суббота, 30 апреля 2016 г.

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΜΟΣΧΑΣ ΤΩΝ 1666 - 67



ΣΥΝΟΠΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ 

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΜΟΣΧΑΣ

ΤΩΝ 1666 - 67

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Το 1666 – 67 συνεκλήθη η Πανορθόδοξη Σύνοδος της Μόσχας, η οποία οδήγησε στο οριστικό σχίσμα στη Ρωσική Εκκλησία δια της έγκρισης της μη σκόπιμης μα και της επιβλαβής εκκλησιαστικής μεταρρύθμισης. Πέρα από την μεταρρύθμιση της λειτουργίας και δικαιολογία της λανθασμένης διόρθωσης των βιβλίων, σ’ αυτή την Σύνοδο κηρύχτηκαν πολλές θεολογικές παραπλανήσεις, οι οποίες περιεχόταν όσο στις δράσεις της ίδιας της Συνόδου, τόσο και στο εγκεκριμένο από την Σύνοδο ως δογματικό βιβλίο «Η Ράβδος της διοίκησης για την οδήγηση ποιμενομένων της Ορθόδοξης Ρωσικής Εκκλησίας». Στα τέλη του 1667 αυτό το έργο εκδόθηκε εξ ονόματος του τσάρου και όλης της Συνόδου: «Η ράβδος αυτή η νοερή, από την φιλεργία της Ιεράς Συνόδου δημιουργήθηκε: με την ευλογία των αγιοτάτων Πατριαρχών Παϊσίου της Αλεξανδρείας και Μακαρίου της Αντιοχείας εκδόθηκε» (Η Ράβδος της διοίκησης, φύλλο 20, πίσω πλευρά).

Τα μέλη της Συνόδου αναθεμάτισαν όλους όποιοι τόλμησαν να εναντιωθούν τις περιπλανήσεις της Συνόδου του 1666 – 67 και του βιβλίου «Η Ράβδος»: «Τις δε νυν αρχίζει να ανθίσταται για αιτίες [θἐματα] οι οποίες έχουν αναφερθεί στην Μεγάλη αυτή την Σύνοδο, για τις διορθώσεις από τους μεγάλους Πατριάρχες πραγματοποιημένες και εγκεκριμένες για την αλληλούια, για τον σταυρό και λοιπές αιτίες, οι οποίες είναι καταγραμμένες στην παρούσα Σύνοδο, την χρονιά 1667 μετά την γέννηση του Χριστού, και στο βιβλίο της Διοίκησης της Ράβδου, κατά τον Απόστολο Παύλο, θα είναι αυτοκατάκριτος εις την αλήθεια και ως αδικητής του Θεού και των κανόνων των αγίων πατέρων αντίπαλος θα γίνει κληροδόχος του όρκου της Συνόδου αυτής». «Εάν τίς δεν υπακούει τις διαταγές μας και δεν υποκλίνεται στην Άγια ανατολική Εκκλησία και στην Σύνοδο αυτή, είτε αρχίζει να ανθίσταται εμάς, εμείς τον αντίμαχο αυτό, με την εξουσία που είχε δοθεί σ’ εμάς από τον Άγιο και Ζωογόνο Πνεύμα, αν είναι ιερέας τον καθαιρούμε και αναθεματίζουμε. Αν τίς είναι λαϊκός, τον αναθεματίζουμε ως αιρετικό και ανυπάκουο, αφαιρείται της Ορθοδοξίας, του ποιμνίου του Θεού, της Εκκλησίας του Θεού για να μετανοήσει και γυρίσει εν τη αλήθεια μέσω της μετάνοιας. Αν τις μην σωφρονιστεί και μην επιστραφεί εν τη αλήθεια με μετάνοια και να προχωρήσει το πεισμάτωμά του μέχρι τα τέλη του, ας καθαιρεθεί και μετά το θάνατός του, και το μέρος του, η ψυχή του μετά του Ιούδας προδότη, και σταυρωτών του Χριστού, των εβραίων, και με τον Αρειο και άλλους καταραμένους αιρετικούς. Το σίδηρο, πέτρες, δένδρα ας καταστραφούν και σαπισθούν, αυτός δε μη καταστραφεί, και μην σαπισθεί, σαν τύμπανο, εις τους αιώνες των αιώνων, αμήν».      
         Κατά την απόδειξη όμως των αγίων πατέρων, ο Θεός δεν ακολουθεί την άδικη ανάθεμα, και όταν αιρετικοί αναθεματίζουν ορθόδοξους, οι ορθόδοξοι ευλογούν τον Θεό, οι αιρετικοί δε δικάζονται από την Θεία Δίκη: «καὶ ἐν αὐτῷ ἡτοίμασε σκεύη θανάτου, τὰ βέλη αὐτοῦ τοῖς καιομένοις ἐξειργάσατο. ἰδοὺ ὠδίνησεν ἀδικίαν, συνέλαβε πόνον καὶ ἔτεκεν ἀνομίαν. λάκκον ὤρυξε καὶ ἀνέσκαψεν αὐτόν, καὶ ἐμπεσεῖται εἰς βόθρον, ὃν εἰργάσατο· ἐπιστρέψει ὁ πόνος αὐτοῦ εἰς κεφαλὴν αὐτοῦ, καὶ ἐπὶ κορυφὴν αὐτοῦ ἡ ἀδικία αὐτοῦ καταβήσεται» (Ψαλμ. 7:14-17), «καὶ εὐλογήσω τοὺς εὐλογοῦντάς σε καὶ τοὺς καταρωμένους σε καταράσομαι» (Γεν. 12:3).
Στο παρόν Σημείωμα εκθέτουμε τις θεολογικές αιτίες, βάσει των οποίων δεν μπορούμε να θεωρήσουμε την Μεγαλή Σύνοδο των 1666 – 67 ορθόδοξη, και γιατί τα αναθεματίσματα αυτής δεν αναγνωρίζουμε. Και όπως είπε ο Θεόδωρος Στουδίτης: «Όταν ανοίγουμε την ασεβή διδασκαλία τους και δείξουμε τις αιτίες βάσει οποίων αναθεμάτισαν εμάς μαζί με τους άλλους, τότε αποκαλυφτεί ότι δεν είναι απλά αιρετικοί, αλλά παραβάτες του Ευαγγελίου του Θεού, οι οποίοι  καταράστηκαν τους αγίους και παραβαίνουν κανόνες» (Επιστολή 36 – ελεύθερη μετάφραση).

