱερή Λειτουργία, βλέπουμε ὅτι ὁλόκληρη, ἀπό τήν ἀρχή ὡς τό τέλος, ἔχει ὡς σκοπό καί ἀναφορά τήν Κοινωνία τῶν συναθροιζόμενων πιστῶν χριοτιανῶν. Οἱ εὐχές πού διαβάζει μυστικά ὁ ἱερέας, οἱ ἐκφωνήσεις καί ὅλες οἱ ἱερολογίες, οἱ ἱεροπραξίες καί οἱ τάξεις πού γίνονται σέ αὐτήν τό φανερώνουν.
Στήν εὐχή (πού λέγεται γιά τούς πιστούς) γράφεται, «δὸς αὐτοῖς (τοῖς πιστοῖς) πάντοτε μετὰ φόβου καὶ ἀγάπης λατρεύειν σοι ἀνενόχως, καὶ ἀκατακρίτως μετέχειν τῶν ἁγίων σου Μυστηρίων». Στήν εὐχή πού ἀκολουθεῖ μετά τό τέλος τῶν Μυστηρίων γράφεται· «Ὥστε γενέσθαι τοῖς μεταλαμβάνουσιν εἰς νῆψιν ψυχῆς, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν», δηλαδή, «τά Ἅγια αὐτά νά ὁδηγήσουν ὅσους πιστούς κοινωνοῦν στήν κάθαρση τῆς ψυχῆς τους καί στήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τους». ῾Η εὐχή πού εἶναι πρίν τή Μετάληψη λέει, «καὶ καταξίωσον τῆ κραταιᾷ σου χειρὶ μεταδοῦναι ἡμῖν τοῦ ἀχράντου σώματός σου, καὶ τοῦ τιμίου αἵματος, καὶ δι' ἡμῶν παντὶ τῷ λαῷ», δηλαδή, «ἀξίωσέ μας, Κύριε, νά μᾶς μεταδώσεις μέ τό ἰσχυρό σου χέρι τό ἅγιό σου Σῶμα καί τό τίμιό σου Αἷμα καί ἀπό ἐμᾶς νά τό μεταδώσεις σέ ὅλο τό λαό σου».
Στίς ἐκφωνήσεις πάλι, ὁ ἱερέας φωνάζει στό λαό ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου, «Λάβετε, φάγετε, τοῦτό μού ἐστι τό σῶμα· καί πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτό ἐστι τό αἷμα μου». Κρατώντας στά χέρια του τό ἱερό ποτήρι μέ τό ζωοποιό Σῶμα καί Αἷμα, βγαίνει ἀπό τή θύρα τοῦ ἱεροῦ καί δείχνοντάς το στό λαό τόν προσκαλεῖ στή θεία Μετάληψη καί φωνάζει μεγαλόφωνα, «Μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε», δηλαδή, «νά ἔλθετε νά μεταλάβετε τά θεῖα μυστήρια
μέ φόβο Θεοῦ, μέ πίστη καί ἀγάπη».
Μετά τή Μετάληψη, ὁ ἱερέας καί ὁ λαός εὐχαριστοῦν τό Θεό γιά τή μεγάλη αὐτή χάρη μέ τήν ὁποία τούς ἀξίωσε. Ὁ λαός εὐχαριστεῖ λέγοντας, «πληρωθήτω τὸ στόμα ἡμῶν αἰνέσεώς σου Κύριε, ὅτι ἠξίωσας ἡμᾶς μετασχεῖν τῶν ἁγίων, ἀθανάτων καὶ ἀχράντων σου μυοτηρίων». Δηλαδή «ἄς γεμίσει, Κύριε, τό στόμα μας ἀπό τή δοξολογία σου, ἀφοῦ μᾶς ἀξίωσες νά μεταλάβουμε τά ἅγια καί ἀθάνατά σου Μυστήρια». Ὁ ἱερέας λέει· «Ὀρθοί, μεταλαβόντες τῶν θείων, ἁγίων, ἀχράντων καὶ ζωοποιῶν μυστηρίων, ἀξίως εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ», δηλαδή, «ἀδελφοί μου, ἐπειδή μεταλάβαμε ὅλοι μέ ὀρθή συνείδηση τά ἅγια καί ζωοποιά Μυστήρια, ἐλᾶτε νά εὐχαριοτήσουμε ὅλοι μαζί τόν Κύριο».
Θά μποροῦσε νά σκεφτεῖ κάποιος ὅτι καί ὁ χερουβικός ὕμνος πού ψάλλεται ἀπό τό λαό, εἶναι μία προετοιμασία γιά τή θεία Κοινωνία. Καί αὐτό ἐπειδή λέει ὅτι, «ὅλοι ἐμεῖς πού μυστικά εἰκονίζουμε τά πολυόμματα Χερουβείμ καί ψέλνουμε τόν Τρισάγιο ὕμνο στή Ζωοποιό Τριάδα, ἄς ἀπομακρύνουμε κάθε φροντίδα καί μέριμνα αὐτοῦ τοῦ κόσμου ἀπό τό μυαλό μας, γιατί πρόκειται νά ὑποδεχθοῦμε στήν ψυχή μας καί νά μεταλάβουμε τό Βασιλέα τοῦ παντός, πού ἀοράτως εἶναι περικυκλωμένος ἀπό τά τάγματα τῶν οὐρανίων ἀγγέλων».
Τό ἴδιο δηλώνει καί ἡ Κυριακή προσευχή πού ἀπαγγέλλεται μετά τή μετουσίωση τῶν Μυστηρίων. Μέ αὐτήν οἱ χριστιανοί ζητοῦν ἀπό τό Θεό καί Πατέρα νά τούς δώσει τόν ἐπιούσιο ἄρτο, πύ κυρίως εἶναι ἡ θεία Μετάλἠψη, ὅπως εἴπαμε στό πρῶτο μέρος τοῦ βιβλίου. Ἀκόμα καί τά ὀνόματα τῆς θείας Λειτουργίας, μέ τά ὁποῖα ἀποκαλεῖται ἐξαιρετική Κοινωνία καί Σύναξη, ἀναφέρονται ἀναγκαστικά μέ κάποιον τρόπο στή συχνή Μετάληψη. Ἡ Κοινωνία καί ἡ Σύναξη σημαίνουν ὅτι μέ τή Μετάληψη τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου, ὅλοι οἱ πιστοί συγκεντρώνονται, κοινωνοῦν, ἑνώνονται μέ τό Χριστό καί γίνονται ἕνα σῶμα καί ἕνα πνεῦμα μέ Αὐτόν.
Βασιζόμενοι σέ ὅλα αὐτά τά ἱερά σημεῖα τῆς θείας Λειτουργίας, σᾶς ζητῶ νά μοῦ πεῖτε ἀδελφοί μου, μέ φόβο Θεοῦ καί συνείδησης τῆς ψυχῆς σας, δέν εἶναι φανερό ὅτι οἱ χριστιανοί πού πηγαίνουν στή Λειτουργία εἶναι ὑποχρεωμένοι νά μεταλαμβάνουν συχνά; Δέν ἔχουν χρέος νά κάνουν κάτι τέτοιο, γιά νά φαίνεται πώς ἡ θεία Μετάληψη εἶναι κοινωνία, σύναξη, δεῖπνος καί γιά νά μή γίνονται παραβάτες ἐκείνων πού πιστεύουν καί ὁμολογοῦν; Ἐάν ὅμως δέ μεταλαμβάνουν, ὅπως ἄλλωστε παραδέχονται, φοβᾶμαι, πραγματικά φοβᾶμαι, μήπως γίνονται παραβάτες. Δέν ξέρω ἄν ἀκολουθοῦν τήν ἀληθινή τάξη καί ἐάν βρίσκονται στόν πρέποντα τόπο, ὁ ἱερέας πού προσκαλεῖ τούς πιστούς νά κοινωνήσουν καί οἱ ἱερολογίες, οἱ ἱεροπραξίες καί οἱ τάξεις πού τελοῦνται κατά τή θεία Λειτουργία. Αὐτό τό λέω ἐπειδή ὅλοι παραιτοῦνται ἀμέσως καί δέ βρίσκεται οὔτε ἕνας χριστιανός νά ἀνταποκριθεῖ σ' αὐτές τίς αἰτήσεις καί νά ὑπακούσει στό κάλεσμα τοῦ ἱερέα, ἤ γιά νά πῶ καλύτερα στό κάλεσμα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά γυρίζει πίσω μέ τά Ἅγια ἄπρακτος χωρίς κανένας νά Τόν καταδεχθεῖ καί νά πλησιάσει νά μεταλάβει.