вторник, 6 декабря 2016 г.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΑΡΧΙΕΡAΤΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ Ρ.Π.Ε. ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΘΕ ΕΠΙΓΕΙΑ ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΑ

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΑΡΧΙΕΡAΤΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΠΑΛΑΙΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΟΛΑ ΤΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΤΕΚΝΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΘΕ ΕΠΙΓΕΙΑ ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΑ 
Σε σχέση με την κρατική εξουσία δεν διαθέτουμε τίποτα καινούριο εκτός από αυτά που μας μεταλαμπαδεύτηκαν από τον ίδιο μας τον Κύριο Ιησού Χριστό, μέσω των Αγίων Αποστόλων Του και των διαδόχων τους – Αγίων Πατέρων. Διότι, όπως σε κάθε ζήτημα έτσι και σε αυτό, το μόνο δυνατό μέτρο για μας τους Xριστιανούς αποτελεί ο λόγος του Θεού - η Αγία Γραφή, ερμηνευθείσας από τους Αγίους και θεόσοφους πατέρες και διδάσκαλους της Αγίας του Χριστού Εκκλησίας. Όπως λέγεται: «Ζῶν γὰρ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνεργὴς καὶ τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον καὶ διικνούμενος ἄχρι μερισμοῦ ψυχῆς τε καὶ πνεύματος, ἁρμῶν τε καὶ μυελῶν, καὶ κριτικὸς ἐνθυμήσεων καὶ ἐννοιῶν καρδίας» (Εβρ. 4:12). Ακριβώς σύμφωνα με τον λόγο του Θεού θα κριθεί κάθε σάρκα του ανθρώπου: «ὁ ἀθετῶν ἐμὲ καὶ μὴ λαμβάνων τὰ ῥήματά μου, ἔχει τὸν κρίνοντα αὐτόν∙ ὁ λόγος ὃν ἐλάλησα, ἐκεῖνος κρινεῖ αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ» (Ιωαν. 12:48).  Και ακριβώς για τον λόγο αυτό θα στρέψουμε επιμελώς την προσοχή μας στον Λόγο του Θεού, που έχει ειπωθεί μέσω των πρωτοκορυφαίων Αποστόλων του Χριστού Πέτρου και Παύλου: «Ὑποτάγητε οὖν πάσῃ ἀνθρωπίνῃ κτίσει διὰ τὸν Κύριον, εἴτε βασιλεῖ, ὡς ὑπερέχοντι, εἴτε ἡγεμόσιν, ὡς δι' αὐτοῦ πεμπομένοις εἰς ἐκδίκησιν μὲν κακοποιῶν, ἔπαινον δὲ ἀγαθοποιῶν∙ ὅτι οὕτως ἐστὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀγαθοποιοῦντας φιμοῦν τὴν τῶν ἀφρόνων ἀνθρώπων ἀγνωσίαν … πάντας τιμήσατε, τὴν ἀδελφότητα ἀγαπᾶτε, τὸν Θεὸν φοβεῖσθε, τὸν βασιλέα τιμᾶτε’» (Πετρ. Α΄.2: 13-15,17). «Πᾶσα ψυχὴ ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτασσέσθω∙ οὐ γάρ ἐστιν ἐξουσία εἰ μὴ ὑπὸ Θεοῦ∙ αἱ δὲ οὖσαι ἐξουσίαι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τεταγμέναι εἰσίν∙ ὥστε ὁ ἀντιτασσόμενος τῇ ἐξουσίᾳ τῇ τοῦ Θεοῦ διαταγῇ ἀνθέστηκεν∙ οἱ δὲ ἀνθεστηκότες ἑαυτοῖς κρίμα λήψονται. οἱ γὰρ ἄρχοντες οὐκ εἰσὶ φόβος τῶν ἀγαθῶν ἔργων ἀλλὰ τῶν κακῶν. θέλεις δὲ μὴ φοβεῖσθαι τὴν ἐξουσίαν; τὸ ἀγαθὸν ποίει, καὶ ἕξεις ἔπαινον ἐξ αὐτῆς∙ Θεοῦ γὰρ διάκονός ἐστι σοὶ εἰς τὸ ἀγαθόν. ἐὰν δὲ τὸ κακὸν ποιῇς, φοβοῦ∙ οὐ γὰρ εἰκῇ τὴν μάχαιραν φορεῖ∙ Θεοῦ γὰρ διάκονός ἐστιν εἰς ὀργὴν, ἔκδικος τῷ τὸ κακὸν πράσσοντι. διὸ ἀνάγκη ὑποτάσσεσθαι, οὐ μόνον διὰ τὴν ὀργὴν, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν συνείδησιν. διὰ τοῦτο γὰρ καὶ φόρους τελεῖτε∙ λειτουργοὶ γὰρ Θεοῦ εἰσιν εἰς αὐτὸ τοῦτο προσκαρτεροῦντες» ( Ρωμ.13:1-6).

Όπως φαίνεται όλα είναι πλήρως ξεκάθαρα σε αυτήν την αποστολική διδασκαλία, ωστόσο αυτά ακριβώς τα λόγια της Αγίας Γραφής οδήγησαν σε πλήθος αντιπαραθέσεων μεταξύ των ανθρώπων. Η αιτία της διαφωνίας οφείλεται στο γεγονός ότι οι αναγνώστες κατανοούν την Αγία Γραφή με βάση το δικό τους σκεπτικό, την προσωπική υποκειμενική τους εμπειρία και την αντίληψη τους για τον κόσμο που τους περιβάλλει, αλλά δεν είναι έτσι η Εκκλησία του Χριστού, καθώς στην Εκκλησία δεν χωρούν διαφωνίες σε θέματα της πίστης, μιας και όλα έχουν πλήρως και από καιρό οριστεί από τους Αγίους Διδάσκαλους της Εκκλησίας, και γι’ αυτό εμείς σε αυτούς  θα στρέψουμε την προσοχή του νου μας, για να διευκρινίσουμε την γνήσια έννοια των αποστολικών λόγων. 