1 ΘΕΜΑ

Το συνοδικό βιβλίο «Η Ράβδος» περιέχει την καθολική διδαχή για τον καιρό της μετουσίωσης των Τιμίων Δώρων στην Ευχαριστία, για την μετουσίωση η οποία γίνεται δήθεν όχι την στιγμή της επίκλησης προς το Άγιο Πνεύμα, αλλά την στιγμή της εκφώνησης των λογίων του Σωτήρα «Λάβετε, φάγετε...»: «Αλήθεια είναι το ότι ο άρτος ο οποίος προετοιμάζεται στην Προσκομιδή και μέχρι την μέση της Λειτουργίας, ακόμα και μέχρι της επίκλησης τους Δέσποτα: ‘λάβετε, φάγετε· τούτο εστι το σώμα μου’ και ο οίνος με νερό μέχρι τα λόγια του Δέσποτα: ‘πίετε εξ αυτού πάντες, τούτο γάρ εστι το αίμα μου’, «και ἀλλα», δεν έχουν την μετουσίωση σε Σώμα και Αίμα Χριστού. Από τη δύναμη αυτών των λόγιων του Δέσποτα η ουσία του άρτου και οίνου μεταβάλλεται στην ουσία του σώματος και αίματος του Χριστού, όπως πίστευαν και μας δίδαξαν όλοι οι άγιοι πατέρες» (Η Ράβδος της διοίκησης, μέρος 1, φύλλο 31, πίσω πλευρά 32).
Αυτή η λατινική καινοτομία, η οποία πρώτη φορά έγινε αντικείμενο θεολογικών συζητήσεων το 1439 στην Σύνοδο της Φλωρεντίας και οριστικά στερεώθηκε στην καθολική θεολογία το 1570 από μια Βούλα του Πάπα Πίου Ε΄, αντιβαίνει την πολύχρονη διδαχή της Ανατολικής Εκκλησίας:
«Μετά, έχοντας αγιάσει τον εαυτό μας με πνευματικούς ύμνους, προσευχόμαστε στον φιλάνθρωπο Θεό να εξαποστείλει στα δώρα, που του προσφέραμε και τα έχουμε παραθέσει στο θυσιαστήριο, το Άγιο Πνεύμα. Και να κάνει έτσι, τον μεν άρτο Σώμα Χριστού, τον δε οίνο Αίμα Χριστού. Γιατί καθετί που θα το αγγίξει το Άγιο Πνεύμα, αλλάζει και αγιάζεται» (Δ΄ αιώνας, Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Ε΄ Μυσταγωγική Κατήχηση, κεφάλαιο Ζ΄).
«Μετά το διάβασμα της προσευχής ο αρχιερέας δείχνει στα Αγία Δώρα, λέγοντας: Καὶ ποίησον τὸν μὲν ἄρτον τοῦτον τίμιον σῶμα τοῦ Χριστοῦ σου, τὸ δὲ ἐν τῷ ποτηρίῳ τούτῳ τίμιον αἷμα τοῦ Χριστοῦ σου,  μεταβαλὼν τῷ Πνεύματί σου τῷ Ἁγίῳ. Και εμείς γνωρίζουμε και εξαγορεύουμε ότι κατά την επίκληση αυτή πραγματοποιείται και μετουσίωση» (ΙΑ΄ αιώνας, Αγίου Θεοδώρου Επισκόπου Ανδίδων, Προθεωρία κεφαλαιώδης περί τῶν ἐν τῇ θείᾳ Λειτουργίᾳ γινομένων συμβόλων και μυστηρίων, κεφάλαιο ΚΖ΄).
«Διηγείται το φρικτό εκείνο δείπνο, και πως (ο Χριστός) το παρέδωσε πριν από το πάθος στους αγίους Του μαθητές, και πως πήρε στα χέρια Του το ποτήριο και πως έλαβε άρτο και αφού ευχαρίστησε τα αγίασε, και τί είπε για να εκφράσει το μυστήριο. Και αφού πει (ο ιερεύς) τα λόγια αυτά, γονατίζει και εύχεται και ικετεύει, τα θεία εκείνα λόγια του μονογενούς Υιού Του και Σωτήρα μας να τα εφαρμόσει (ο Θεός) και στα προκείμενα δώρα και αυτά δεχόμενα το πανάγιο και παντοδύναμο Πνεύμα Του, να μεταβληθούν, ο μεν άρτος σ' αυτό το ίδιο το τίμιο και άγιο σώμα Του, ο δε οίνος σ' αυτό το άχραντο και άγιο αίμα Του. Όταν αυτές οι ευχές και τα λόγια ειπωθούν, όλη η θεία ιερουργία «ήνυσται και τετέλεσται», έχει επιτευχθεί και τελειωθεί. Τα δώρα έχουν αγιασθεί, η θυσία έχει ολοκληρωθεί και το μεγάλο θύμα και ιερό σφάγιο που εσφάγη για χάρη του κόσμου βρίσκεται εμπρός στα μάτια μας επάνω στην αγία τράπεζα. » (ΙΔ΄ αιώνας, Αγίου Νικόλαου Καβάσιλα, Ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας, ΚΖ΄).
 «Μετά ο ιερεύς τελείται σε ανάμνηση του μυστικού δείπνου, εν Σιών γινομένου, και εκφωνεί τα θεϊκά λόγια, τα οποία έλεγε τότε ο Σωτήρας, ιερουργώντας. Έχοντας ευχαριστήσει την θαυματουργική Του Πρόνοια, για τον άρτο και οίνο ετοιμασμένα στην Αγία Τράπεζα, για όλους και  όλες προς εμάς ευλογίες Του… μετά παρακαλεί και στον εαυτό του και στα ετοιμασμένα Δώρα να στείλει τον Άγιο Πνεύμα. Αγιάζοντας με το χέρι του και με σταυρό τα Δώρα τώρα βλέπει σ’αυτά τα Δώρα τον Ίδιο Ιησού Χριστό μπροστά του» (ΙΕ΄ αιώνας,  Συμεών Θεσσαλονίκης, Ερμηνεία Περί τε του Θείου Ναού . Κεφάλαια ΝΑ΄-ΝΒ΄ - ελεύθερη μετάφραση).
«Αλλ’ ο Χρυσόστομός φησι «τον δεσποτικόν λόγον ἅπαξ ῥηθέντα την θυσίαν ἀπηρτισμένην ἐργάζεσθαι»: ἅπαξ ῥητέντα φησίν οὐ νυν ὑπό του ἱερέως λεγόμενον, ἀλλ’ ἅπαξ ὑπό του Σωτήρος ῥητέντα, την τελειωτικήν ἀεί δύναμιν ἑνιέναι τοις προκειμένοις οὐκ ἤδη και ἐνεργείᾳ τελειούν αὐτά: τούτο γαρ ἡ του ἁγίου Πνεύματος ἐπιφοίτεσις ἐργἀζεται δια της του ἱερέως εὐχής, και δήλον ων αὐτός ὁ χρυσούς την γλώτταν, ὡς πρότερον ἐξεθέμεθα, μετά το εἰπείν τα δεσποτικά ῥήματα, «Κατάπεμψον, φησί, το Πνεύμά σου το ἅγιον, και πίησον τον μεν ἄρτον τούτον τίμιον σώμα του Χριστού σου, το δε ἐν τῳ ποτηρίῳ τούτῳ τίμιον αῖμα τοῦ Χριστοῦ σου, μεταβαλών τῳ Πενύματί σου ἁγίῳ». Ταῦτα εἰ μὴ πείθουσι τοὺς φιλονείκως ἕχοντας, ἐλεεῖσθαι ἄν εῖεν δίκαιοι τῆς  διπλῆς ἀγνοίας και τῆς εἰς βάθος πωρώσεως» (ΙΔ΄ αιώνας, Μάρκου Αρχιεπισκόπου Εφέσου, ότι ου μόνον από της φωνής των Δεσποτικών ρημάτων αγιάζονται τα Θεία δώρα, κεφάλαιο Ζ΄).
Το ίδιο μας λέει και ο κανόνας ϰα´ του Μέγαλου Βασιλείου. Τις επικλήσεις του Αγίου Πνεύματος κατά την μετουσίωση των Αγίων Δώρων στην Ευχαριστία ο άγιος πατέρας χαρακτηρίζει ως αποστολική παράδοση: «Τὰ τῆς Ἐπικλήσεως ῥήματα ἐπὶ τῇ ἀναδείξει τοῦ ἄρτου τῆς εὐχαριστίας καὶ τοῦ ποτηρίου τῆς εὐλογίας, τίς τῶν ἁγίων ἐγγράφως ἡμῖν καταλέλοιπεν; Οὐ γὰρ δὴ τούτοις ἀρκούμεθα, ὧν ὁ ἀπόστολος ἤ τὸ Εὐαγγέλιον ἐπεμνήσθη, ἀλλὰ καὶ προλέγομεν καὶ ἐπιλέγομεν ἕτερα, ὡς μεγάλην ἔχοντα πρὸς τὸ μυστήριον τὴν ἰσχύν, ἐκ τῆς ἀγράφου διδασκαλίας παραλαβόντες». Από αυτό γίνεται σαφώς ότι ο άγιος Βασίλειος δεν θεωρούσε ότι Τα Άγια Δώρα μεταβάλλονται από τα φιξαρισμένα γραπτώς  από τους Ευαγγελιστές λόγια του Σωτήρα: «Λάβετε, φάγετε...».
Έτσι, οι καθολικοί και με αυτούς και οι συμμέτοχοι της Μεγάλης Συνόδου της Μόσχας επιβουλεύτηκαν την αποστολίκη Παράδοση. Για όλους τους ανατροπείς της αγίας Παράδοσης υπάρχει η αυστηρή κρίση των αγίων πατέρων της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου: «Τηρούμε χωρίς αλλαγές όλες τις παραδόσεις, γραπτές ή άγραφες… όποιοι τολμούν να βρουν πονηρά κάτι για να καταργήσουν τουλάχιστον κάτι από τις νόμιμα υπάρχουσες παραδόσεις της καθολικής Εκκλησίας… -  θεσπίζουμε αν είναι επίσκοποι ή κληρικοί, να καθαιρεθούν, λαϊκοί δε θα αφοριστούν».