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἀκολουθώντας τούς ἱερούς Κανόνες τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί τῆς ἱερῆς Συνόδου πού ἀναφέραμε προηγουμένως καί στοχαζόμενος πώς ὅλες αὐτές οἱ ἱεροπραξίες τῆς θείας Λειτουργίας ἀποβλέπουν στό νά μεταλαμβάνουν οἱ πιστοί, κρίνει ὅτι εἶναι ἀνάξιοι ἀκόμα καί νά εἰσέλθουν στό ναό ὅσοι πηγαίνουν στή Λειτουργία καί δέν κοινωνοῦν. Λέει πώς (8) «βλέπω πολλούς πού μεταλαμβάνουν τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ ἁπλά καί ὅπως κάθε φορά τυχαίνει, κινούμενοι μόνο ἀπό μία συνήθεια καί ὄχι ἔχοντας ὀρθό λογισμό· διότι ὅταν φθάσει ὁ καιρός τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, ὁ καθένας ὅποιος καί ἄν εἶναι, εἴτε ἄξιος, εἴτε ἀνάξιος, μεταλαμβάνει. Ὁμοίως, κάνει τό ἴδιο καί ὅταν φθάσει ἡ ἡμέρα τῶν Θεοφανείων, ἄν καί αὐτός δέν εἶναι ὁ καιρός τῆς Μετάληψης.
Οὔτε τά Θεοφάνεια, οὔτε ἡ Σαρακοστή κάνουν τούς ἀνθρώπους ἄξιους νά κοινωνήσουν. Ἡ καθαρότητα τῆς ψυχῆς τούς κάνει ἄξιους. Μέ αὐτήν τήν καθαρότητα ἔχεις κάθε φορά τήν ἄδεια νά κοινωνήσεις. Ἄλλωοτε, ὁ ἀπόστολος Παῦλος, λέει «ὅσες φορές μεταλαμβάνετε, νά ἀναλογίζεσθε τό θάνατον καί τά πάθη τοῦ Κυρίου», δηλαδή  «νά θυμᾶστε τή σωτηρία σας καί τήν εὐεργεσία πού σᾶς ἔκανε ὁ Κύριος».
Σκέψου καλά μέ πόση ἀκρίβεια δροῦσαν ἐκεῖνοι πού ἔτρωγαν ἀπό τή θυσία τοῦ παλαιοῦ νόμου. Τί δέν ἔκαναν; Τί δέ μεταχειρίζονταν; Πάντοτε καθαρίζονταν. ᾽Εσύ πού θά κοινωνήσεις τέτοια θυσία τήν ὁποία καί οἱ ἄγγελοι τρέμουν, περικλείεις τήν καθαρότητα τῆς ψυχῆς σέ κάποια χρονικά διαστήματα. Πῶς θές νά σταθεῖς μπροστά στό βῆμα τοῦ Χριοτοῦ, ὅταν τολμᾶς καί μεταλαμβάνεις μέ χέρια καί χείλη ἀκάθαρτα καί ρυπαρά;
Βλέπω πώς ὑπάρχει μεγάλη ἀταξία στό θέμα τῆς θείας Κοινωνίας. Ἄν καί πολλές φορές εἶστε καθαροί, δέν κοινωνεῖτε τίς ἄλλες μέρες τοῦ χρόνου. Ὅταν ὅμως ἔρθει τό Πάσχα, ἀκόμα καί ἐάν ἔχετε κάνει κάποια ἁμαρτία, τολμᾶτε καί μεταλαμβάνετε. Ἀλίμονο στήν κακή συνήθειά σας καί στήν πρόληψη.
Μάταια γίνεται ἡ καθημερινή θεία Λειτουργία, ἀφοῦ δέ μεταλαμβάνετε. Μάταια στεκόμαστε μπροστά στό θυσιαστήριο ἀφοῦ κανένας δέν ἔρχεται νά κοινωνήσει. Αὐτά σᾶς τά λέω, ὄχι γιά νά κοινωνεῖτε ἁπλά καί κατά τύχη, ἀλλά γιά νά κάνετε τόν ἑαυτό σας ἄξιο.
Ἄνθρωπε, δέν εἶσαι ἄξιος νά μεταλάβεις; Δέν εἶσαι ἄξιος οὔτε καί τίς ὑπόλοιπες εὐχές τῆς θείας Λειτουργίας νά ἀκούσεις. Ἀκοῦς τό διάκονο πού οτέκεται καί φωνάζει, ὅσοι εἶστε σέ κατάσταση μετανοίας παρακαλέστε τό Θεό νά σᾶς συγχωρήσει. Ὅσοι δέν μεταλαμβάνουν βρίσκονται ἀκόμη οτό ἐπίπεδο τῆς μετανοίας γιά τίς ἁμαρτίες πού ἔχουν διαπράξει.
Λοιπόν, τί στέκεσαι; Ἄν ἀνήκεις στούς μετανοοῦντες δέν μπορεῖς νά μεταλάβεις, Γιατί ὅποιος δέ μεταλαμβάνει ἀνήκει στούς μετανοοῦντες.
Γιά ποιό λόγο φωνάζει ὁ διάκονος «ἐξέλθετε ὅσοι δέν μπορεῖτε νά δεηθεῖτε στόν Κύριο;» Καί ἐσύ πῶς στέκεσαι ἔτσι, μέ τόσο θράσος καί βαρβαρότητα; Ἐάν δέν ἀνήκεις στούς μετανοοῦντες ἀλλά σέ αὐτούς πού ἔχουν τήν ἄδεια νά μεταλάβουν, γιατί δέ φροντίζεις νά κοινωνήσεις; Γιατί δέ θεωρεῖς τή θεία Κοινωνία μεγάλο χάρισμα, ἀλλά τήν καταφρονεῖς;
Σέ παρακαλῶ, σκέψου. Τράπεζα βασιλική εἶναι ἕτοιμη. Ἄγγελοι ὑπηρετοῦν σ' αὐτήν. Ὁ ἴδιος ὁ Βασιλιάς εἶναι παρών καί ἐσύ στέκεσαι καί χασμουριέσαι; Ἀκάθαρτα εἶναι τά ἐνδύματα τῆς ψυχῆς σου, δέ σέ νοιάζει; Εἶναι καθαρά; Νά καθήσεις στήν τράπεζα καί νά φᾶς ἀπό τό δεῖπνο. Σέ κάθε θεία Λειτουργία, ὁ Κύριος ἔρχεται σέ ἐκείνους πού κάθονται στήν τράπεζα. Καί τότε, λέει στή συνείδηση τοῦ καθε- νός, «φίλοι, πῶς στέκεοτε ἐδῶ, μέσα στήν ᾽Εκκλησία, χωρίς νά ἔχετε ἔνδυμα γάμου·» Δέν λέει γιατί κάθισες στήν τράπεζα». Προτοῦ καθήσει κάποιος τοῦ λέει πώς δέν εἶναι ἄξιος οὔτε μέσα νά μπεῖ, δέν τόν ρωτᾶ «γιατί μπῆκες;»
Ὁ Χριστός φωνάζει τά ἴδια λόγια σέ ὅλους ἐμᾶς πού στεκόμαστε μέ ἀναίδεια καί αὐθάδεια, ἀφοῦ ὁ καθένας πού δέ μεταλαμβάνει συμπεριφέρεται μέ θράσος.
Γιά αὐτό τό λόγο, οἱ διάκονοι ἀπομακρύνουν πρῶτα ὅσους βρίσκονται σέ ἁμαρτία. Ὅπως δέν πρέπει νά παρευρίσκονται στό τραπέζι οἱ δοῦλοι πού ἔσφαλαν ὅταν θά προσέλθει σ' αὐτό ὁ ἀφέντης, τό ἴδιο συμβαίνει καί ἐδῶ ὅταν τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία καί θυσιάζεται ὁ ἀμνός καί τό πρόβατο τό δεσποτικό.
Νά ξέρεις πώς ἀνοίγει ὁ οὐρανός καί κατεβαίνουν οἱ ἄγγελοι, ὅταν ἀκοῦς «ἄς παρακαλέσουμε ὅλοι κοινῶς» καί ὅταν δεῖς ὅτι ἀνοίγουν τίς θύρες τοῦ ἱεροῦ Βήματος. Ὅπως δέν πρέπει νά εἶναι παρών κανένας ἀβάπτιστος, ἔτσι δέν μπορεῖ νά παρευρίσκεται κανένας βαπτισμένος μέν ἀλλά ταυτόχρονα ἀκάθαρτος καί ρυπαρός.