Εξηγώντας αυτήν την αποστολική διδασκαλία, ο σοφός πατέρας και διδάσκαλος της Εκκλησίας όσιος Ισίδωρος Πηλουσιώτης, στην επιστολή του προς κάποιον Διονύσιο γράφει: «Επειδή γέγραφας, τι έστιν, «Ου γάρ έστιν εξουσία ει μη υπό Θεού,» και έφης· Τι ούν;  Πας άρχων υπό Θεού κεχειροπονήται; Φήσαιμι, ότι δοκείς μοι (και μοι μηδέν οργισθής · ουδέν γάρ φλύαρον έρω) η μη ανεγνωκέναι τάς  αποστολικάς ρήσεις, η μη νενοηκέναι. Ο γάρ Παύλος ούκ είπεν, Ού γάρ έστιν αρχών ει μη υπό Θεού· αλλά περί του πράγματος αυτού διαλέγεται, λέγων· «Ου γάρ έστιν εξουσία, ει μη υπό Θεού.»  Το γάρ είναι αρχάς εν ανθρώποις, και τους  μέν άρχειν, τους  δ΄άρχεσθαι, και μη απλώς, μηδ΄ανέδην άπαντα φέρεσθαι, ώσπερ κυμάτων τηδέ κάκεισε των δήμων, περιαγομένων, της του Θεού σοφίας  έργον είναι φήσιν. Επείδή γάρ το ομότιμον οιδέ πολλάκις πόλεμον αναρριπίζειν, ούκ αφήκε δημοκρατίαν είναι, αλλά βασιλείαν. Είτα μετά ταύτην πολλάς εποίησε τάς αρχάς. Ποίας φησίν;  Άρχοντος και αρχομένου, ανδρός κσι γυναικός, πατρός και παιδός, πρεσβύτου και νέου, δεσπότου και δούλου, διδασκάλου και φοιτητού. Κάν τοις  αλόγοις δε ζώοις το παραπλήσιον ίδοι τις αν. Και τούτ΄εγγυώνται αι μέλισσαι υπό βασιλεί ταττόμεναι, και αι γέρανοι, και αι αγέλαι των αγρίων προβάτων. Ει δε και την θάλλατταν σκοποίης, ουδ΄αυτή ταύτης έρημος ευρεθήσεται της ευταξίας· πολλά γάρ κακεί των γενών υφ΄ενί τάττεται των ιχθύων και στρατηγείται. Διό και μακράς αποδημίας στέλλεται. Και γάρ πανταχού η αναρχία αργαλεώτατον, και συγχύσεως και ακοσμίας αίτιον. Διό και τώ σώματι ενί όντι ου πάντα ομότιμα, αλλά τα μέν άρχει των μελών, τα δε άρχεται. Αυτό δη ούν το πράγμα, την εξουσίαν φημί, τουτέστι την αρχήν, και την βασιλείαν υπό του Θεού τετυπώσθαι λέγειν θέμις, ίνα μη ο κόσμος εις ακοσμίαν εμπέση. Ει δε τις αλιτήριος παρανόμως εις ταύτην εισεκώμασεν,  ου δήπου τούτον παρά Θεού κεχειροπονήσθαι φαμεν·  αλλά συγκεχωρήσθαι, η προς το πάσαν την [οικείαν] πονηρίαν ώσπερ ο Φαραώ εξεμέσαι, και ούτως δίκην δούναι την εσχάτην, η πρός  το σωφρονίσαι τους ωμότητος δεομένους, ώσπερ ο Βεβυλώνιος τους Ιουδαίους» (PG 78,  σελ 657-660).
Επαναλαμβάνει μετά τον Ισίδωρο και ο μακάριος Θεοφύλακτος Αχρίδος.  Εξηγώντας τα λόγια του Αγίου Αποστόλου και πέτρας της πίστης Πέτρου, ο Άγιος γράφει: «Υποτάγητε ούν πάση ανθρώπινη κτίσει διά τον Κύριον, είτε βασιλεί ως υπερέχοντι, είτε ηγεμόσιν ως δι΄αυτού πεμπομένοις, είς εκδίκησιν μέν κακοποιών, έπαινον δε αγαθοποιών. Ότι ούτως έστι το θέλημα του Θεού, αγαθοποιούντας υμάς φιμούν την των αφρόνων ανθρώπων αγνωσίαν.» Κτίσιν ανθρωπίνην τας αρχάς  λέγει τας  χειροτονητάς  υπό βασιλέων, ή και, αυτούς  τους βασιλείς, καθότι και αυτοί  [υπό] ανθρώπων ετάχθησαν, ήτοι  ετέθησαν. Οίδε γάρ η Γραφή και την θέσιν κτίσιν καλείν, ως εν τω, «Ίνα» κτίση  « τους δύο είς  ένα κοινόν άνθρωπον.» Φησίν ούν·  Υποτάγητε τοίς κοσμικοίς άρχουσιν· υποτάγητε δε διά τον Θεόν, ως ο Κύριος προσέταξε. Τι δε ο Κύριος προσέταξεν; « Απόδυτε τα Καίσαρος Καίσαρι, και τα του Θεού τω Θεώ.» Ώστε ο αν έξω προστάττωσι παρά την διάταξιν ον του Θεού, ούχ υπακουστέον ούτοις. Τούτο δε και ο Χριστός, και ο νύν μαθητής αυτού προσέταττεν·  ίνα μη έχωσι λέγειν Έλληνες, ως ανατροπήν φέρει  του βίου ο Χριστιανισμός, και αταξίας έστι και συγχύσεως αίτιος. Προστίθησι δε το, «Διά τον Κύριον,» και διά τους πιστούς. Εικός γάρ τινας αυτών ερείν, ότι Της των ουρανών ημάς βασιλείας αξιών, και μέγα ημίν αξίωμα διά τούτου περιτιθείς  τι πάλιν ημάς ευτελίζει, κοσμικοίς άρχουσιν υποτάσσων ημάς; Ει τις ούν ταύτα ερεί, μαθέτω φυσίν, ως ούκ εμός ο λόγος του προστάγματος τούτου, αλλά του Κυρίου. Έδειξε δε και αυτός ο Πέτρος , τίσι και ποίοις άρχουσιν υποτάσσεσθαι δει, ότι τοις το δίκαιον εκδικούσιν. Επιφέρει γαρ και την αιτίαν, ότι και «του Θεού το θέλημα,» και  ημών το περί της υποταγής της είς τους άρχοντας, καλοκαγαθίας εστί δέιγμα, και το πλέον, τους απίστους αισχύνει. Εν ω γάρ ως αλλαζόνων ημών καταλαλώσιν, ορώντες ημάς και ταπεινούς και ποιθηνίους εν οίς δεί, μάλλον καταισχύνονται…. «Ως ελεύθεροι, και μη ως επικάλυμμα έχοντες της κακίας την ελευθερίαν.» Το εξής  ούτως· «Υποτάγειτε ως ελεύθεροι, και μη ως επικάλυμμα έχοντες της κακίας την ελευθερίαν, αλλά και ως δούλοι Θεού.» Μη μόνον άρχοντας, αλλά και «πάντας τιμήσατε, την αδελφότητα μεν αγαπώντες, τον δε Θεόν φοβούμενοι, τον βασιλέα τιμώντες.» Το δε «Ως ελεύθεροι,» ο μέν Χρυσόστομος Ιωάννης ούτως ανέπτυξεν, ειπών, ότι « Ίνα μη λέγωσιν· Πλευθερώθημεν από του κόσμου, ουρανοπολίται γεγόναμεν, και συ πάλιν υποτάσσεις ημάς τοις  άρχουσι, και υπακούειν κελεύεις; τούτου ούν χάριν φησίν· Υπακούετε ως ελεύθεροι, τούτ΄έστιν, ως πιστεύσαντες τω ελευθερώσαντι και προστάξαντι τούτο ποιείν. Ούτω γαρ ου δόξετε της κατά γνώμην κακίας. τούτ΄έστι  του απειθούς και ανηκόου, έχειν προκάλυμμα την ελευθερίαν, δι΄ης αναίνεσθε την υπακοήν.» Έστι δε και καθ΄ετέραν επιβολήν έρειν τι περί αυτού· Ελεύθερος έστι κατά Κύριον ο μηδενί των ατόπιων υποίκων. Επεί τοίνυν το εν υποκρίσει διαβιούν, ούκ ελευθέρου, αλλά πάθεσιν υποκειμένου, ήτοι αρεσκείας, ή και άλλης αισχράς ηδονής· ξένον δε τούτο, και Θεού θεραπόντων αλλότριον· προστάττει νύν την υποταγήν τοις άρχουσιν εξ αγαθού και αδόλου ενδεύκνυσθαι τρόπου· αλλά μη δυσμενώς έχοντας προς αυτούς, ως κατηναγκασμόνως ποιείν την υπακοήν, και της τοιαύτης ενδομυχούσης  εν υμίν κακίας, το άδολον