2 ΘΕΜΑ

Βάσει μιας από τις διαταγές της Μεγάλης Συνόδου της Μόσχας των 1666 – 67 ο χαρακτήρας ενός εγκεκριμένου από αυτή την Σύνοδο Τυπικού έγινε αμετάβλητης (τυπώθηκε το 1676) και απαγορεύτηκαν όλες οι τροποποιήσεις και προσθέσεις προς αυτό εις όλους τους καιρούς: «Και από εδώ μη τολμήσει κανείς να προσθέσει ή αφαιρέσει ή τροποποιήσει κάτι στη μυσταγωγία. Αν και μας πει κάτι άλλο ο άγγελος, μη πιστέψετε αυτόν» (Πρωτόκολλα της Συνόδου 1666 -67, φύλλο 15, πίσω πλευρά και 16). Επίσης, αυτό το Τυπικό διάταξε να πραγματοποιείται η ευλογία των Αγίων Δώρων σύμφωνα με την καθολική έννοια για τον καιρό της μετουσίωσης αυτών: ο ιερεύς «λαβὼν ἄρτον ἐν ταῖς ἁγίαις αὐτοῦ καὶ ἀχράντοις καὶ ἀμωμήτοις χερσί, εὐχαριστήσας καὶ εὐλογήσας, ἁγιάσας, κλάσας, ἔδωκε τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ μαθηταῖς καὶ ἀποστόλοις, εἰπὼν: Λάβετε, φάγετε… Ο λαός: Αμήν. Ο ιερεύς και ο διάκονος λειτουργούν όπως στην Λειτουργία του Χρυσοστόμου… εκφωνεί ο ιερεύς, έχοντας το ευλογημένο εξ άνω χέρι και ευλογώντας λέει:  ἔδωκε τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ μαθηταῖς καὶ ἀποστόλοις, εἰπὼν: Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…» (Τυπικόν του 1676, φύλλο 178 και 179).
Όπως ειπώθηκε, όποιος δεν υπακούει στις διαταγές της Μεγάλης Συνόδου της Μόσχας, και συγκεκριμένα σε αυτήν την ως άνω απόφαση αναθεματίζεται από τα μέλη της Συνόδου: «Εάν τίς εναντιώνεται τα ειποθέντα θέματα], αναφερόμενα στην Σύνοδο αυτή Μεγάλη και διορθωμένα και εγκεκριμένα από τους  αγίους οικουμενικούς  πατριάρχες… τα θέματα τα οποία είναι εγγεγραμμένα στο πρωτόκολλο της παρούσας Συνόδου… κατά τον απόστολο Παύλο ας ἁμαρτάνει ὤν αὐτοκατάκριτος και γίνει κληρονόμος του όρκου αυτής της Συνόδου, εγγεγραμμένος στο πρωτόκολλο αυτής ως αντίμαχος του Θεού και παραβάτης των διαταγών των αγίων πατέρων». (Πρωτόκολλα της Συνόδου των 1666-67, φύλλο 93 και πίσω πλευρά).
Εν τω μεταξύ, το Τυπικό, εγκεκριμένο με τέτοια κατάρα στους ανυπάκουους, δεν ικανοποίησε ούτε καν τους οπαδούς της ίδιας της Συνόδου. Τους επόμενους αιώνες το Τυπικόν επανειλημμένα τροποποιόταν και ούτως ή άλλως όλες οι εκδοχές του διαφέρουν η μία από την άλλη. Έτσι, υπό απαγόρευση και ανάθεμα της Μεγάλης Συνόδου της Μόσχας βρέθηκαν οι ίδιοι οι οπαδοί της, που δεν φύλαξαν την αφοσίωση στην συνοδική αυτή την διαταγή.