Πές μου κάτι, σέ παρακαλῶ. Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι καλοῦσαν κάποιον σέ ἕνα τραπέζι. Αὐτός πήγαινε ἐκεῖ νά πλύνει τά χέρια του, νά καθίσει καί φρόντιζε νά εἶναι ἕτοιμος γιά τό τραπέζι. Ἔπειτα ὅμως, δέν ἔτρωγε. Αὐτός δέν προσέβαλε τόν βασιλιά πού τόν κάλεσε; Δέ θά ἦταν καλύτερα νά μήν εἶχε πάει καθόλου; Τό ἴδιο ἔκανες καί σύ. Ἦρθες στήν τράπεζα, ἔψαλλες μέ τούς ὑπόλοιπους τόν ὕμνο καί ὁμολόγησες πώς εἶσαι ἄξιος νά κοινωνήσεις ἀφοῦ δέν ἔφυγες μαζί μέ τούς ἀνάξιους. Πῶς, λοιπόν, ἔμεινες καί δέ μεταλαμβάνεις ἀπό τήν τράπεζα;
Λές ὅτι εἶσαι ἀνάξιος. Τότε, ὅμως, εἶσαι ἀνάξιος καί νά ἀκούσεις ἀκόμα ἐκεῖνες τίς ἅγιες εὐχές, ἐπειδή τό Ἅγιο Πνεῦμα κατεβαίνει ὄχι μόνο κατά τά Μυστήρια ἀλλά καί κατά τή διάρκεια ἐκείνων τῶν ψαλμωδιῶν. Δέ βλέπεις πώς οἱ δοῦλοι τῶν κυρίων πλένουν πρῶτα τήν τράπεζα, καθαρίζουν τό σπίτι καί μετά τοποθετοῦν τά πιάτα; Τό ἴδιο γίνεται καί μέ τίς εὐχές. Πλένουμε σάν μέ σφουγγάρι τήν Ἐκκλησία, μέ τή φωνή τοῦ διακόνου. Ἔτσι, τά Μυστήρια θά τελεστοῦν σέ καθαρή Ἐκκλησία καί δέ θά βρεθεῖ μολυσμός. Οἱ ἀκάθαρτοι ὀφθαλμοί εἶναι ἀνάξιοι νά βλέπουν τέτοια θεάματα. Τά μολυσμένα αὐτιά εἶναι ἀνάξια νά ἀκοῦν αὐτές τίς ψαλμωδίες, διότι ἔτσι προστάζει ὁ νόμος· ἔπρεπε νά λιθοβολεῖται ἀκόμα καί τό ἄγριο ζῶο πού θά πλησίαζε τό ὄρος τοῦ Σινᾶ. Οἱ Ἰσραηλῖτες ἦταν τόσο πολύ ἀνάξιοι πού δέν τούς ἐπέτρεψε νά σταθοῦν οὔτε κάτω, στίς παρυφές τοῦ ὄρους, ἄν καί ὕστερα πλησίασαν καί εἶδαν τόν τόπο πού ἦρθε ὁ Θεός.
Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά σένα, χριστιανέ. Ἄν δέν εἶσαι ἄξιος, μετά τή θεία Λειτουργία, νά πλησιάσεις καί νά δεῖς τό Θεό, τότε νά φεύγεις καλύτερα μαζί μέ τούς κατηχούμενους, γιατί δέν ἔχεις τίποτα περισσότερο ἀπό αὐτούς. Γιατί, τό νά σφάλλει κάποιος ἀπέναντι στό Θεό πρίν βαπτισθεῖ, δέν ἔχει τήν ἴδια βαρύτητα μέ τό νά σφάλλει κάποιος ἀφοῦ βαπτιστεῖ κάνοντας τόν ἑαυτό του ἀνάξιο τῆς θείας Κοινωνίας. Ἔχω νά σᾶς πῶ περισσότερα καί πιό φοβερά ἀπό αὐτά. Δέ θέλω ὅμως νά βαρυφορτώσω τό νοῦ σας. Φθάνουν καί αὐτά. Ἐκεῖνοι πού δέν ἔχουν σωφρονιστεῖ μέ ὅσα ἔχω πεῖ οὔτε καί μέ περισσότερα μποροῦν νά συνετιστοῦν.
Γιά νά μήν κατακριθεῖτε, λοιπόν, περισσότερο, σᾶς παρακαλῶ νά ἔρχεστε στή θεία Λειτουργία καί νά γίνεστε ἄξιοι καί ἕτοιμοι, ὅταν ἔρχεστε, νά μεταλαμβάνετε.
Πές μου, σέ παρακαλῶ. Ἄν κάποιος Βασιλιάς δώσει τήν ἐντολή «ὅποιος κάνει αὐτό τό κακό ἄς μήν πλησιάσει νά φάει ἀπό τήν τράπεζά μου», δέ θά βάλετε ὅλα σας τά δυνατά νά προφυλάξετε τούς ἑαυτούς σας γιά νά λάβετε αὐτήν τήν τιμή; Ὁ ἱερέας μᾶς καλεῖ νά μεταλάβουμε καί ἐμεῖς ἀμελοῦμε, ἀργοποροῦμε καί δέν τρέχουμε γρήγορα νά λάβουμε αὐτήν τήν ὑψηλή χάρη; Ποιά ἄλλη ἐλπίδα σωτηρίας μᾶς ἀπομένει; Δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι μᾶς ἐμποδίζει ἡ ἀσθένεια ἤ ἡ φύση μας. Ἡ ἀμέλειά μας μᾶς κάνει ἀνάξιους.
Ἀκοῦς ἀδελφέ μου, τί λέει αὐτός ὁ μέγας διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας; Πώς ὅσοι δέν εἶναι ἕτοιμοι νά μεταλάβουν χωρίς νά ἔχουν κάποιο ἐμπόδιο, αὐτοί δέν εἶναι ἄξιοι οὔτε στή Λειτουργία νά πᾶνε.
Τί ἀπαντᾶς; «Ἐπειδή ἔτσι εἶναι τά πράγματα, δέν πάω καθόλου στή Λειτουργία».
Ὄχι, ἀδελφέ μου, ὄχι. Οὔτε αὐτό σοῦ ἐπιτρέπεται νά κάνεις, γιατί ἀφορίζεσαι σύμφωνα μέ τήν ἁγία, οἰκουμενική Πενθέκτη Σύνοδο πού ὁρίζει (9)· «ὅποιος ἐνῶ βρίσκεται σέ πόλη, δέν πάει τρεῖς Κυριακές στήν ᾽Εκκλησία νά καθαιρεῖται ἐάν εἶναι κληρικός, καί νά ἀφορίζεται ἐάν εἶναι λαϊκός». Τό ἴδιο ὁρίζει καί ἡ ἐν Σαρδικῆ ἁγία καί ἱερή τοπική Σύνοδος στόν ἑνδέκατο κανόνα της.
Ἀγαπητέ μου, ὑπόκεισαι στό ἐπιτίμιο τοῦ ἀφορισμοῦ, ἐάν δέν κάνεις καί τά δύο, νά πηγαίνεις δηλαδή στή θεία Λειτουργία καί, ἐάν δέν ἔχεις ἐμπόδιο, νά ἑτοιμάζεσαι ὅσο μπορεῖς περισσότερο νά κοινωνεῖς. Οὔτε τό ἕνα μπορεῖς νά παραβεῖς οὔτε τό ἄλλο.
Κατ' αὐτόν τόν τρόπο ἐνεργώντας, φυλᾶς ὅλες τίς ἱεροπραξίες τῆς θείας Λειτουργίας, πού ἀναφέραμε προηγουμένως. Ταυτόχρονα, δέν παραβαίνεις τήν τάξη πού παρέλαβε ἡ ᾽Εκκλησία μας ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριό μας, ἀπό τούς Ἀποστόλους, τίς Συνόδους καί ἀπό τούς κατά μέρος ἁγίους. Ἡ τάξη εἶναι ἡ ἑξῆς· νά διαμελίζεται ὁ ἅγιος Ἄρτος σέ κάθε θεία Λειτουργία καί νά προσέρχονται ὅσοι πιστοί δέν
κωλύονται νά κοινωνοῦν.
Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Θεσσαλονίκης λέει ὅτι (10) «ἡ θεία Λειτουργία εἶναι μία ἱερή τελετή πού ἀποσκοπεῖ στό νά ἱερουργηθεῖ τό πανάγιον Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Χριστοῦ καί νά δοθεῖ γιά νά Τό μεταλάβουν ὅλοι οἱ πιστοί. Αὐτός εἶναι ὅλος ὁ σκοπός καί ἡ ὁλοκλήρωση τῆς Λειτουργίας, τό νά κοινωνήσουν οἱ πιστοί.
Ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας, ὁ ἐπίσκοπος Δυρραχίου, γράφει (11): «τό ἔργο τῆς θείας Λειτουργίας εἶναι τό νά μετουσιωθοῦν ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ· τέλος τό νά ἁγιασθοῦν οἱ πιστοί μέσω τῆς θείας Κοινωνίας».
Ὁ σοφός Ἰώβ (τόν ὁποῖο ὁ Μέγας Φώτιος μαρτυρεῖ στή Μυριόβιβλότου) στό «Περί Μυοτηρίων» λέειτά ἑξῆς (12): «ὅλη ἡ θεία Λειτουργία ἐννοεῖται καί ἀναφέρεται στήν Κοινωνία τῶν Μυστηρίων, ἐπειδή αὐτό εἶναι τό τέλος, ὁ σκοπός καί τό ἔργο της, τό νά κοινωνήσουν οἱ πιοτοί τά ζωοποιά καί φρικτά Μυστήρια.
Ὁ Γαβριήλ ὁ Φιλαδελφείας λέει στό «Περί Μυστηρίων» ὅτι ἡ θεία Λειτουργία τελεῖται γιά τρεῖς αἰτίες.
Πρῶτον πρός δόξα, αἶνο τοῦ Θεοῦ καί Σωτήρα μας καί πρός μνήμη τοῦ θανάτου καί τῆς Ἀνάστασής Του, ὅπως καί ὁ ἴδιος εἶπε, «τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν».
Δεύτερον, ὑπέρ ἀναπαύσεως καί ἁγιασμοῦ τῶν ψυχῶν τῶν κεκοιμημένων εὐσεβῶν ὀρθόδοξων χριστιανῶν.
Τρίτον, ὑπέρ τῶν ζώντων. Ὅταν λοιπόν τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία πρός δόξα, αἶνο καί ἀνάμνηση τοῦ θανάτου καί τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου μας, οἱ πιστῶς κεκοιμημένοι λαμβάνουν ἀνάπαυση καί ἁγιασμό ἀπό τό Θεό, ὅσο βέβαια αὐτό εἶναι δυνατόν. Ἀπορῶ πῶς μποροῦν νά ἁγιασθοῦν οἱ ζωντανοί πιστοί πού δέ μεταλαμβάνουν τά θεῖα Μυστήρια κατά τή θεία Λειτουργία.
Ὁ ἱερός Καβάσιλας λέει πώς δέν ἁγιάζονται. Ἄκουσε τά λόγια του (13), «ὁ Κύριος πάντοτε ἐπιθυμεῖ καί ἀγαπᾶ νά ἁγιάζει καί νά μεταδίδει τόν ἑαυτό του στόν καθένα. Ἄν οἱ ψυχές τῶν προσερχομένων εἶναι ἕτοιμες γιά νά κοινωνήσουν, τί μπορεῖ νά τίς χωρίσει ἀπό τή θεία Μετάληψη; Τίποτα βέβαια.
Θά μποροῦσε νά πεῖ κάποιος· «ἄν ἕνας χριστιανός ἐνῶ εἶχε προετοιμάσει τήν ψυχή του, δέν ἤθελε νά κοινωνήσει, μπορεῖ νά ἀπολαύσει τόν ἁγιασμό ἀπό τά Μυστήρια ὅπως οἱ κοιμηθέντες»; Ἡ ἀπάντηση εἶναι πώς δέν μπορεῖ ὁ καθένας νά τόν ἀπολαύσει παρά μόνο ἐκεῖνος πού σωματικά δέν μπορεῖ νά πάει νά μεταλάβει, ὅπως συμβαίνει μέ τίς ψυχές τῶν κεκοιμημένων.
Ἐάν κάποιος ἐνῶ μποροῦσε νά πάει νά κοινωνήσει, δέν προσῆλθε, δέν μπορεῖ καθόλου νά ἀπολαύσει τόν ἁγιασμό τῶν Μυστηρίων. Αὐτό συμβαίνει, ὄχι ἐπειδή ἁπλά δέν πῆγε, ἀλλά γιατί ἐνῶ μποροῦσε νά πάει, τόν περιφρόνησε ἤ ἀμέλησε καί δέν πῆγε».
Ὄχι μόνο ὅσα ἔχουμε πεῖ ὡς τώρα ὑποχρεώνουν κάθε χριστιανό πού δέν κωλύεται νά μεταλαμβάνει συνεχῶς, ἀλλά καί ἡ ἴδια ἡ θεία Μετάληψη καί Κοινωνία, ἄν τό σκεφτοῦμε, ἑλκύει τόν καθένα νά τήν ἀπολαμβάνει διαρκῶς γιατί εἶναι ἕνα συστατικό τῆς ζωῆς τῆς ψυχῆς μας. Ἄς δοῦμε ὅμως τί σημαίνει αὐτό.
Οἱ σχολαστικοί θεολόγοι τήν ὀνομάζουν συστατικό, ἐπειδή εἶναι κάτι ἄνευ τοῦ ὁποίου εἶναι ἀδύνατον νά γίνει ἐκεῖνο πού πραγματικά συμβαίνει. Λόγου χάρη συστατικό στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἀναπνοή γιατί χωρίς αὐτήν εἶναι ἀδύνατον νά ζήσει. Τό ἴδιο ἀναγκαία γιά τή σύσταση τοῦ σώματος εἶναι καί ἡ τροφή. Ὅσο ἀπαραίτητη εἶναι ἡ ἀναπνοή γιά τή ζωή καί ἡ τροφή γιά τή σύσταση τῆς φύσης τοῦ σῴματος, τόσο ἀναγκαία εἶναι καί ἡ συχνή θεία Κοινωνία γιά τή ζωή τῆς ψυχῆς καί γιά τή σύσταση τῆς οὐσίας της ἤ μᾶλλον ἀσύγκριτα περισσότερο ἀναγκαία.
Ἄς ἔρθει οτή μέση καί ὁ Μέγας Βασίλειος, ἡ βάση τῶν ὀρθῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας, νά μᾶς τό πεῖ. Λέει πώς (14), ἡ θεία Κοινωνία εἶναι ἀναγκαία γιά νά ἀπολαύσει κάποιος τήν αἰώνια ζωή. Αὐτός πού ἀναγεννήθηκε μέ τό Βάπτισμα εἶναι ἀπαραίτητο νά τρέφεται μέ τήν Κοινωνία τῶν ἁγίων Μυστηρίων. Ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι ἔχουμε τήν ἀνάγκη νά λαμβάνουμε τήν τροφή τῆς αἰώνιας ζωῆς πού μᾶς παρέδωσε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος. Ὅταν μία γυναίκα ἡ
Καισαρία, ἡ Πατρικία, τόν ρώτησε, ἀπάντησε σέ μία ἐπιστολή τά ἑξῆς: «Εἶναι καλό καί ὠφέλιμο νά κοινωνεῖ κάποιος κάθε μέρα καί νά μεταλαμβάνει τό Σῶμα καί τό Αἶμα τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδή ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέει «ὅστις τρώγει τήν σάρκα μου καί πίνει τό αἷμα μου, ἔχει ζωήν αἰώνιον».
Ποιός ἀμφιβάλλει ὅτι τό νά μεταλαμβάνει κάποιος συνεχῶς τή ζωή δέν εἶναι τίποτα ἄλλο ἀπ' τό νά ζεῖ ποικιλοτρόπως, δηλαδή νά ζεῖ μέ ὅλες του τίς ψυχικές καί σωματικές δυνάμεις καί αἰσθήσεις;»
Ὁ μοναχός Ἰώβ ὁ Ὁμολογητής λέει ὅτι 85 «εἶναι δίκαιο καί πρέπον συνεχῶς καί πολλές φορές νά ἁγιάζεται ὁ χριστιανός μέ τή θεία Μετάληψη. Περισσότερο νά προστρέχει σ' Αὐτήν καί πιό πολύ νά ἀγαπᾶ νά μεταλαμβάνει ἀπ' τό νά ἀναπνέει. Γιά αὐτό τό λόγο ὁ καθένας ἔχει τήν ἄδεια συνέχεια νά κοινωνεῖ. Οἱ ἄξιοι δέν ἐμποδίζονται νά κοινωνοῦν καί καθημερινά ἄν εἶναι δυνατόν.