δήθεν του τρόπου και απλούν ποιείσθαι προκάλυμμα φαινομένην την υπακοήν, αλλ΄ούχι και εκ διαθέσεως ταύτην επιτελούντας. Το γάρ, «Μη ως επικάλυμμα έχοντες της κακίας την ελευθερίαν,» τοιούτον έστιν, ως εν συντόμω ερείν - ΄Απλοί μεν και άδολοι το ορώμενον χρηματίζοντες, ως υπό προκαλύμματι της ελευθερίας, τη πείρα δε δεινοί και απεναντίας του φαινομένου ευρισκόμενοι …τω μεν Θείω τον φόβον φησίν απονέμειν, τω βασιλεί δε την τιμήν. Ώστε ει τω Θεώ τον φόβον απονεμητέον, «τω δυναμένω και ψυχήν και σώμα απολέσαι,» ούκ αν υπείξωμεν βασιλεύσιν επί τι των ατόπων παρακαλούσιν ημάς. Ο γαρ είς τον Θεόν φόβος νικάν οίδι και την εις τους βασιλείς τιμήν. Μάλλον δε και της τιμής αυτούς αποστορήσει ο υπ΄αυτών εις κακά βιαζόμενος, κατά τον είποντα άγιον· «Εξουδένωται ενώπιον αυτού πονηρευόμενος» (PG 125 σελ. 1213-1217)
Και  να παρακάτω τι γράφει ο άγιος του Χριστού Ιωάννης Χρυσόστομος  για την κοσμική εξουσία: «Ἀφεὶς εἰπεῖν κατὰ μέρος τὰς εὐεργεσίας τὰς ἀπὸ τῶν ἀρχόντων ταῖς πόλεσι γινομένας, οἷον τὴν εὐταξίαν, τὴν εἰρήνην, τὰς ἄλλας διακονίας, τὰς ἐπὶ τῶν στρατιωτῶν, τὰς ἐπὶ τῶν τὰ κοινὰ πραττόντων, ἐξ ἑνὸς τούτου τὸ πᾶν δείκνυσιν. Ὅτι γὰρ εὐεργετῇ παρ' αὐτοῦ, φησὶ, σὺ μαρτυρεῖς, μισθὸν αὐτῷ τελῶν. Ὅρα σοφίαν καὶ σύνεσιν τοῦ μακαρίου Παύλου. Ὃ γὰρ ἐδόκει φορτικὸν εἶναι καὶ ἐπαχθὲς τὸ τῶν ἀπαιτήσεων, τοῦτο δεῖγμα ποιεῖται τῆς αὐτῶν προνοίας. Διὰ τί γὰρ, φησὶ, φόρους δίδο μεν βασιλεῖ; Οὐχ ὡς προνοοῦντι, οὐχ ὡς προ ϊσταμένῳ μισθὸν τελοῦντες κηδεμονίας; Καίτοι γε οὐκ ἂν ἐτελέσαμεν, εἰ μὴ ἐξ ἀρχῆς ἔγνωμεν, ὅτι κερδαί νομεν ἐκ τῆς τοιαύτης ἐπιστασίας· ἀλλὰ διὰ τοῦτο ἄνωθεν κοινῇ γνώμῃ πάντων ἔδοξε τοὺς ἄρχοντας τρέφεσθαι παρ' ἡμῶν, ὅτι τῶν οἰκείων ἀμελοῦντες, τῶν κοινῶν κήδονται πραγμάτων, καὶ εἰς ταῦτα τὴν σχολὴν ἀναλίσκουσιν ἅπασαν, δι' ὧν καὶ τὰ ἡμέτερα σώζεται» (Ιωάννης Χρυσόστομος. ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΝ. Ομιλία 23).
Αυτή είναι η διδασκαλία των Αποστόλων. Αυτή είναι η διδασκαλία των Αγίων Πατέρων. Αυτή είναι η διδασκαλία της Εκκλησίας του Χριστού.
Η Αγία Γραφή λέει: «ἐπὶ στόματος δύο μαρτύρων καὶ τριῶν σταθήσεται πᾶν ῥῆμα» (2 Κορ. 13:1), - Έτσι, εμείς φέραμε περισσότερους και από ότι χρειάζεται μάρτυρες και μαρτυρίες,  τα οποία είναι υπεραρκετά για οποιαδήποτε  ειλικρινή χριστιανική καρδιά ώστε να κατανοήσει  την διδασκαλία του Χριστού για το δεδομένο ζήτημα.
Και έτσι, ακολουθώντας τους άγιους άνδρες εμείς μαρτυρούμε, ότι η εξουσία – αποτελεί καθιέρωση του Θεού, λόγω του ότι: «…τὸ ὁμότιμον μάχην πολλάκις εἰσάγει, πολλὰς ἐποίησε τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ὑποταγὰς, οἷον ὡς ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς, ὡς παιδὸς καὶ πατρὸς, ὡς πρεσβύτου καὶ νέου, ὡς δούλου καὶ ἐλευθέρου, ὡς ἄρχοντος καὶ ἀρχομένου, ὡς διδασκάλου καὶ μαθητοῦ. …Καὶ γὰρ ἡ ἀναρχία πανταχοῦ κακὸν, καὶ συγχύσεως αἴτιον». «Οὐδὲ γὰρ μικρόν τι συντελοῦσιν ἡμῖν εἰς τὴν τοῦ παρόντος βίου κατάστασιν, ὅπλα τιθέμενοι, τοὺς πολεμίους ἀποκρουόμενοι, τοὺς ἐν ταῖς πόλεσι στασιάζοντας κωλύοντες, τὰς ἐν πᾶσι διαφορὰς διαλύοντες. Μὴ γάρ μοι τοῦτο εἴπῃς, εἴ τις κακῶς τῷ πράγματι κέχρηται, ἀλλ' αὐτῆς βλέπε τῆς διατάξεως τὴν εὐκοσμίαν, καὶ τὴν πολλὴν ὄψει τοῦ ταῦτα ἐξ ἀρχῆς νομοθετήσαντος σοφίαν» (Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος. ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΝ. Ομιλία 23).
Με τον ίδιο τρόπο μαρτυρούμε ότι ο Θεός έχοντας καθιερώσει στον κόσμο την ανισότητα και την υποταγή των μικρότερων προς τους μεγαλύτερους, απαιτεί από τους Χριστιανούς καλόβουλη (εθελοντική) και ταπεινή υποταγή στους αρχηγούς του κράτους, στην δουλειά, στην οικογένεια. Εντούτοις, η υποταγή δεν πρέπει να είναι γενικά προς κάθε υπόδειξη του ηγέτη αλλά να γίνεται με μελέτη, και να συμφωνούν οι διαταγές του ηγεμόνα με το Θείο Ευαγγέλιο. Επειδή: «Σὺ δὲ ὅταν ἀκούσῃς, Ἀπόδος τὰ τοῦ Καίσαρος Καίσαρι, ἐκεῖνα γίνωσκε λέγειν αὐτὸν μόνον, τὰ μηδὲν τὴν εὐσέβειαν παραβλάπτοντα· ὡς ἄν τι τοιοῦτον ᾖ, οὐκέτι Καίσαρος, ἀλλὰ τοῦ διαβόλου φόρος ἐστὶ καὶ τέλος τὸ τοιοῦτον» (Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος. Υπόμνημα εις τον Άγιον Ματθαίον τον Ευαγγελιστή. Ομιλία 70). Και έτσι, παρά το πρόσωπο των αρχών, αλλά σε καθένα από αυτούς, είτε πιστό είτε άπιστο εμείς πρέπει να υπακούμε σε όλα όσα δεν είναι αντίθετα με την χριστιανική πίστη και την ευλάβεια. Διότι, ακόμα και αν ο αρχηγός και μη χριστιανός, καθοδηγεί τα έργα του και τις αποφάσεις του ηθικά, δίκαια και τίμια τότε μέσα σε αυτό το γενικό καλό, με βάση την Αγία Γραφή, είναι  αναμφίβολα υπηρέτης του Θεού και υπακούοντάς τον εμείς υπακούμε μέσω αυτού τον ίδιον τον Θεό. Ωστόσο εάν κάποιος από τις αρχές είτε πιστός είτε όχι επαναστατεί σε κάποια αρετή και μας εξαναγκάζει να παραβιάσουμε  ακόμα και την παραμικρή εντολή του Θεού, σε αυτήν την απόφαση εμείς πρέπει να αντισταθούμε σθεναρά και σταθερά, με θάρρος απαντώντας στην ανήθικη εντολή του με τα λόγια των Αγίων Αποστόλων: «Πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις» (Πράξη 5:29). Γιατί για χάρη του θελήματος του Θεού εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να υπακούμε τις επίγειες αρχές και μόνο σε αυτά που και οι ίδιοι υποτάσσονται στον Θεό. Επομένως, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι για μας σημαντικότερο το θέλημα του ανθρώπου από ότι του Θεού.