3 ΘΕΜΑ

Η Σύνοδος της Μόσχας των 1666 – 67 θέσπισε να αναγνωρίζεται ως εντελώς νόμιμο το δια ραντισμού βάπτισμα, το οποίο αντίκειται στην Παράδοση της εκκλησίας και των Αποστόλων: «Περί του λατινικού βαπτίσματος εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος δια τριπλό ραντίσματος ο αγιότατος Πατριάρχης ο Παΐσιος ο πάπας και ο Πατριάρχης της Αλεξανδρείας και ο κύρ Μακάριος ο Πατριάρχης της πόλεως του Θεού της Μεγάλης Αντιοχείας και Πάσης Ανατολής, και ο κύρ Ιωασάφ ο Πατριάρχης της Μόσχας και Πάσης Ρωσίας, και οι σεβασμιότατοι Μητροπολίτες, Αρχιεπίσκοποι και Επίσκοποί και όλη η Σύνοδος αποφάσισαν ότι δεν πρέπει να βαφτίσουν τους λατινικούς καθολικούς ερχόμενους στην αγία αποστολική ανατολική Εκκλησία» (Πρωτόκολλα της  Συνόδου των 1666-67, φύλλο 72, πίσω πλευρά).
Πολλά τεκμήρια των αγίων πατέρων στην διάρκεια πολλών αιώνων μας λένε, ότι η Εκκλησία αναγνωρίζει ως σωστό μόνο το βάφτισμα το οποίο τελείται με τριπλή κατάδυση του βαπτιζόμενου στο νερό. Η αποκλειστικότητα και καταγωγή αυτής της παράδοσης από τους αποστόλους μαρτυρείται από την Εκκλησία στον Κανόνα ϰα´ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, και ο Κανόνας ν΄ των Αγίων Αποστόλων επικαλείται να καθαιρείται ο ιερεύς, ο οποίος τελεί το βάφτισμα με μη τριπλή κατάδυση στο νερό: «Εἴ τις ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, μὴ τρία βαπτίσματα μιᾶς μυήοεως ἐπιτελέσῃ, ἀλλ᾿ ἓν βάπτισμα, τὸ εἰς τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου διδόμενον, καθαιρείσθω»
Τα μέλη της Μεγάλης Συνόδου της Μόσχας πάρα την αποστολική διαταγή για την υποχρεωτικότητα της τριπλής κατάδυσης στο νερό κατά την βάφτιση, κήρυξαν την ισοδυναμία του δια ραντισμού και κατάδυσης βαφτίσματος. Αυτή ήταν ή αιτία να καταδικαστούν από τον Ν΄ Κανόνα των Αγίων Αποστόλων.
Τα μέλη της Μεγάλης Συνόδου της Μόσχας προσπάθησαν όμως να δικαιολογηθούν με  την ιησουίτικη – κατά την ουσία - ερμηνεία του Ν΄ κανόνα των Αποστόλων, δηλώνοντας ότι αυτός δεν αφορά τον ραντισμό, αλλά στρέφεται κατά την μονή κατάδυση. Αλλά τέτοια η προσπάθεια τους να δικαιολογήσουν το δια ραντισμό βάφτισμα φαίνεται εντελώς αβάσιμη, και αν οι Άγιοι Απόστολοι θεωρούσαν το δια ραντισμού βάφτισμα ισοδύναμο με το δια κατάδυση και δεχόντανε την συνύπαρξη και των δύο τρόπων του βαφτίσματος, τότε θα το ανέφεραν υποχρεωτικά στον κανόνα, λέγοντας: «Εἴ τις ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, μὴ τρία βαπτίσματα εἴτε ῥαντισμού μιᾶς μυήσεως ἐπιτελέσῃ … καθαιρείσθω». Εν τω μεταξύ, ο κανόνας, περιγράφοντας την τελετή του βαφτίσματος, λέει μονοσήμαντα, ότι κατά την βάφτιση χρειάζεται κατάδυση. Και έτσι ακριβώς αυτός ο κανόνας εκλαμβανόταν στην διάρκεια των πολλών αιώνων.
Η Μεγάλη Σύνοδος της Μόσχας ενέκρινε την διαταγή για να πλησιάσει στους αιρετικούς καθολικούς, αλλά και οι καθολικοί οι ίδιοι ακόμα τον ΙΓ΄ αιώνα τελούσαν πανταχού το βάφτισμα δια την κατάδυση, και ακριβώς αυτό το βάφτισμα θεωρούσε την πιο σωστή. Έτσι, π.χ., ο διάσημος καθολικός θεολόγος της περιόδου αυτής, ο Θώμας Ακιτάνης γράφει: «πιο ασφαλώς να τελείται βάφτισμα δια την κατάδυση, επειδή αυτός ο τρόπος είναι σε κοινή χρησιμοποίηση» (Σύνολο θεολογίας. Μέρος Γ. Θέμα 66. Άρθρο 7).
Και ακριβώς για αυτόν τον λόγο η αναφορά των μελών της Μεγάλης Συνόδου της Μόσχας στην Σύνοδο της Ανατολικής Εκκλησίας του 1484, στην οποία ενεκρίθη να δέχονται οι καθολικοί δια του χρίσματος [στην Ορθοδοξία], είναι αβάσιμη, αφού την περίοδο αυτή ο ραντισμός δεν χρησιμοποιόταν ακόμα πανταχού και δεν ήταν ακόμα νομιμοποιημένο. Δηλαδή, η κάθε συγκεκριμένη περίπτωση της μετάστασης από τον καθολικισμό στην Ορθοδοξία έπρεπε να εξετάζεται ξεχωριστά.
Για αυτό τον λόγο, αν και προσπαθούσαν τα μέλη της Μεγάλης Συνόδου της Μόσχας να δικαιολογήσουν την αποχώρηση από την πολυαιώνια Παράδοση της Εκκλησίας με πολλές αναφορές στο κύρος των Αγίων αποστόλων και των Αγίων Πατέρων, την ευλογία όμως των αγίων δεν την έχουν, επειδή οι Άγιοι είχαν σκοπό να τηρήσουν τις εκκλησιαστικές Παραδόσεις, και μην αλλάξουν ή ακυρώσουν αυτές. Πολύ καλά χαρακτηρίζονται τα μέλη της Μεγάλης Συνόδου της Μόσχας με τα λόγια των αγίων πατέρων της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου: «Στα λόγια σκεπάζονται με ευσέβεια, και πραγματικά κάνουν ασέβεια. Με το στόμα τους επαινούν ευλάβεια, και με καρδιά τους απέχουν μακριά από αυτήν, μη θέλοντας να αναγνωρίσουν την Παράδοση, την οποία δεχόντανε πριν πολλοί άγιοι» (Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος. Πρωτόκολλα, Κεφ. ΣΤ΄).