Ὁ Γεννάδιος, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, παριστάνει μέ μεγάλη σοφία πόσο ἀπαραίτητη εἶναι ἡ ἁγία Μετάληψη γιά τό χριστιανό λέγοντας ὅτι (16), «ἡ ἁγία Κοινωνία προξενεῖ σ' αὐτούς πού μεταλαμβάνουν μεγάλη προκοπή στήν κατά Χριοτόν ζωή. Γιατί, ὅ,τι ἐπιφέρει στό σῶμα ἡ λήψη τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου, τό ἴδιο προκαλεῖ στήν ἄυλη ψυχή, μυστικά καί ἀόρατα, τό Σῶμα τοῦ Κυρίου. Ὅπως ὁ ἄρτος συνιστᾶ καί τρέφει τό ἀνθρώπινο σῶμα, ἔτσι καί τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ τρέφει καί συντηρεῖ τήν ψυχή μας. Ὅπως μέ τό ἅγιο Βάπτισμα ἀναγεννιόμαστε καί λαμβάνουμε τήν οὐσία τῆς χάριτος στή θέση τοῦ εἶναι τῆς ἁμαρτίας πού εἴχαμε ὡς τότε, παρομοίως ὅταν τρεφόμαστε μέ τή θεία Κοινωνία αὐξάνουμε στή χάρη τοῦ Θεοῦ καί προκόβουμε. Ἡ φυσική θερμότητα τοῦ σώματος μπορεῖ νά καταξηράνει τή φυσική ὑγρότητα ἄν αὐτή δέν ἐνισχύεται ἀπό τήν τροφή· (γι' αὐτό μέ τό φαγητό καί τό ποτό διαφυλάσσεται ἡ σύσταση τοῦ σώματος καί ἀναπληρώνονται τά ὑγρά πού ἀφυδατώθηκαν ἀπό τή θερμότητα. Εἶναι ἀδύνατον γιά τόν ἀνθρώπινο ὀργανισμό νά ἐπιβιώσει ἔστω καί γιά λίγο χρονικό διάστημα μέ ἄλλο τρόπο).
Ὁμοίως καί ἡ θέρμη τῆς κακίας κατατρώει τήν ψυχή ἀφοῦ καταξηραίνει τήν ποιότητα τῆς εὐλάβειας. Θά μποροῦσε νά ἀφανίσει ἐντελῶς τήν ψυχή ἐάν αὐτή δέ μεταλάμβανε κάποια πνευματική τροφή πού ἐναντιώνεται στή φθοροποιό δύναμη τῆς πονηρίας, ἐνῶ παράλληλα ἀνανεώνει καί αὐξάνει σέ μᾶς τά χαρίσματα καί τίς δωρεές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τό Σῶμα τοῦ Χριοτοῦ, δηλαδή ἡ θεία Κοινωνία, ἀφοῦ τρέφει τό σώμα, ὅσο αὐτό εἶναι ἑνωμένο μέ τή θεία φύση, καθαρίζει καί ἁγιάζει ἐκείνους πού μεταλαμβάνουν. Μᾶς χαρίζει πλουσιοπάροχα τήν πνευματική τροφή. Τρεφόμενοι μ' αὐτήν τόσο καλά, βρίσκουμε τήν πνευματική μας ὑγεία καί καθαρότητα. Ἀπό τή συγκεκριμένη πνευματική καθαρότητα ἀλλά καί ἀπό τόν Παράδεισο μᾶς ἔβγαλε ἡ
γεύση τοῦ ἀπαγορευμένου δένδρου.
Ἐμεῖς πού μέ τή σωματική τροφή χάσαμε ἐκείνη τήν πρώτη καθαρότητα καί ὑγεία ἔπρεπε πάλι μέ τή σωματική τροφή νά τήν ἐπανακτήσουμε καί νά θεραπευθοῦν τά ὅμοια μέ τά ὅμοια καί τά ἐνάντια μέ τά ἐνάντια. Ὑλική τροφή ἦταν ἐκείνη πού μᾶς κατέστρεψε στόν Παράδεισο, ἀλλά ὑλική τροφή εἶναι καί ἡ θεία Κοινωνία ἡ ὁποία τώρα μᾶς διαφυλάσσει. Ὁμοίως εἶναι καί ἡ ζωή καί ἡ ὑγεία πού τότε ἐφθάρη ἀλλά τώρα φυλάσσεται.
Ὁ Θεός μᾶς ἐμποδίζει νά φᾶμε ἐκεῖνο τόν καρπό, ἀλλά Αὐτός ὁ Ἴδιος μᾶς δίνει τή θεία Μετάληψη καί μᾶς παρακινεῖ νά προσέλθουμε σέ αὐτήν. Ὁ πονηρός δαίμονας μᾶς δίδαξε τήν τροφή ἐκείνη. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τώρα εἶναι ὄχι μόνο διδάσκαλος τῆς θείας Κοινωνίας καί σύμβουλος ἀλλά ὁ Ἴδιος ἔγινε ὑπηρέτης της καί μᾶς τή χάρισε. Τόν καρπό ἐκεῖνο τόν ἅρπαξε ὁ Ἀδάμ ὡς κλέφτης ἐνῶ γιά τή λήψη τῆς θείας Μετάληψης παρακινούμαστε ἀπό τό Θεό καί προσταζόμαστε φανερά νά τή γευθοῦμε. Στήν πρώτη κρυβόταν τό φαρμάκι τῆς παράβασης, στή θεία Κοινωνία κρύβεται ὁ ἀναρίθμητος θησαυρός τῶν ἀγαθῶν.
Ἀδελφοί μου, ἀφοῦ ἀποδείχθηκε ἀπό τίς μαρτυρίες πού ἀναφέραμε ὡς τώρα ὅτι εἶναι ἀναγκαία στούς μή κωλυόμενους Χριστιανούς ἡ συχνή θεία Μετάληψη, εἶναι ἀπαραίτητο νά κοινωνοῦμε καί ἐμεῖς συχνά, γιά νά ἔχουμε μέσα μας τή ζωή, πού εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, γιά νά μήν ὑποστοῦμε τόν ψυχικό θάνατο. Ὅσοι δέν τρέφονται συχνά ἀπό αὐτήν τήν πνευματική τροφή, βεβαίως πεθαίνουν. Ἄν καί φαίνονται πώς ζοῦν σωματικά, ψυχικά εἶναι νεκροί, γιατί ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τήν πνευματική καί ἀληθινή ζωή πού δίνει ἡ ἁγία Μετάληψη.
Τό βρέφος, ὅταν γεννηθεῖ, κλαίει καί ζητᾶ μέ μεγάλη προθυμία τήν τροφή καί τό γάλα του. Ἄν χωρίς νά θηλάσει, δέν ἔχει ὄρεξη, τότε αὐτό δείχνει ὅτι εἶναι ἄρρωστο καί κινδυνεύει νά πεθάνει. Ἔτσι καί ἐμεῖς πρέπει νά εἴμαστε πρόθυμοι νά θηλάζουμε τή θεία Κοινωνία ὡς πνευματική τροφή γιά νά ζωοποιούμαστε. Εἰδάλλως κινδυνεύουμε νά νεκρωθοῦμε ψυχικά.
Γιά αὐτό τό λόγο ὁ θεῖος Χρυσόστομος λέει (17)· «τἀφοῦ ὁ Κύριος μέ τόση τιμή καί ἀγάπη μᾶς ἔκανε ἄξιους νά μεταλαμβάνουμε τό Σῶμα καί τό Αἷμα Του, ἄς μήν τό ἀμελοῦμε.
Δέ βλέπετε μέ πόση προθυμία τά μικρά παιδιά ἁρπάζουν τό μαστό τῆς μητέρας τους; Μέ πόση ὁρμή βάζουν σ' αὐτό τά χείλη τους; Μέ τόση προθυμία πρέπει καί ἐμεῖς νά πλησιάζουμε αὐτή τήν ἁγία Τράπεζα καί τό μαστό τοῦ πνευματικοῦ ποτηρίου γιά νά μεταλαμβάνουμε, ἤ μᾶλλον γιά νά τό ποῦμε καλύτερα, μέ περισσότερη προθυμία σάν θηλάζοντα νήπια ἄς θηλάζουμε τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπό τή θεία Κοινωνία. Μία νά εἶναι ἡ λύπη μας, τό νά μή μεταλαμβάνουμε αὐτή τή ζωοποιό Τροφή.
***