Ακόμα και στις πρόσφατες ιστορίες μας βρίσκουμε παραδείγματα για το  πώς οι Χριστιανοί παραμελούσαν την ασεβή βούληση των αρχόντων της γης, επιθυμώντας να ακολουθήσουν το θέλημα του Δέσποτα του Ουρανού. Όταν οι ρώσικοι βασιλείς, που φαντάζονταν πως είναι ορθόδοξοι, έδειξαν συμπαράσταση στις ύπουλες μεταρρυθμίσεις του Πατριάρχη Νίκωνα, ενώ στους αντιμέτωπους με την ανομία σήκωσαν σπαθί, οι πρόγονοί μας επέλεξαν να αφήσουν την αγαπημένη πατρίδα που η ορθόδοξη πίστη υποβλήθηκε σε βεβήλωση και να ξεφύγουν σε άλλα κράτη, όπου στην πνευματική τους ελευθερία δεν υπήρχε καμία καταπάτηση. Όπως λέει η Αγία Γραφή: «ὅταν δὲ διώκωσιν ὑμᾶς ἐν τῇ πόλει ταύτῃ, φεύγετε εἰς τὴν ἑτέραν» (Ματθ. 10:23). Και αυτοί ξέφευγαν όπως και ο Δάσκαλός τους ο Χριστός που και ο ίδιος ήταν φυγάς στην γη της Αιγύπτου.  («Ἀναχωρησάντων δὲ αὐτῶν ἰδοὺ ἄγγελος κυρίου φαίνεται κατ’ ὄναρ τῷ Ἰωσὴφ λέγων, Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἴσθι ἐκεῖ ἕως ἂν εἴπω σοι· μέλλει γὰρ Ἡρῴδης ζητεῖν τὸ παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό. ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβεν τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ νυκτὸς καὶ ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἦν ἐκεῖ ἕως τῆς τελευτῆς Ἡρῴδου». Ματθ. 2: 13-15). Κατέφυγαν στην Λιθουανία και Πολώνια, κατέφυγαν στην Αυστρία και Πρωσία. Κατέφυγαν στην Τουρκία και στην Αίγυπτο και μακρύτερα, εκεί που ο Θεός τους σκέπαζε από τους διώκτες. Και εκεί στην ξένη γη οι πατέρες μας δημιούργησαν φρούρια της Χριστιανικής πίστης, με την κληρονομιά που εμείς μέχρι και τώρα με ευγνωμοσύνη χρησιμοποιούμε.
Στη συνέχεια, ομοίως μαρτυρούμε ότι, ανεξάρτητα με το αν η ίδια η εξουσία είναι καθιέρωση του Θεού, παρόλαυτα δεν είναι  όλοι όσοι εκπροσωπούν την εξουσία θεοτοποθετημένοι και θεάρεστοι αλλά υπάρχουν και θεοεγκατελειμμένοι, διότι: «Ει δε τις αλιτήριος παρανόμως εις ταύτην εισεκώμασεν, ου δήπου τούτον παρά Θεού κεχειροπονήσθαι φαμεν· αλλά συγκεχωρήσθαι, η προς το πάσαν την [οικείαν] πονηρίαν ώσπερ ο Φαραώ εξεμέσαι, και ούτως δίκην δούναι την εσχάτην, η πρός το σωφρονίσαι τους ωμότητος δεομένους, ώσπερ ο Βεβυλώνιος τους Ιουδαίους» (‘Οσιος Ισίδωρος Πηλουσιώτης). Ένας λοιπόν ασεβής ηγέτης σίγουρα θα απαντήσει για την ασέβειά του, ωστόσο για κάποιον καιρό ο Θεός τον ανέχεται βρισκόμενος κάτω από το Θείο χέρι ως όργανο τιμωρίας των ανυπάκουων, διεφθαρμένων και σκληρόκαρδων ανθρώπων.
Και από την συμπεριφορά των ανθρώπων, από την σχέση τους με τον νόμο του Θεού εξαρτάται το πώς θα χειριστεί την καρδιά του ηγέτη ο Κύριος, όπως λέγεται: «ὥσπερ ὁρμὴ ὕδατος, οὕτως καρδία βασιλέως ἐν χειρὶ Θεοῦ· οὗ ἐὰν θέλων νεύσῃ, ἐκεῖ ἔκλινεν αὐτήν» (Παροιμ. 21:1). «Εὐμενὴς μέντοι ὢν, δίδωσιν ἄρχοντας τιμῶντας τὸ δίκαιον. … Παιδεῦσαι δὲ πλημμελοῦντας βουλόμενος, καὶ παρὰ πονηρῶν ἀρχόντων ἄρχεσθαι συγχωρεῖ» (Άγιος Θεοδώρητος ο Κύρου). Και σε αυτούς τους κακούς ηγεμόνες εμείς πρέπει να υπακούμε σε όλα όσα δεν είναι αντίθετα με την χριστιανική ευλάβεια, αναγνωρίζοντας σε αυτούς το ίδιο το δικαίωμα της διοίκησης και να προσευχόμαστε για την λογίκευση, τη διόρθωση και την σωτηρία των ψυχών τους.
Με αυτό μας διδάσκουν με το παράδειγμά τους οι ευλαβείς πρόγονοί μας, οι οποίοι από την μια πλευρά έδειχναν στις επίγειες αρχές (αιρετικούς και διώκτες)  την αδικία τους, αλλά από την άλλη πλευρά αναγνώριζαν την εξουσία τους και προσεύχονταν να τους δώσει ο Κύριος μετάνοια και στις καρδιές τους λαλήσει το αγαθόν περί της Αγίας Εκκλησίας του.
Έτσι για παράδειγμα όταν ο ρώσικος βασιλιάς Αλεξέι Μιχάηλοβιτς παρείχε κάθε προστασία στην ύπουλη σύνοδο των Νεόπιστων το 1666, τότε με λίπη στην καρδιά οι πατέρες κατέθεσαν για αυτήν τη σύνοδο και για τον βασιλιά: «Αυτή η σύνοδος της Μόσχας η οποία έλαβε χώρα την εποχή του βασιλιά Αλεξέι δεν ήταν σαν τις άλλες δίκαιες αγίες συνόδους, αλλά ήταν όμοια με κάθε τρόπο στις υποθέσεις της με κακές, αιρετικές, πονηρές συνόδους, βασανιστικές, οι οποίες υπήρξαν τον καιρό των ελληνικών βασιλέων  Αναστάσιου και Κωνσταντίνου Κοπρώνυμου, και άλλων τέτοιων και δεν αρμόζει σε μας τους Ορθόδοξους Χριστιανούς να την ονομάζουμε αγία σύνοδο, αλλά συναγωγή σατανική και χριστιανοκτονική.» (Διάκονος Θεόδωρος Ιβανόβ. Επιστολή περί της Συνόδου του 1666). 