4 ΘΕΜΑ

Θέλοντας να δικαιολογήσει την δήθεν νομιμότητα του δια ραντισμού βαπτίσματος, η Μεγάλη Σύνοδος της Μόσχας των 1666-67 προσπάθησε να εισφέρει στο εκκλησιαστικό περιβάλλον μια άλλη αιρετική καινοτομία. Η Σύνοδος δήλωσε ότι το βάπτισμα των αιρετικών εις τιμήν της Αγίας Τριάδος είναι αληθινό, και ανέφερε ως αιτιολογία αυτής τον Κανόνα μζ΄ των Αγίων Αποστόλων: «Αν τις με την επιμονή θα θελήσει να βαπτίσει έναν λατινικό, πρέπει να θυμηθεί τον Κανόνα μζ΄ των Αγίων Αποστόλων, ο οποίος λέει: «ὸν κατὰ ἀλήθειαν ἔχοντα βάπτισμα ἐὰν ἄνωθεν βαπτίσῃ ἢ τὸν μεμολυσμένον παρὰ τῶν ἀσεβῶν ἐὰν μὴ βαπτίσῃ, καθαιρείσθω» (Πρωτόκολλα της  Συνόδου των 1666-67, φύλλο 72). Έτσι, η Σύνοδος εισήγαγε μια πρωτοφανή διδαχή για το ότι και  εκτός Εκκλησίας μπορεί να γίνει αληθινό βάπτισμα. Ο άγιος Μέγας Βασίλειος στον Α΄ του κανόνα λέει ότι η βάπτιση των έξω δέχεται όχι διότι είναι αληθινή, αλλά σε ειδικές περιπτώσεις λόγω της εκκλησιαστικής οικονομίας και μονάχα αν είχε πραγματοποιηθεί σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση: «Αφού οι αρχαίοι θέσπισαν να δέχεται το βάπτισμα που δεν αποχωρεί από την πίστη… Αν τηρούν το βάπτισμά μας, δεν μας ενοχλεί αυτό, επειδή δεν πρέπει να τους ευχαριστήσουμε για αυτό, αλλά να υπακούσουμε τους κανόνες με ακρίβεια».
Το βάπτισμά των καθολικών δεν είναι ορθόδοξη ούτε σε ουσία, ούτε σε μορφή. Έτσι, ο κανόνας μζ΄ των Αγίων Αποστόλων δεν δικαιολογεί, αλλά κατηγορεί όλους τους συμμετέχουν και οπαδούς της Μεγάλης Συνόδου της Μόσχας των 1666 - 67.