1. «τὸ πνεῦμα μὴ σβέννυτε» (Α΄ Θεσσ. ε΄ 19).

2. «ἵνα οἱ ζῶντες μηκέτι ἑαυτοῖς ζώσιν, ἀλλὰ τῷ ὑπὲρ αὐτῶν ἀποθανόντι καί ἐγερθέντι».

3. «ἦσαν προσκαρτεροῦντες τῆ διδαχῆ τῶν Ἀποστόλων καί τῇ κοινωνίᾳ καί τῆ κλάσει τοῦ ἄρτου καί ταῖς προσευχαῖς» (Πράξ. β΄ 42).

4. «εἴ τις, προσφορᾶς γενομένης, μὴ μεταλάβοι τὴν αἰτίαν εἰπάτω· καί, ἐὰν εὔλογος ᾖ, συγγνώμης τυγχανέτω, εἰδὲ μὴ λέγοι, ἀφοριζέσθω» (Κανών η΄, Πηδάλιον, ἐκδ. Ρηγοπούλου, σελ. 11).

5. «Πάντας τοὺς εἰσιόντας πιστοὺς καὶ τῶν γραφῶν ἀκούοντας, μὴ παραμένοντας δὲ τῇ προσευχῆ καὶ τῇ ἁγία μεταλήψει, ὡς ἀταξίαν ἐμποιοῦντας τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀφορίζεσθαι χρή»  (Κανών θ΄, Πηδάλιον, ἐκδ. Ρηγοπούλου, σελ. 11-12).

6. « τοῦ παρόντος κανόνος διορισμὸς δριμύτατός ἐστιν· ἀφορίζει γὰρ τοὺς ἐκκλησιάζοντας καὶ μὴ παραμένοντας μέχρι τέλους, μηδὲ μεταλαμβάνοντας. Καί ἄλλοι δὲ κανόνες παρομοίως διορίζονται, πάντας ἑτοίμους εἶναι καὶ ἀξίους τῆς Μεταλήψεως»  (Πηδάλιον, ἐκδ. Ρηγοπούλου, σελ.12).

7. «Πάντας τοὺς εἰσιόντας εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἱερῶν γραφῶν ἀκούοντας, μὴ κοινωνοῦντας δὲ εὐχῆς ἅμα τῷ λαῷ, ἀποστρεφομένους τὴν Μετάληψιν τῆς εὐχαριστίας κατά τινα ἀταξίαν, τούτους ἀποβλήτους γίνεσθαι τῆς Ἐκκλησίας, ἕως ἄν ἐξομολογησάμενοι καὶ δείξαντες καρποὺς μετανοίας καί παρακαλέσαντες, τυχεῖν δυνηθῶσι συγγνώμης  (Κανών γ΄, Πηδάλιον, ἐκδ. Ρηγοπούλου, σελ. 407).