Αν και ο Βασιλιάς Αλεξέι εξομοιώθηκε με τους αρχαίους ελληνικούς βασιλείς-αιρετικούς, ωστόσο δεν απέρριψαν την κρατική του εξουσία οι υπερασπιστές της αρχαίας ευλάβειας, συνεχίζοντας να προσεύχονται για αυτόν και να καταθέτουν σαν υπήκοοι, στις επιστολές και στις αναφορές τους, την υπακοή τους σε αυτόν.
Έτσι το 1667, δηλαδή ήδη μετά την Μεγάλη Σύνοδο της Μόσχας που επιβεβαίωσε τις μεταρρυθμίσεις του Νίκωνα και άλλες διάφορες πλάνες, οι αιδεσιμότατοι μοναχοί της Ιεράς Μονής της Μεταμορφώσεως στο Σολοβκί έγραψαν στην αναφορά τους προς τον βασιλιά-αιρετικό και διώκτη Αλεξέι Μιχάηλοβιτς το παρακάτω: «Από τον βασιλιά των Ουρανών στον μυρωμένο στον βασιλιά μέγα κύριο όλης της οικουμένης, του βασιλιά μας και μέγα δούκα Αλεξέι Μιχάηλοβιτς, πάσης μεγάλης και μικρής και λευκής Ρωσίας αυτοκράτορα, κάνουμε μετάνοια εμείς οι πτωχοί βασιλικοί προσευχόμενοι – της Ιεράς Μονής του Σολοβκί, ο κελλάρης Γέροντας Αζαρίας και ο ταμίας Γέροντας Γερόντιος, και οι ιερείς και οι διάκονοι και οι ιερομόναχοι και όλοι οι απλοί μοναχοί και υπηρέτες και όλοι οι εργάτες» (5η αναφορά του Σολοβκί).
Το 1668 ο ομολογητής του Χριστού ιερέας Λάζαρος στην αναφορά του προς τον βασιλιά έγραφε: «Ευσεβή Κύριε, βασιλία και μέγα δούκα Αλεξέι Μιχάηλοβιτς, που έχεις την εξουσία από τον Θεό. Για τον λόγο αυτόν μπορείς να δημιουργείς θεία… και ο Θεός της ειρήνης ας είναι μαζί σου και ας σε προστατέψει με τον σταυρό του από κάθε επίθεση εχθρού ορατών και αοράτων εχθρών και του αιώνα αμήν».
Παρόμοια με τον ιερέα Λάζαρο και ο μοναχός μάρτυρας Αβράμιος στις ερωτήσεις-απαντήσεις του το 1670 κατέθεσε για την σχέση του προς τον βασιλιά αποστάτη: «Στον Παντοδύναμο Θεό όσο είναι δυνατόν προσεύχομαι για την υγεία του βασιλιά, και για την σωτηρία και εδραίωση της βασιλείας του».
Έχοντας μιλήσει για τις κοντινές εποχές, θα δείξουμε τον αρχαίο καιρό, την εποχή των Αγίων Προφητών καθώς περισσότερο από όλα τα ιστορικά παραδείγματα φωτίζουν στην ιστορία της Εκκλησίας ο βίος του Προφήτη του Θεού Δανιήλ μαζί με τα ευλαβή τρία παιδιά στην αυλή του βασιλιά της Βαβυλώνα Ναβουχοδονόσορ. Για τα έκτροπα του ο Θεός έδωσε τον λαό του Ισραήλ υπό την εξουσία του βασιλιά Ναβουχοδονόσορ. Ο βασιλιάς της Βαβυλώνας κατέστρεψε απόλυτα την Εκκλησία της Παλαιάς Διαθήκης – «ἐνέπρησε τὸν οἶκον Κυρίου» (Βασ. Δ’, 25:9), «καὶ πάντα τὰ σκεύη οἴκου τοῦ Θεοῦ τά μεγάλα καὶ τὰ μικρὰ καὶ τοὺς θησαυροὺς οἴκου Κυρίου …, πάντα εἰσήνεγκεν εἰς Βαβυλῶνα» (Παραλ. Β΄, 36:18). «Καὶ ἔθηκεν αὐτὰ ἐν τῷ ναῷ αὐτοῦ ἐν Βαβυλῶνι» (Παραλ. Β΄ 36:7), «καὶ ἔλαβεν ὁ ἀρχιμάγειρος τὸν ἱερέα τὸν πρῶτον καὶ τὸν ἱερέα τὸν δευτεροῦντα καὶ τοὺς τρεῖς τοὺς φυλάττοντας τὴν … καὶ ἐπάταξεν αὐτοὺς βασιλεὺς Βαβυλῶνος ἐν Δεβλαθά, ἐν γῇ Αἰμάθ» (Ιερεμ. 52:24,27). Ακόμα και σε αυτόν τον διώκτη και καταστροφέα της Εκκλησίας τα πιστά στο Θεό τέκνα υπάκουσαν στις υποθέσεις της πολιτείας μέχρι που  εκτελούσαν και υψηλές κρατικές υπηρεσίες όπως οι δίκαιοι: «ἐκ τοῦ γένους τῶν υἱῶν Ισραηλ τῶν ἀπὸ τῆς Ιουδαίας Δανιηλ, Ανανιας, Μισαηλ, Αζαριας» ( Δαν. 1:6). «Καὶ ὡμίλησεν αὐτοῖς ὁ βασιλεύς, καὶ οὐχ εὑρέθη ἐν τοῖς σοφοῖς ὅμοιος τῷ Δανιηλ καὶ Ανανια καὶ Μισαηλ καὶ Αζαρια∙ καὶ ἦσαν παρὰ τῷ βασιλεῖ» (Δαν. 1:19). Και το παράδειγμά τους είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον  καθώς από την μια πλευρά ο Προφήτης Δανιήλ απευθυνόμενος στον βασιλιά Ναβουχοδονόσορ λέει: «σύ, βασιλεῦ βασιλεὺς βασιλέων, καὶ σοὶ ὁ κύριος τοῦ οὐρανοῦ τὴν ἀρχὴν καὶ τὴν βασιλείαν καὶ τὴν ἰσχὺν καὶ τὴν τιμὴν καὶ τὴν δόξαν ἔδωκεν» (Δαν. 2:37), αλλά από την άλλη πλευρά ο Δανιήλ τηρούσε κατά τέτοιον βαθμό στην αιχμαλωσία τον νόμο της πίστης, που δίσταζε ακόμα και να πάρει τροφή από το τραπέζι του ειδωλολάτρη κυβερνήτη:  «καὶ ἐνεθυμήθη Δανιηλ ἐν τῇ καρδίᾳ ὅπως μὴ ἀλισγηθῇ ἐν τῷ δείπνῳ τοῦ βασιλέως καὶ ἐν ᾧ πίνει οἴνῳ, καὶ ἠξίωσε τὸν ἀρχιευνοῦχον ἵνα μὴ συμμολυνθῇ. καὶ ἔδωκε κύριος τῷ Δανιηλ τιμὴν καὶ χάριν ἐναντίον τοῦ ἀρχιευνούχου» (Δαν. 1:8,9). Και όταν ο βασιλιάς- ειδωλολάτρης άγγιξε όχι μόνο τις περιουσίες και τα σώματα των δούλων του Θεού, αλλά επιτέθηκε και στην ίδια την πίστη, τότε οι δίκαιοι ανοιχτά, αποφασιστικά και άφοβα αντιστάθηκαν στην θρησκευτική τυραννία του θεομάχου και έδειξαν πολιτική ανυπακοή, μη φοβούμενοι ακόμα και τον θάνατο: «τότε Ναβουχοδονοσορ θυμωθεὶς ὀργῇ προσέταξεν ἀγαγεῖν τὸν Σεδραχ, Μισαχ, Αβδεναγω∙ τότε οἱ ἄνθρωποι ἤχθησαν πρὸς τὸν βασιλέα. οὓς καὶ συνιδὼν Ναβουχοδονοσορ ὁ βασιλεὺς εἶπεν αὐτοῖς Διὰ τί, Σεδραχ, Μισαχ, Αβδεναγω, τοῖς θεοῖς μου οὐ λατρεύετε καὶ τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ἣν ἔστησα, οὐ προσκυνεῖτε; καὶ νῦν εἰ μὲν ἔχετε ἑτοίμως ἅμα τῷ ἀκοῦσαι τῆς σάλπιγγος καὶ παντὸς ἤχου μουσικῶν πεσόντες προσκυνῆσαι τῇ εἰκόνι τῇ χρυσῇ, ᾗ ἔστησα∙ εἰ δὲ μή γε, γινώσκετε ὅτι μὴ προσκυνησάντων ὑμῶν αὐθωρὶ ἐμβληθήσεσθε εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς τὴν καιομένην∙ καὶ ποῖος θεὸς ἐξελεῖται ὑμᾶς ἐκ τῶν χειρῶν μου; ἀποκριθέντες δὲ Σεδραχ, Μισαχ, Αβδεναγω εἶπαν τῷ βασιλεῖ Ναβουχοδονοσορ Βασιλεῦ, οὐ χρείαν ἔχομεν ἡμεῖς ἐπὶ τῇ ἐπιταγῇ ταύτῃ ἀποκριθῆναί σοι∙ ἔστι γὰρ θεὸς ἐν οὐρανοῖς εἷς κύριος ἡμῶν, ὃν φοβούμεθα, ὅς ἐστι δυνατὸς ἐξελέσθαι ἡμᾶς ἐκ τῆς καμίνου τοῦ πυρός, καὶ ἐκ τῶν χειρῶν σου, βασιλεῦ, ἐξελεῖται ἡμᾶς∙ καὶ τότε φανερόν σοι ἔσται, ὅτι οὔτε τῷ εἰδώλῳ σου λατρεύομεν οὔτε τῇ εἰκόνι σου τῇ χρυσῇ, ἣν ἔστησας, προσκυνοῦμεν» ( Δαν. 3:13-18). Έτσι πρέπει να αποκρίνεται κάθε Χριστιανός σε οποιονδήποτε ηγέτη που εισβάλλει στην αγία πίστη μας.