5 ΘΕΜΑ

 Στο βιβλίο «Η Ράβδος» η Σύνοδος των 1666 – 67 ξαγορεύει ολέθρια αίρεση, όμοια με την του Ωριγένη, ο οποίος δίδαξε ότι η ψυχή του ανθρώπου δεν δημιουργείται ταυτόχρονα με το σώμα: «Πρέπει να ξέρουμε ότι η γενική δημιουργία του σώματος ημών γίνεται ως εξής, όσοι ξέρουν όλα τα φυσικά μυστικά λένε: πρώτα συλλαμβάνεται το μωρό από το σπέρμα και μετά σιγά σιγά δένει, και από την φύση το αρσενικό σε σαράντα μέρες δομείται και φαίνονται μορφές όλων των μελών, αυτή είναι και ηλικία για την εμψύχωση. Το θηλυκό δε σε ογδόντα μέρες – μεγαλώνει και φαίνεται σιγά σιγά, και όταν φαίνεται ό,τι έχει συλληφθεί, τότε δίδεται από τον Θεό και η ψυχή» (Η Ράβδος της διοίκησης, Μέρος Α΄, φύλλο 20 πίσω πλευρά).
Η Σύνοδος των 1666 – 67 προσπάθησε να επιβεβαιώσει αυτή την αντίθετη στην αγιοπατερική πίστη διδαχή με την παραπλανητική αναφορά στο ιβ΄ κεφάλαιο του Λευϊτικού, στο οποίο όμως δεν περιέχεται καμία βάση ή δικαιολογία αυτής της αιρετικής διδαχής.
Η πίστη της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν είναι αυτή. Οι άγιοι πατέρες διδάσκουν ότι το έμβρυο εμψυχώνεται στο σώμα της μητέρας από την στιγμή της συλλήψεως:
 «Αλλ' ενός όντος του ανθρώπου, του δια ψυχής τε και σώματος συνεστηκότος, μίαν αυτού και κοινήν της συστάσεως την αρχήν υποτίθεσθαι, ως αν μη αυτός εαυτού προγενέστερός τε και νεώτερος γένοιτο, του μεν σωματικού προτερεύοντος εν αυτώ, του δε ετέρου εφυστερίζοντος. Αλλά τη μεν προγνωστική του Θεού δυνάμει, κατά τον μικρώ πρόσθεν αποδοθέντα λόγον, άπαν προϋφεστάναι το ανθρώπινον πλήρωμα λέγειν, συμμαρτυρούσης εις τούτο της προφητείας, της λεγούσης ειδέναι τα πάντα τον Θεόν πριν γενέσεως αυτών. Εν δε τη καθ' έκαστον δημιουργία μη προτιθέναι του ετέρου το έτερον, μήτε προ του σώματος την ψυχήν, μήτε το έμπαλιν· ως αν μη στασιάζοι προς εαυτόν ο άνθρωπος τη κατά
 τον χρόνον διαφορά μεριζόμενος…  Προηγεῖται μὲν γὰρ αὐτῆς ἐν τῇ πρώτῃ κατασκευῇ οἶον ῥίζης τινὸς ἐν τῇ γῇ κατακρυφθείσης ἡ αὐξητική τε καὶ θρεπτικὴ δύναμις μόνη. Οὐ γὰρ χωρεῖ τὸ περισσότερον ἡ τοῦ δεχομένου βραχύτης. Εἶτα προελθόντος εἰς φῶς τοῦ φυτοῦ καὶ ἡλίῳ τὴν βλάστην δείξαντος͵ ἡ αἰσθητικὴ χάρις ἐπήνθησεν. Ἁδρυνθέντος δὲ ἤδη καὶ εἰς σύμμετρον μῆκος ἀναδραμόντος͵ καθάπερ τις καρπὸς διαλάμπειν ἡ λογικὴ δύναμις ἄρχεται͵ οὐ πᾶσα ἀθρόως ἐκφαινομένη, ἀλλὰ τῇ τοῦ ὀργάνου τελειώσει δι' ἐπιμελείας συναύξουσα͵ τοσοῦτον ἀεὶ καρποφοροῦσα͵ ὅσον χωρεῖ τοῦ ὑποκειμένου ἡ δύναμις.» (Αγ. Γρηγόριος Νύσσης. Περί Κατασκευής του  Ανθρώπου. Κεφ. 29).
«Η Εκκλησία υπακούοντας τον λόγο του Θεού, σιχαίνεται περισσότερο αυτή την διδαχή των αιρετικών, αποστρέφεται από ιστορίες και άλλες ψεύτικές διδασκαλίες, και πιστεύοντας εις την Θεία Γραφή λέει ότι η ψυχή δημιουργείται μαζί με το σώμα, και όχι σε υλικό σπέρμα έχει την αρχή της δημιουργίας της, αλλά από το θέλημα του Δημιουργού έρχεται στον κόσμο δια δόμηση του σώματος» (Αγ. Θεοδώρητος ο Κύρου. Αιρετικής κακομυθίας, βιβλίον 5ον Θείων δογμάτων επιτομή. Κεφάλαιο Θ΄. Περί του ανθρώπου).
«Ἅμα δὲ τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχὴ πέπλασται· οὐ τὸ μὲν πρῶτον, τὸ δὲ 
ὕστερον κατὰ τὰ Ὠριγένους ληρήματα
» (Αγ. Ιωαννή Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως. Βιβλίο 2, Κεφάλαιο 12).
«Η Εκκλησία, μαθημένη από τις Θείες Γραφές, ισχυρίζεται ότι η ψυχή δομείται μαζί με το σώμα, και όχι η μία και μετά το άλλο, όπως φαινόταν στην παραφροσύνη του Ωριγένη» (Πρακτικά της Ε΄ Οικουμενικής Συνόδου. Γράμμα του αυτοκράτορα Ιουστινιανού περί του Ωριγένη και ομοϊδεάτες του.).
6 ΘΕΜΑ
Η Μεγάλη Σύνοδος της Μόσχας ενέκρινε την ένωση τριών δαχτύλων κατά την σταύρωση, αλλά ταυτόχρονα η Σύνοδος ενέκρινε και την συμβολική έννοια της συστολής αυτής η οποία διαφέρει απολύτως από την ένωση των δαχτύλων, που τηρείται σήμερα από την Ελληνο-Ρωσσική Εκκλησία. Στην ένωση των τριών δακτύλων η Σύνοδος εξομολογούσε την τρισυπόστατη ουσία του Θεού, και ως προς τα ἀλλα δύο δάχτυλα δεν προσδιόρισε τίποτα: «Και το σχήμα του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού να το τελούν στο σώμα τους με τρία δάχτυλα του δεξιού χεριού: αντίχειρα, δείκτη και μέσο ενώνουν εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Τα άλλα δύο δάχτυλα, το παράμεσο και το μικρό να τα κλείσουν ελεύθερα» (Πρωτόκολλα της Συνόδου των 1666-67, φύλλο 6). Αυτός ο συνοδικός διορισμός δεν ήταν τυχαίος, τα μέλη της Συνόδου θεωρούσαν ότι μέσω των δύο δακτύλων δεν πρέπει και δεν είναι δυνατόν να εκφράζεται η πίστη στις δύο υποστάσεις του Σωτήρα.