8. «πολλοὺς ὁρῶ τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ μετέχοντας ἁπλῶς και ὡς ἔτυχε, καὶ συνηθείᾳ μᾶλλον καί νόμῳ λογισμῷ καί διανοίᾳ. Ἄν ἐπιστῇ φησίν, τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς καιρός, οἷος ἂν τις, μετέχει τῶν μυστηρίων· ἄν ἐπιοτῇ τῶν Θεοφανείων ἡμέρα, καί τοι καιρὸς οὐ τοῦτο προσόδου· οὐ γὰρ Ἐπιφάνεια, οὐδὲ Τεσσαρακοστὴ ποιεῖ ἀξίους τοῦ προσιέναι, ἀλλὰ ψυχῆς εἰλικρίνεια και καθαρότης· μετὰ ταύτης ἀεί πρόσιθι, χωρὶς ταύτης, μηδέποτε· ὁσάκις γάρ φησι, τοῦτο ποιεῖτε, τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλετε, τουτέστιν ὑπόμνησιν ποιεῖτε τῆς σωτηρίας τῆς ὑπὲρ ὑμῶν, τῆς εὐεργεσίας τῆς ἐμῆς. Ἐννόησον, οἱ τῆς θυσίας μετέχοντες τῆς παλαιᾶς, πόσῃ ἐκέχρηντο τῇ φειδοῖ, τὶ γὰρ οὐκ ἔπραττον; Τὶ δὲ οὐκ ἐποίουν; Πάντοτε ἐκαθαίροντο, σὺ δὲ θυσίᾳ προσιών, ἣν καί Ἄγγελοι φρίττουσι, καιρῶν περιόδοις τὸ πρᾶγμα ὁρίζεις; Καὶ πῶς παραοτήση τῷ βήματι τοῦ Χριοτοῦ μιαραῖς χερσί καί χείλεσι κατατολμῶν αὐτοῦ τοῦ Σώματος;
Πολλὴν ὁρῶ τοῦ πράγματος τὴν ἀνωμαλίαν, ἐν μὲν τοῖς ἄλλοις καιροῖς, καί καθαροί πολλάκις ὄντες οὐ προσέρχεσθε· ἐν δὲ τῷ Πάσχᾳ, κἂν τι τετολμημένον ὑμῖν, πρόσιτε· τῆς συνηθείας! τῆς προλήψεως! Εἰκῇ θυσία καθημερινή εἰκῆ παρεστήκαμεν τῷ θυσιαστηρίῳ οὐδείς μετέχων. Ταῦτα, οὐχ' ἵνα ἁπλῶς μετέχητε, λέγω, ἀλλ' ἵνα ἀξίους ἑαυτοὺς κατασκευάζητε.
Οὐκ εἶ τῆς θυσίας ἄξιος, οὐδὲ τῆς Μεταλήψεως; Οὐκοῦν οὐδὲ τῆς εὐχῆς, ἀκούεις ἑστῶτος τοῦ κήρυκος καί λέγοντος, ὅσοι ἐν μετανοίᾳ δεήθητε πάντες, ὅσοι μὴ μετέχουσιν, ἐν μετανοίᾳ εἰσί, τί στήκεις; Εἰ τῶν ἐν μετανοίᾳ εἶ, μετασχεῖν οὐκ ὀφείλεις, γὰρ μὴ μετέχων, τῶν ἐν μετανοίᾳ ἐστί· τίνος οὖν ἕνεκεν λέγει, προσέλθετε οἱ μὴ δυνάμενοι δεηθῆναι, σὺ δὲ ἔστηκας ἰταμῶς; Ἀλλ' οὐκ εἰ τούτων, ἀλλὰ τῶν δυναμένων μετέχειν, καὶ οὕτως οὐδὲν φροντίζεις; Οὐδὲν γῆ τό πρᾶγμα; Σκόπει, παρακαλῶ.
Τράπεζα πάρεστι βασιλική, Ἄγγελοι διακονοῦντες τῆ τραπέζη, αὐτός πάρεοτιν Βασιλεύς, καὶ σὺ ἕστηκας χασμώμενος; Ρυπαρά σοιτὰ ἱμάτια, καί οὐδείς σοι λόγος; Ἀλλὰ καθαρά ἐστιν; Οὐκοῦν ἀνάπεσον καὶ μέτεχε, ἔρχεται καθ' ἑκάστην ἰδεῖν τοὺς ἀνακειμένους, πᾶσι διαλέγεται, καί νῦν ἐν τῷ συνειδότι ἐρεῖ, ἑταῖροι, πῶς ἑστήκατε ὧδε μὴ ἔχοντες ἔνδυμα γάμου; Οὐκ εἶπε διατί ἀνέπεσας; Ἀλλὰ πρὸ τῆς κατακλίσεως καὶ τῆς εἰσόδου ἀνάξιον αὐτὸν εἶναι φησιν· οὐ γὰρ εἶπε διατί κατεκλίθης, ἀλλὰ τὶ εἰσῆλθες; Ταῦτα καὶ νῦν πρὸς ἅπαντας ἡμᾶς διαλέγεται, τοὺς ἀναισχύντως καὶ ἰταμῶς ἐστῶτας· πᾶς γὰρ μὴ μετέχων τῶν μυστηρίων ἀναισχύντως καί ἰταμῶς ἕοτηκε· διὰ τοῦτο πρότεροι ἐκβάλλονται οἱ ἐν ἁμαρτήμασι.
Καθάπερ γάρ, ἐπὶ τραπέζης παραγενομένου τοῦ Δεσπότου, οὐ δεῖ τοὺς προσκεκρουκότας τῶν οἰκετῶν παρεῖναι, ἀλλ' ἐκποδὼν γίνονται, οὕτω δὴ καὶ ἐνταῦθα προσφερομένης τῆς θυσίας καί τοῦ ἀμνοῦ τεθειμένου καὶ τοῦ προβάτου τοῦ δεσποτικοῦ, ὅταν ἀκούσης· δεηθῶμεν πάντες κοινῇ, ὅταν ἴδης ἀνελκόμενα τὰ ἀμφίθυρα, τότε νόμισον διαστέλλεσθαι τὸν οὐρανὸν ἄνωθεν, καὶ κατιέναι τοὺς Ἀγγέλους ὥσπερ τοίνυν τῶν ἀμυήτων οὐδένα χρὴ παρεῖναι, οὕτως οὐδὲ τῶν μεμυημένων καὶ ρυπαρῶν.
Εἰπέ μοι εἴτις εἰς ἑστίασιν κληθείς τὰς χεῖρας νίψαιτο καί κατακλιθείη καὶ ἕτοιμος γένοιτο πρὸς τὴν τράπεζαν, εἶτα μὴ μετέχοι, οὐχ ὑβρίζει τὸν καλέσαντα; Οὐ βέλτιον τὸν τοιοῦτον μηδὲ παραγενέσθαι; Οὕτω δὴ καὶ σὺ παραγέγονας· τὸν ὕμνον ἦσας μετὰ πάντων, ὡμολόγησας εἶναι τῶν ἀξίων τῷ μὴ μετὰ τῶν ἀναξίων ἀνακεχωρηκέναι· πῶς ἔμεινας καὶ οὐ μετέχεις τῆς τραπέζης; Ἀνάξιος εἰμί φησιν· οὐκοῦν καὶ τῆς κοινωνίας ἐκείνης τῆς ἐν ταῖς εὐχαῖς· οὐ γὰρ τῶν προκειμένων μόνον, ἀλλὰ καί διὰ τῶν ᾠδῶν ἐκείνων τὸ πνεῦμα πάντοθεν κάτεισιν· οὐχ ὁρᾷς τοὺς ἡμετέρους οἰκέτας τῆ σπογγιᾷ τὴν τράπεζαν περιπλύνοντας καὶ τὸν οἶκον καθαίροντας καὶ οὕτω τοὺς πίνακας τιθέντας; Τοῦτο γίνεται διὰ τῶν εὐχῶν, διὰ τῆς βοῆς τοῦ κήρυκος, ὥσπερ σπογγιᾷ περιπλύνομεν τὴν Ἐκκλησίαν, ἵνα ἐν καθαρᾷ τῇ ᾽Εκκλησίᾳ πάντα προτεθῆ, ἵνα μηδείς σπῖλος, μηδὲ ρυτίς· ἀνάξιοι καὶ ὀφθαλμοὶ τῶν θεαμάτων τούτων, ἀνάξιαι καὶ ἀκοαί. Κἂν θηρίον φησί θίγῃ τοῦ ὄρους, λιθοβοληθήσεται· οὕτως οὐδὲ τῆς ἐπιβάσεως ἄξιοι ἤσαν, καίτοι γὲ μετὰ ταῦτα καὶ προσῆλθον καὶ εἶδον ποῦ εἱστήκει Θεός· ἔξεστι μετὰ ταῦτα προσελθεῖν καὶ ἰδεῖν· ὅταν μὲν τοι παρῇ ἄπιθι· οὐκ ἔξεστί σοι μᾶλλον τῷ κατηχουμένῳ· οὐ γάρ ἐστιν ἴσον μηδέπω τυχεῖν μυστηρίων καί μετὰ τὸ τυχεῖν προσκρούσαντα κατα φρονεῖν καί ἀνάξιον καταστῆσαι τοῦ πράγματος.
Ἐνῆν καί πλείονα λέγειν καί φοβερώτερα, ἀλλ' ὥοτε μὴ βαρῆσαι τὴν διάνοιαν ὑμῶν, ἀρκεῖ καὶ ταῦτα. Οἱ γὰρ μὴ τούτοις σωφρονιζόμενοι οὐδὲ τοῖς πλείοσιν, ἵνα οὖν μὴ μένον ὑμῖν τὸ κρῖμα ἐργασώμεθα, παρακαλοῦμεν ὑμᾶς, οὔχ ἵνα μὴ παραγίνησθε, ἀλλ' ἵνα καί τῆς παρουσίας καὶ τῆς προσόδου ἀξίους ἑαυτοὺς καταοτήσητε.
Εἰπέ μοι, εἰ βασιλεύς τις ἐπέταξε καὶ εἶπεν, εἴ τις τόδε πράττοι, τῆς τραπέζης ἀπεχέτω τῆς ἐμῆς· ἄρα ὑπὲρ τούτου, οὐκ ἄν πάντα ἐπράξατε; Εἰς τοὺς οὐρανούς ἡμᾶς ἐκάλεσεν, εἰς τὴν τράπεζαν τοῦ βασιλέως τοῦ μεγάλου καί θαυμαστοῦ καί ἀναδυόμεθα καὶ μέλλομεν καί οὐ σπεύδομεν, οὐδὲ ἐπιτρέχομεν τῷ πράγματι; Καὶ τίς ἡμῖν ἔσται ἐλπις σωτηρίας; Οὐκ ἔστιν αἰτιάσασθαι ἀσθένειαν, οὐκ ἔστιν αἰτιάσασθαι φύσιν, ραθυμία μόνον ἀναξίους ἡμᾶς καθίστησι» (Ι. Χρυσοστόμου, τομ. 20, σελ. 484-492, Ε.Π.Ε.).

9. «Εἴ τις ἐν πόλει διάγων, τρεῖς Κυριακάς ἡμέρας ἐν τρισὶν ἑβδομάσι μὴ συνέρχοιτο· εἰ μὲν κληρικός εἴη, καθαιρείσθω· εἰ δὲ λαϊκός, ἀποκινείσθω τῆς Κοινωνίας» (Κανών π΄, Πηδάλιον, ἐκδ. Ρηγοπούλου, σελ. 290).

10. « θεία Λειτουργία τελετή ἐστιν εἰς τὸ ἱερουργηθῆναι αὐτὸ τὸ πανάγιον Σῶμα Χριστοῦ καί Αἷμα καί τοῖς πιστοῖς ἅπασιν εἰς κοινωνίαν δοθῆναι καί ἔστι καθ' ἑαυτὴν μόνη εἰς κοινωνίαν».

11. «Τῆς ἁγίας τελετῆς τῶν ἱερῶν μυστηρίων ἔργον μὲν τῶν Θείων δώρων εἰς τὸ θεῖον Σῶμα καί Αἷμα μεταβολή· τέλος δέ τὸ τοὺς πιστοὺς ἁγιασθῆναι δι' αὐτῶν» (Ν. Καβάσιλα, τ. 22, σελ. 32 34 Ε.Π.Ε.).

12. «Τῆ Μεταλήψει τῶν ἁγιασμάτων ἅπασα ( ἱερὴ τελετὴ δηλαδή) συνεννοεῖται, εἴπερ τὸ τέλος αὐτῆς καὶ σκοπὸς καί τὸ ἔργον, τῶν ζωοποιῶν ἐστι καὶ φρικτῶν Μυστηρίων καί ἁγιασμάτων Μετάληψις» (βλέπε Σύντ. τοῦ Χρύσ.),

13. «εἰ τοίνυν αἱ μὲν ψυχαί πρὸς τὸ Μυοτήριον ἑτοίμως ἔχουσι καί παρεσκευασμένως, ἁγιάσαι καὶ τελέσαι Κύριος ἁγιάζειν ἀεὶ βούλεται, καὶ ἑαυτὸν ἑκάστοτε μεταδιδόναι ἐπιθυμεῖ, τὶ τὸ κωλῦσον τὴν μετουσίαν; Πάντως οὐδέν· εἴποι οὖν ἄν τις, εἴ τις καὶ τῶν ζώντων, τὰ μὲν τῆ ψυχῆ ἀγαθὰ ἔχει τὰ εἰρημένα, μὴ προσέλθοι δέ τοῖς Μυστηρίοις, ἕξει τὸν ἁγιασμὸν ἐκεῖθεν οὐδὲν ἧττον; Οὐ πᾶς, ἀλλ' εἰ τὶς οὐ δύναται προσιέναι σωματικῶς, ὥσπερ αἱ τῶν τεθνηκότων ψυχαί· εἰδέ τις δυνάμενος οὐ προσέλθῃ τῆ τραπέζη, τοῦτον τοῦ παρ' αὐτοῖς ἁγιασμοῦ τυχεῖν, παντελῶς ἀδύνατον οὐχ ὅτι οὐ προσῆλθεν ἁπλῶς, ἀλλ' ὅτι δυνάμενος οὐ προσῆλθεν, Ν. Καβάσιλα, τ. 22, σελ. 202-3 Ε.Π.Ε.).