Στο παράδειγμα της ζωής του Άγιου προφήτη Δανιήλ και των αγίων παίδων βλέπουμε ότι για τους Χριστιανούς μόνη αξία αποτελεί το θέλημα του Θεού, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι οι Χριστιανοί πρέπει να βρίσκονται  έξω από τη δημόσια και πολιτική ζωή των χωρών όπου διαμένουν. Όχι, αντιθέτως, εφόσον υπηρέτης του Θεού μπορεί να γίνει κάθε αρχηγός που ενεργεί σωστά, ακόμα και κάποιος που δεν ανήκει στους πιστούς, ακόμη περισσότερο υπηρέτης του Θεού μπορεί να γίνει και ένας ορθόδοξος χριστιανός κουβαλώντας πάνω του το βάρος της εξουσίας. Από την ιστορία της Εκκλησίας όπως στην Παλαιά Διαθήκη έτσι και στην Νέα Διαθήκη εμείς γνωρίζουμε πολλαπλά παραδείγματα που τα τέκνα του Θεού παρευρίσκονταν στην λειτουργία άπιστων δεσποτών της γης, και αυτή τους η υπηρεσία δεν παρέμβαινε στην ενάρετη ζωή τους. Έτσι ήταν και Ιωσήφ στην αυλή του Φαραώ της Αιγύπτου και ο Προφήτης Δανιήλ στην υπηρεσία του βασιλιά της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορ, ο Άγιος Γεώργιος Τροπαιοφόρος διοικούσε τον στρατό του αυτοκράτορα της ειδωλολατρικής Ρώμης, και ο Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός ήταν υπουργός στο αραβικό χαλιφάτο. Και όλοι αυτοί όχι μόνο φυλούσαν την πίστη, αλλά και με την ζωή τους ξυπνούσαν στις καρδιές των εθνών σεβασμό στον Αληθινό Θεό, εκπληρώνοντας την εντολή του Χριστού: «οὕτως λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσιν τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. 5:16). Το παραδειγμά τους πρέπει να ακολουθεί κάθε χριστιανός, που έχει πάρει πάνω του το βάρος της διοίκησης.
Έτσι λοιπόν, αν ο χριστιανός μπορεί να είναι επικεφαλής της οικογένειας, τότε αναμφισβήτητα μπορεί να είναι και επικεφαλής του κράτους, αν δεν χρειαστεί να παραβιάσει τον νόμο του Θεού. Ωστόσο αυτό δεν είναι επιταγήν αλλά συγγνώμην , όπως λέγεται: «οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Εβρ. 13:14), για την οποία ο ίδιος ο Χριστός είπε: «Ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» (Ιωάνν. 18:36).
Η διαίρεση της ανθρωπότητας σε έθνη, φυλές και γλώσσες πραγματοποίησε αναντίρρητα ο Θεός, αλλά αυτό δεν ήταν επιβράβευση για την ανθρωπότητα αλλά τιμωρία για το θράσος που εκδηλώθηκε στον πύργο της Βαβέλ, όταν μεθυσμένοι από υπερηφάνεια άνθρωποι θέλησαν να εξισωθούν με τη δόξα τους με τον Θεό, μέσω της επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου, ξεχνώντας ότι το μυαλό, η ικανότητα για την γνώση και τη δημιουργικότητα δόθηκαν από τον ίδιο τον Θεό, και δεν αποτελούν προσωπική επίτευξη της ανθρωπότητας: «Καὶ ἦν πᾶσα ἡ γῆ χεῖλος ἕν, καὶ φωνὴ μία πᾶσι. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κινῆσαι αὐτοὺς ἀπὸ ἀνατολῶν, εὗρον πεδίον ἐν γῇ Σενναὰρ καὶ κατῴκησαν ἐκεῖ. καὶ εἶπεν ἄνθρωπος τῷ πλησίον αὐτοῦ∙ δεῦτε πλινθεύσωμεν πλίνθους καὶ ὀπτήσωμεν αὐτὰς πυρί. καὶ ἐγένετο αὐτοῖς ἡ πλίνθος εἰς λίθον, καὶ ἄσφαλτος ἦν αὐτοῖς ὁ πηλός. καὶ εἶπαν∙ δεῦτε οἰκοδομήσωμεν ἑαυτοῖς πόλιν καὶ πύργον, οὗ ἔσται ἡ κεφαλὴ ἕως τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ποιήσωμεν ἑαυτοῖς ὄνομα πρὸ τοῦ διασπαρῆναι ἡμᾶς ἐπὶ προσώπου πάσης τῆς γῆς. καὶ κατέβη Κύριος ἰδεῖν τὴν πόλιν καὶ τὸν πύργον, ὃν ᾠκοδόμησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων. καὶ εἶπε Κύριος∙ ἰδοὺ γένος ἓν καὶ χεῖλος ἓν πάντων, καὶ τοῦτο ἤρξαντο ποιῆσαι, καὶ νῦν οὐκ ἐκλείψει ἀπ᾿ αὐτῶν πάντα, ὅσα ἂν ἐπιθῶνται ποιεῖν. δεῦτε καὶ καταβάντες συγχέωμεν αὐτῶν ἐκεῖ τὴν γλῶσσαν, ἵνα μὴ ἀκούσωσιν ἕκαστος τὴν φωνὴν τοῦ πλησίον. καὶ διέσπειρεν αὐτοὺς Κύριος ἐκεῖθεν ἐπὶ πρόσωπον πάσης τῆς γῆς, καὶ ἐπαύσαντο οἰκοδομοῦντες τὴν πόλιν καὶ τὸν πύργον. διὰ τοῦτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτῆς Σύγχυσις, ὅτι ἐκεῖ συνέχεε Κύριος τὰ χείλη πάσης τῆς γῆς, καὶ ἐκεῖθεν διέσπειρεν αὐτοὺς Κύριος ἐπὶ πρόσωπον πάσης τῆς γῆς» (Γεν. 11:1-9). Ως εκτούτου λέγεται στην Αγία Γραφή για τον Θεό, ότι από Αυτόν «ἐξ οὗ πᾶσα πατριὰ ἐν οὐρανοῖς καὶ ἐπὶ γῆς ὀνομάζεται» (Εφ. 3,15), επειδή ήταν δικό Του το θέλημα να χωρίσει την ανθρωπότητα σε έθνη και να χαρίσει σε καθένα την χώρα του.