Η Μεγάλη Σύνοδος της Μόσχας των 1666 – 67 στο συνταγμένο και εγκεκριμένο της βιβλίο «Η Ράβδος της διοίκησης» επιβεβαίωσε την θεολογική εντέλεια, κατά την γνώμη της, και την θεϊκή έμπνευση επίσης του συνοδικά εγκεκριμένου το 1656 βιβλίου «Ο Νόμος»: «Υπάρχει ένας Νομός θεϊκά εμπνευσμένος, ο οποίος μας λέει την εκκλησιαστική ευπρέπεια… εάν τις τιμά και φιλά ό,τι γράφει το βιβλίο «Νόμος», είναι άξιος της μάννας του ουρανού, του άρτου της ζωής» (Η Ράβδος της Διοίκησης. Πρόλογος. Φύλλο 11). Αυτό το βιβλίο λέει, όποιος θελήσει δια των δύο δαχτύλων να δείξει την πίστη εις τις δυο υποστάσεις του Χριστού είναι όμοιος με τον νεστοριανό. Και ακριβώς, το βιβλίο «Ο Νόμος» λέει, ότι αν τις με δύο δάχτυλα «θέλει να εξομολογήσει την Θεότητα και την ανθρωπότητα του Υιού του Θεού δρα ακατάλληλα, και αντίδικα. Επειδή δύο τον Υιό δημιουργούν: από τον Πατέρα και από την Μητέρα γεννηθέντα, να και δύο πρόσωπα εξομολογούνται, όπως και νεστοριανοί» (Ο Νόμος, Απάντηση. Φύλλο 8. Σ. 1675).
Τα μέλη της Μεγάλης Συνόδου της Μόσχας οδηγούσαν ακριβώς τέτοια κατανόηση του θέματος για την ένωση των δακτύλων, όταν αποφάσισαν μην δώσουν καμία σημασία στα δύο δάκτυλα ενωμένα με τη παλάμη για να παραμένουν «ελεύθερα», δηλαδή μην συμμετέχουν στην τέλεση του σταυρού. Όποιοι σκέφτονται αλλιώς, όποιοι θεωρούν σωστά να εκφράζουν δια την ένωση των δύο δακτύλων την πίστη στις δύο φύσεις του Χριστού, όχι συνενωμένες και όχι χωριστές, και ενωμένες σε μία Υπόσταση, αναθεματίστηκαν: «Αυτή είναι η ερμηνεία μας… περί της ένωσης των δακτύλων… όποιος ανθίσταται σε εμάς και όλη την ιερά Σύνοδο, στον Θεό ανθίσταται και παρομοιάζει τον εαυτό του στους καταραμένους αιρετικούς. Και για αυτό τον λόγο κληρονομούνται, όπως και οι αιρετικοί, την κατάρα των αγίων θεοφόρων πατέρων των ιερών επτά Συνόδων και στην Τελική Κρίση θα κατηγορηθούν από τον Θεό και Σωτήρα ημών Ιησού Χριστό στην δεύτερη παρουσίασή Του» (Πρωτόκολλα της Συνόδου των 1666-67, φύλλο 34).
Έτσι, υπό την ανάθεμα της Μεγάλης Συνόδου της Μόσχας βρέθηκαν όλες οι σύγχρονες Ανατολικές Εκκλησίας, παλαιο- και νεοημερολογίτικες, επειδή όλοι οι πιστοί τους εξομολογούν δια την ένωση των δύο δακτύλων την πίστη τους εις δύο φύσεις του Σωτήρα.
Αλλά τα μέλη της Μεγάλης Συνόδου της Μόσχας είχαν παράξενη γνώμη όχι μόνο για τα δύο δάκτυλα, αλλά και για την ένωση των τριών δακτύλων. Θέλοντας να βρουν κάποια αίρεση στην τέλεση του σταυρού με δύο δάκτυλα, έπεσαν στην ακραία πνευματική και νοητική τυφλότητα, επιμένοντας ότι όποιος εξομολογεί την πίστη εις την Αγία Τριάδα δια την ένωση του αντίχειρα, του παράμεσου και μικρού, πραγματικά εξομολογεί την ανισότητα στην Αγία Τριάδα, όπως οι αρειανοί και άλλοι αιρετικοί. Αυτόν τον ισχυρισμό τα μέλη της Μεγάλης Συνόδου της Μόσχας προσπαθούσαν να αιτιολογήσουν με το ότι τα ως άνω δάκτυλα δεν είναι ίσιοι μεταξύ τους σε μέγεθος και θέση: «Αυτοί οι ματαιόδοξοι σοφοί λένε ότι δύο δάκτυλα, ο δείκτης και μέσος  σημαίνουν τον Θεό και την ανθρωπότητα, και τα τρία δάκτυλα – αντίχειρας, παράμεσος και μικρός –πρέπει να σκύβουν και ενώνονται κάτω από τα δύο και σημαίνουν την Αγία Τριάδα, και λένε ότι αυτά τα άνισα και διάφορα δάκτυλα είναι μυστικότητα της Αγίας Τριάδος. Σε όλους δε δηλώθηκε ότι εξομολογείται μέσα στην Αγία Τριάδα η ανισότητα, όπως μεταξύ των αρειανών, νεστοριανών, και πνευματομάχων, απολιναριανών και άλλων καταραμένων αιρετικών, οι οποίοι εξομολογούν  ασυγκριτικότητα και διαχωρισμό μέσα στην Αγία Τριάδα: λέγονας τον Μεγαλύτερο τον Πατέρα, μετά τον Υυό και ακόμα πιο μικρό το Άγιο Πνεύμα σαν τον δούλο: έτσι και τα τρία διάφορα και άνισα δάκτυλα δείχνουν, όπως λένε οι ως άνω καταραμένοι αιρετικοί… Εμείς δε κατά την Ορθοδοξία τα πρώτα τρία στην σειρά δάκτυλα – αντίχειρα, δείκτη και μέσο – ενώνουμε εις το Όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» (Πρωτόκολλα της Συνόδου των 1666-67, φύλλο 32). Εν τω μεταξύ, ο κάθε άνθρωπος που δεν έχει προβλήματα με την λογική κατανόηση βλέπει ότι αυτή η παράξενη ιδέα και κατηγόρια σε αιρέσεις μπορεί με την ίδια επιτυχία να αφορά και την ένωση των τριών δακτύλων, την οποία ενέκρινε η Μεγάλη Σύνοδος της Μόσχας. Επειδή στα τρία δάκτυλα η πίστη στην Αγία Τριάδα εκφράζεται δια την ένωση ανάλογα με το μέγεθος και θέση των άνισων μεταξύ τους δακτύλων: αντίχειρα, δείκτη και μέσου.
Έτσι, τα μέλη της Μεγάλης Συνόδου της Μόσχας, αναθεματίζοντας όποιους δια την ένωση των τριών άνισων σε μέγεθος και θέση δακτύλων εξομολογούν την πίστη εις την Αγία Τριάδα, αναθεμάτισαν και τον εαυτό τους. Όπως γράφει η Άγια Γραφή: «ἐκ τοῦ στόματος αὐτῶν ψευδομαρτυρήσαντας» (Σωσ.1:61).