14. «ἀναγκαίαν πρὸς ζωὴν αἰώνιον κοινωνία τοῦ Σώματος καί Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Καί πάλι, «δεῖ τόν ἀναγεννηθέντα διὰ τοῦ Βαπτίσματος τρέφεσθαι λοιπὸν τῆ Μεταλήψει τῶν θείων Μυστηρίων· χρεία οὖν λοιπόν τρέφεσθαι ἡμᾶς τροφὴν ζωῆς αἰωνίου, ἥν τινα παρέδωκεν ἡμῖν Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος».
«καί τὸ κοινωνεῖν δὲ καθ' ἑκάστην ἡμέραν καί μεταλαμβάνειν τοῦ ἁγίου Σώματος καί Αἵματος τοῦ Χριοτοῦ, καλὸν καί ἐπωφελές, αὐτοῦ σαφῶς λέγοντος· τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον, τὶς γὰρ ἀμφιβάλλει, ὅτι τὸ μετέχειν συνεχῶς τῆς ζωῆς οὐδὲν ἄλλο ἐστίν, ζῆν πολλαχῶς· (Βλ. ἠθ. 21 περί βαπτ. 3).

15. «Τῷ δὲ δικαίῳ καὶ πρέποντι ὡς ἐπὶ τῆς τῶν ἁγιασμάτων Μεταλήψεως ὅτι καλὸν καὶ δίκαιον καὶ προσῆκον πολλάκις τὸν χριστιανὸν ἁγιάζεσθαι καί μᾶλλον προστρέχειν ἐπι τούτῳ καὶ ποθεῖν τὸ ἀναπνεῖν. Διὰ τοῦτο καί συνεχῶς ἐκδέδοται καί καθ' ἡμέραν, εἰ οἷον τε, τοῖς ἀξίοις ἐπιτελεῖσθαι συγκεχώρηται» (βλ. εἰς τό συνταγ. Χρύσ.).

16. «καὶ νῦν τὸ Μυστήριον τοῖς μετέχουσι προκοπὴν τῆς κατὰ Χριστόν ζωῆς ἐργάζεται· ὅπερ γὰρ σωματικῶς δρᾶ τὸ φαινόμενον αὐτοῦ, τοῦτο μυοτικῶς τε καί ἀοράτως ἔνδον ἀνύον. Τρέφει γὰρ καὶ ἀνακτᾶται τὴν ἡμετέραν ψυχὴν τὸ τοῦ Χριστοῦ Σῶμα, καθάπερ ἄρτος τῷ σώματι τοῦτο ἐργάζεται. Καί καθάπερ ἀναγεννώμεθα βαπτιζόμενοι, καί τὸ εἶναι τῆς χάριτος τοῦ εἶναι τῆς ἁμαρτίας ἀντιλαμβάνομεν, οὕτω δὴ καί τρεφόμεθα δυναμωθέντες καί τὴν ἐν χάριτι λαμβάνομεν διαμονὴν καί ἐπίδοσιν τῷ Μυστηρίῳ τῆς Μεταλήψεως ὥσπερ γὰρ φυσικὴ τοῦ σώματος θέρμη ἀναλώσειεν ἂν τὴν ἔμφυτον ὑγρότητα τούτου, μὴ ταῖς ἀπὸ τῶν τροφῶν προσθήκαις βοηθουμένην καὶ διὰ τοῦτο τῆ τροφῆ καί τῷ πόματι φυλάττεται μὲν τὰ συνιστῶντα τὴν φύσιν ἔνδον καλῶς, ἀναπληροῦνται δὲ τὰ φθαρέντα τῆ θέρμη καί ἀνασώζεται καί ἀδύνατον ἔστιν ἄλλως τὴν ἀνθρωπίνην ζωήν, οὐδὲ ἐφ ὁσονοῦν διαρκέσαι, οὕτως θέρμη τῆς πονηρίας ἔνδοθεν τὴν ψυχὴν κατατρώγουσα τῷ τὴν ποιότητα τῆς εὐλαβείας ξηραίνειν, ἐποίησεν ἂν αὐτὴν παντάπασιν ἐκλιπεῖν, εἰμὴ τὴν πνευματικὴν ταύτην ψυχή τροφὴν προσελάμβανεν ἀντικαθιοταμένην τῆ φθαρτικῆ δυνάμει τῆς πονηρίας καὶ συνιοτῶσαν ἐν ἡμῖν τὰ πνευματικὰ τοῦ Θεοῦ δῶρα καί αὔξουσαν. Τὸ δὲ Χριοτῷ Σῶμα, τῷ μὲν λόγῳ τοῦ σώματος τρέφον, τῷ δὲ τῆς καθαρότητος λόγῳ τῆ πρὸς τὴν θείαν φύσιν ἑνώσει καθαῖρον καὶ ἁγιάζον ἀρκούντως ἡμῖν τὴν πνευματικὴν παρέχεται θρέψιν τρεφόμενοι δὲ οὕτω καλῶς, πρὸς τὴν πνευματικὴν καθαρότητα καὶ ὑγείαν ἐπαναγόμεθα, ἧς ἡμᾶς τῶν κεκωλυμένων βρῶσις ἐξέωσε τότε.
Ἔδει γὰρ ἡμᾶς σωματικῇ τινι βρώσει τὴν ἀκεραιότητα καὶ τὴν ὑγείαν ἐκείνην ἀποβαλόντας, σωματικῇ τινι τροφὴ πρὸς ἐκείνην ἐπανελθεῖν. Καί τὰ μὲν ὅμοια τοῖς ὁμοίοις θεραπευθῆναι καλῶς, τοῖς δέ ἐναντίοις τὰ ἐνάντια, οἷον, βρώσεις μὲν ἄμφω σωματικαί, τέ διαφθείρασα τὴν ἀρχὴν τέ σώζουσα νῦν καὶ ὑγεία καὶ πνευματικὴ ζωή, τὸ τε σωζόμενον, τὸ τε φθειρόμενον. Ἀλλ' ἐκείνου μὲν ἐπέτρεπεν Θεός, ταύτην δὲ νῦν ἐπιτρέπει καί χορηγεῖ· κἀκείνην μὲν πονηρὸς εἰσηγεῖτο δαίμων, ταύτης δὲ τοῦ Θεοῦ Υἱός, οὐ σύμβουλος μόνον, ἀλλὰ καὶ διάκονος γίνεται· κἀκείνη μὲν ἡρπάζετο, πρὸς ταύτην δὲ καὶ παρακαλούμεθα φανερῶς· κακείνη μὲν ὑφήδρευε τῆς παραβάσεως ἰός, ταύτῃ ὑποκρύπτεται θησαυρὸς ἀγαθῶν ἀναρίθμητος» (ὁμιλ. περί τοῦ μυστηριώδους Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Βλ. εἰς τό σύντ. Χρύσ.).

17. «Μὴ τοίνυν ραθυμῶμεν τοιαύτης ἠξιωμένοι ἀγάπης τε καὶ τιμῆς· οὐχ ὁρᾶτε τὰ παιδία μεθ' ὅσης προθυμίας δράσσεται τοῦ μαστοῦ; Μεθ' ὅσης ὁρμῆς ἐμπήγνυσι τῆ θηλῆ τὰ χείλη; Μετὰ τοσαύτης προσίομεν καὶ ἡμεῖς τῆ τραπέζη ταύτη καί τῆ θηλῆ τοῦ πνευματικοῦ, μᾶλλον δὲ καὶ μετὰ πλείονος προθυμίας, ἑλκύσωμεν ὡς παιδία ὑπομάζια τοῦ Πνεύματος τὴν χάριν, καί μία ἡμῖν ἔστω ὀδύνη τὸ μὴ μετασχεῖν ταύτης τῆς τροφῆς» (Ἰ. Χροστοστόμου, τομ. 12, σελ. 214-216 Ε.Π.Ε).