Αλλά αυτή ήταν μια τιμωρία, από την οποία ήρθε να μας λυτρώσει και μας λύτρωσε ο σωτήρας μας και Θεός ο Ιησούς Χριστός. Διότι το αρχικό Του θέλημα ήταν να μην υπάρχει μεταξύ των ανθρώπων διαχωρισμός, αλλά να υπάρχει απόλυτη αδελφότητα η οποία οικοδομεί  την πίστη στον Χριστό, στην οποία: «οὐκ ἔνι Ἕλλην καὶ Ἰουδαῖος, περιτομὴ καὶ ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός» (Κολ.3:11).
Για αυτό η Εκκλησία κατέθεσε και στο Σύμβολο της Πίστης- πιστεύουμε «Είς μίαν Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησία». Καθολική ονομάζεται Εκκλησία, «διότι αυτή όλους τους πιστούς παντού σε όλον τον κόσμο, και σε κάθε αιώνα ενώνει και μέσα της κρατάει» (Μεγάλη Κατήχηση. Κεφ. 25, φ.119). Ως εκ τούτου, όλοι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί δίχως διάκριση εθνικότητας και τόπου κατοικίας – «γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον, λαὸς εἰς περιποίησιν, ὅπως τὰς ἀρετὰς ἐξαγγείλητε τοῦ ἐκ σκότους ὑμᾶς καλέσαντος εἰς τὸ θαυμαστὸν αὐτοῦ φῶς∙ οἵ ποτε οὐ λαὸς, νῦν δὲ λαὸς Θεοῦ, οἱ οὐκ ἠλεημένοι, νῦν δὲ ἐλεηθέντες» (Πετ. Α΄ 2:9,10).
Παροίκους και παρεπιδήμους σε αυτόν τον κόσμο μας ονομάζει η Αγία Γραφή, υπογραμμίζοντας ότι οι περισσότερες σκέψεις μας θα πρέπει να είναι για την Ουράνια Χώρα: «Ἀγαπητοί, παρακαλῶ ὡς παροίκους καὶ παρεπιδήμους, ἀπέχεσθαι τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν, αἵτινες στρατεύονται κατὰ τῆς ψυχῆς» (Πετ. Α΄ 2:11).
Επαναλαμβάνει μετά τον άγιο Απόστολο ο μεγάλος δάσκαλος της Εκκλησίας Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, λέγοντας για τους Χριστιανούς: «Πᾶσι μία τοῖς ὑψηλοῖς πατρὶς, ὦ οὗτος, ἡ ἄνω Ἱερουσαλὴμ, εἰς ἣν ἀποτιθέμεθα τὸ πολίτευμα. Πᾶσι γένος ἓν, εἰ μὲν τὰ κάτω βούλει σκοπεῖν, ὁ χοῦς· εἰ δὲ τὰ ὑψηλότερα, τὸ ἐμφύσημα, οὗ μετειλήφαμεν, καὶ ὃ τηρεῖν ἐκελεύσθημεν, καὶ μεθ' οὗ παραστῆναί με δεῖ λόγον ὑφέξοντα τῆς ἄνωθεν εὐγενείας καὶ τῆς εἰκόνος. Πᾶς μὲν οὖν εὐγενὴς, ὁ τοῦτο φυλάξας ἐξ ἀρετῆς, καὶ τῆς πρὸς τὸ ἀρχέτυπον νεύσεως· δυσγενὴς δὲ ἅπας, ὁ τῇ κακίᾳ συγχέας, καὶ μορφὴν ἑτέραν ἐπιβαλὼν ἑαυτῷ, τὴν τοῦ ὄφεως. Αἱ δὲ κάτω πατρίδες αὗται, καὶ τὰ γένη ταῦτα, τῆς προσκαίρου ζωῆς καὶ σκηνῆς ἡμῶν γέγονε παίγνια. Πατρίς τε γὰρ, ἣν προκατέλαβεν ἕκαστος, ἢ τυραννήσας, ἢ δυστυχήσας, ἧς πάντες ὁμοίως ξένοι καὶ πάροικοι, κἂν ἐπὶ πολὺ τὰ ὀνόματα παίξωμεν» (Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Λόγος ΛΓ΄. Πρὸς Ἀρειανοὺς, καὶ εἰς ἑαυτόν).
Άραγε όμως πρέπει να είμαστε παντελώς αδιάφοροι για την χώρα, στην οποία ζούμε, για την τύχη του λαού, στον οποίο ανήκουμε από την σαρκική μας γέννηση; Όχι! Καθώς λέγεται: «ζητήσατε εἰς εἰρήνην τῆς γῆς, εἰς ἣν ἀπῴκισα ὑμᾶς ἐκεῖ, καὶ προσεύξασθε περὶ αὐτῶν πρὸς Κύριον, ὅτι ἐν εἰρήνῃ αὐτῆς ἔσται εἰρήνη ὑμῖν» (Ιερ. 36 [29] :7). Παράδειγμα μεγάλης αγάπης, προς τον  εξ αίματος λαό του, έδειξε ο Άγιος Απόστολος Παύλος: «Ἀλήθειαν λέγω ἐν Χριστῷ, οὐ ψεύδομαι, συμμαρτυρούσης μοι τῆς συνειδήσεώς μου ἐν Πνεύματι ἁγίῳ, ὅτι λύπη μοί ἐστι μεγάλη καὶ ἀδιάλειπτος ὀδύνη τῇ καρδίᾳ μου. ηὐχόμην γὰρ αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν κατὰ σάρκα» (Ρωμ. 9:1-3).  Σημειώνουμε ότι ο Απόστολος προσδίδει φροντίδα όχι στην σωματική ευεξία ή στην πολιτική κραταιότητα  του λαού του, αλλά στην σωτηρία του διά της πίστης στον Χριστό. Και γι’ αυτό αυτός ήταν έτοιμος να χάσει ο ίδιος την σωτηρία του, τόσο σπουδαία ήταν η αγάπη του.
Ακολουθώντας αυτά τα θεία λόγια και παραδείγματα, η Εκκλησία του Χριστού καθημερινά προσεύχεται στον Θεό «Ὑπέρ τῆς πόλεως ταύτης, πάσης πόλεως καὶ χώρας καί τῶν πίστει οἰκούντων ἐν αὐταῖς».
Αλλά εφόσον ο Χριστιανός πρέπει να φροντίζει για γενικά κάθε πόλη και χώρα, όπου του όρισε να ζει ο Θεός, πόσο περισσότερο έχει την υποχρέωση να φροντίζει μια χώρα η οποία ενδιαφέρεται ιδιαίτερα  για τον λόγο του Θεού. Και από αυτές τις χώρες, και περισσότερο μάλιστα και από άλλες, χωρίς καμία αμφιβολία αποτελεί η Ρωσία, καθώς για πολλούς αιώνες όλος ο ρώσικος λαός ήταν ενωμένος με το φως της χριστιανικής πίστης και την αλήθεια της Αγίας Ορθοδοξίας. Και παρόλο που ο διάβολος ακόμα τον 17ο αι. μέσω του εκκλησιαστικού σχίσματος κατάφερε να γκρεμίζει την πνευματική ενότητα του ρώσικου λαού με τις μεταρρυθμίσεις του άσεβου αυτοκράτορα Πέτρου και ιδεολογικο-πολιτικά και πολιτισμικά να την συνθλίψει, και έπειτα τον 20ο αι. να τον παρασύρει στα μονοπάτια άλλων θεών, παρ’ όλα αυτά η ίδια η ιστορία του ρώσικου λαού, η ιστορική του μνήμη αμετάβλητα μαρτυρούν για την σπουδαία πορεία, που  είναι παραμελημένη. Αλλά αν είναι γνωστή η πορεία σημαίνει πως υπάρχει η δυνατότητα επιστροφής σε αυτήν, παρ’ όλες τις απώλειες που προέκυψαν, παρ’ όλες τις υπάρχουσες πληγές, διότι ο Θεός είναι δυνατό να αναστήσει ακόμα και νεκρούς, όπως λέγεται: «ὅτι δύναται ὁ θεὸς ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραι τέκνα τῷ Ἀβραάμ» (Ματθ. 3:9).
Και παρά το γεγονός ότι ο ρώσικος λαός, δυστυχώς, περνάει τώρα μια εποχή ηθικής και πνευματικής παρακμής, ωστόσο, ακόμα μπορεί να επιστρέψει στην πίστη των ευσεβών προγόνων του και εκ νέου να γίνει η λυχνία για τον κόσμο όλον για το οποίο και εμείς όλοι παρακαλούμε τον Θεό.
Και προσευχόμαστε επίσης, ώστε ο Κύριος, με τους γνωστούς Του τρόπους, να διευθετήσει έτσι τα πράγματα ώστε η αρετή των τέκνων Του να γίνει παράδειγμα και αντικείμενο επιδίωξης για όλους τους λαούς που ζουν μεταξύ του τότε αναστημένου και ανανεωμένου ρώσικου λαού. Διότι οφείλουμε να στρέφουμε σε όλους την πίστη του Χριστού, όχι όμως βίαια αλλά με τον λόγο του Θεού, ο οποίος: «ζῶν γὰρ... καὶ ἐνεργὴς καὶ τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον καὶ διικνούμενος ἄχρι μερισμοῦ ψυχῆς τε καὶ πνεύματος, ἁρμῶν τε καὶ μυελῶν, καὶ κριτικὸς ἐνθυμήσεων καὶ ἐννοιῶν καρδίας» (Εβρ. 4:12).  Βοήθεια στον λόγο μας πρέπει να είναι η ζωή μας με τις εντολές του Θεού και η προσευχή για όλους τους ανθρώπους ώστε να πραγματοποιηθούν για όλους τα λεγόμενα του Θεού: «καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω, ἃ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης∙ κἀκεῖνά με δεῖ ἀγαγεῖν, καὶ τῆς φωνῆς μου ἀκούσουσι, καὶ γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν» (Ιωανν.10:16). Ακριβώς για αυτόν τον λόγο οι Χριστιανοί πρέπει «τὴν ἀναστροφὴν ὑμῶν ἔχοντες καλήν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ἵνα ἐν ᾧ καταλαλοῦσιν ὑμῶν ὡς κακοποιῶν, ἐκ τῶν καλῶν ἔργων ἐποπτεύσαντες δοξάσωσι τὸν Θεὸν ἐν ἡμέρᾳ ἐπισκοπῆς» (Πετρ. Α’ 2:12).
Αλλά είναι δυνατό αυτό στις πικρο-θλιβερές εποχές, όταν φαίνεται πως πραγματοποιήθηκαν εντελώς οι αποκαλυπτικές προφητείες; Σίγουρα είναι δυνατό, γιατί: «μία ἡμέρα παρὰ Κυρίῳ ὡς χίλια ἔτη, καὶ χίλια ἔτη ὡς ἡμέρα μία. οὐ βραδύνει ὁ Κύριος τῆς ἐπαγγελίας, ... ἀλλὰ μακροθυμεῖ εἰς ἡμᾶς, μὴ βουλόμενός τινας ἀπολέσθαι, ἀλλὰ πάντας εἰς μετάνοιαν χωρῆσαι» (Πετρ. Β΄3:8,9), επειδή «γίνεται χαρὰ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ.15:10), και «όμος δὲ παρεισῆλθεν ἵνα πλεονάσῃ τὸ παράπτωμα. οὗ δὲ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις» (Ρωμ. 5:20). ·
Και αν ο Κύριος έδειξε έλεος τους αρχαίους Νινευήτες, μετανοημένους για τις αμαρτίες τους, τότε αναμφισβήτητα μπορεί να αποτρέψει την οργή Του και από τον ρώσικο λαό, στολίζοντάς τον και πάλι με αρχαία ευλάβεια, με αγνή αγιοπατερική πίστη.
Θα γίνει άραγε αυτό; Δεν ξέρουμε. Μόνο ο Θεός ξέρει, διότι όλα αυτά ανήκουν στην εξουσία Του, όπως λέγεται: «Ἐάν μὴ Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες· ἐὰν μὴ Κύριος φυλάξῃ πόλιν, εἰς μάτην ἠγρύπνησεν ὁ φυλάσσων» (Ψαλμ.126:1). Το δικό μας χριστιανικό καθήκον – είναι να μην μαντεύουμε, να μην δοκιμάζουμε τις μοίρες του Θεού, αλλά να ενεργούμε σύμφωνα με την Θεία αλήθεια και να προσευχόμαστε για την καταστρεφόμενη ανθρωπότητα για να πραγματοποιηθούν και για μας τα λόγια της Αγίας Γραφής: «καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ ἔργα αὐτῶν, ὅτι ἀπέστρεψαν ἀπὸ τῶν ὁδῶν αὐτῶν τῶν πονηρῶν, καὶ μετενόησεν ὁ Θεὸς ἐπὶ τῇ κακίᾳ, ᾗ ἐλάλησε τοῦ ποιῆσαι αὐτοῖς, καὶ οὐκ ἐποίησε» (Ιωνάς 3:10).
«Τῷ δὲ βασιλεῖ τῶν αἰώνων, ἀφθάρτῳ, ἀοράτῳ, μόνῳ σοφῷ Θεῷ, τιμὴ καὶ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν» (Τιμ. Α΄ 1:17).
Μόσχα

12 Δεκεμβρίου του 7520
(μετάφραση Ελισάβετ Σίντνεβα)