7 ΘΕΜΑ

Σε κάθε γλώσσα το όνομα του Σωτήρα γράφεται αλλιώς. Στη Ρωσία πριν τη Μεγάλη Σύνοδο της Μόσχας των 1666-67 στα σλαβικά λεγόταν και γραφόταν ως IsusИсус»), με ένα γραμμα «и» [i]. Η Σύνοδος αποφάσισε να αναμορφώσει και αυτή την πολυαιώνια παράδοση και να αλλάξει την γραφή και εκφώνησή του ονόματος του Σωτήρα στο IisusИисус»). Για την επιβεβαίωση της ανάγκης της τέτοιας τροποποίησης η Σύνοδος έφερε αριθμολογικές τεκμηριώσεις από ένα απόκρυφο βιβλίο, λεγόμενο «Βιβλίο της Σίβυλλας»: «Είναι γνωστό, ότι μία από τις Σίβυλλες προφήτεψε για το όνομα του Μεσσία, λέγοντας ότι το όνομά του εκπληρώνει τον αριθμό οκτακόσια ογδόντα οκτώ, πραγματοποιείται δε αυτό το όνομα με το στα ελληνικά γραμμένο όνομα «Ιησούς», από αυτόν συμπληρώνεται η γραφή και εκπληρώνεται το μυστήριο» (Η Ράβδος της Διοίκησης, φύλλο 79).
Οι άγιοι πατέρες την τέτοια διδαχή για την δήθεν σοβαρότητα της αριθμολογικής σημασίας του ονόματος του Σωτήρα θεωρούσαν ακραία αίρεση, και ο πρώτος κήρυκας αυτής της αίρεσης, ένας μάγος Μάρκος, καταράστηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία για αυτή την διδαχή του:
«Μάρκος δε τις [θέλησε να διορθώσει των δάσκαλό του]… γύναια και άντρας υπ’ αυτού πεπλενημένα τε και πεπλανημένους απατεώνων, μαγικής υπάρχων κυβείας εμπειρότατος. Εν αυτώ την μέγιστην από των αοράτων και ακατονομάστων τόπων είναι δύναμιν… ως πρόδρομος ων αληθώς του Αντιχρίστου αποδέδεικται» (Αγ. Ειρηναίος της Λυών, Κατά Αιρέσεων. Βιβλίο Α΄, Κεφάλαιο 13).
«Ο δε Ιησούς ταύτην έχει, φησί, την άρρητον γένεσιν, από γαρ της μητρός των όλων, της πρώτης τετράδος, εν θυγατρός τόπω προήλθεν η Δευτέρα τετράς, και εγένετο ογδοάς, εξ ής προήλθεν δεκάς, ούτως εγένετω δεκάς και ογδοάς, η ουν δεκάς επισυνελθούσα τη ογδοάδι και δεκαπλασίονα αυτήν ποιήσασα τον των ογδοήκοντα προεβίβασεν αριθμόν, και τα ογδοήκοντα πάλιν δεκαπλασιάσασα τον των οκτακοσίων αριθμόν εγέννησεν, ώστε είναι τον άπαντα των γραμμάτων αριθμόν από ογδοάδος εις δεκάδα προελθόντα (Η) και (Π) και (Ω) ο έστιν Ιησούς Το γαρ Ιησούς όνομα κατά το εν τοις γράμμασιν αριθμόν οκτακόσιά εστιν ογδοήκοντα οκτώ 888, έχεις σαφώς και την υπερουράνιον του Ιησού κατ’ αυτούς γέννεσιν, διό και το Αλφάβητον των Ελλήνων έχει μονάδας οκτώ και δεκάδας οκτώ και εκατοντάδας οκτώ την των οκτακοσίων ογδοήκοντα οκτώ ψήφον 888 ψήφον επιδεικνύοντα, τουτέστιν τον Ιησούν εκ των πάντων συνεστώτα των αριθμών και δια του Ά λ φ α και Ω μ έ γ α ονομάζεσθαι αυτόν την εκ πάντων γέννεσιν σημαίνοντα» (Αγ. Ειρηναίος της Λυών, Κατά Αιρέσεων. Βιβλίο 1. Κεφάλαιο 15).
«Παραλογισμός των τεκμηριώσεων τις οποίες δάνεισαν οι αιρετικοί από αριθμούς, γράμματα και λέξεις
1. Η πλάνη της διδαχής τους και αποτυχία των ιδεών τους αποδεικνύεται και με το γεγονός που ψάχνουν τεκμηριώσεις είτε στους αριθμούς είτε στις συλλαβές ονομάτων, και καμιά φορά στους αριθμούς που γράφονται με ελληνικά γράμματα. Εδώ ξεκάθαρα φαίνεται το μπέρδεμα και ο παραλογισμός των «γνώσεων τους». Επειδή, μεταφέροντας το όνομα του Ιησού, το οποίο προέρχεται από μια άλλη γλώσσα, στους ελληνικούς αριθμούς, μια το ονομάζουν «αριθμό επίσημο», επειδή αποτελείται από έξι γράμματα, άλλη – «Πλήρη Ογδοάδι», επειδή περιέχει μέσα του τον αριθμό 888. Δεν λένε, όμως τίποτα για το ελληνικό όνομα «Σωτήρ», επειδή δεν ταιριάζει με τις ιδέες τους ούτε με αριθμό του, ούτε με γράμματα… 2. Πέρα απ’ αυτό, το όνομα του Ιησού στα εβραϊκά, όπως λέει η διδαχή τους, έχει μόνο δυο και μισή γράμματα και σημαίνει «τον Θεό, ο Οποίος περιέχει τον ουρανό και τη γη», αφοὐ η λέξη «Ιησούς» στην αρχαία εβραϊκή γλώσσα σημαίνει «Ουρανός», και η γη λέγεται sura usser. Επομένως, η λέξη η οποία περιέχει και τον ουρανό και την γη είναι Ιησούς. Για αυτό τον λόγο η εφαρμογή του επίσημου αριθμού δεν είναι λανθασμένο και η θεωρία των αιρετικών καταργείται. Επειδή στην δικιά τους την γλώσσα η ελληνική λέξη Σωτήρ αποτελείται από πέντε γράμματα και στα εβραϊκά η λέξη Ιησούς έχει μόνο δυόμισι γράμματα. Επομένως, χάνει όλη την ουσία  ο αριθμός 888» (Αγ. Ειρηναίος της Λυών, Κατά Αιρέσεων. Βιβλίο 2. Κεφάλαιο 24 [κείμενο υπάρχει μόνο στα λατινικά] – ελεύθερη μετάφραση).
«Δεν πρέπει να ερευνούμε τον Θεό δια αριθμούς, συλλαβές και γράμματα, επειδή είναι ασύστατο ετούτο λόγω της διαφοράς και ποικιλομορφίας αυτών. Καθώς και επειδή η κάθε διδαχή, την οποία ήθελε τις να δημιουργήσει με τον ίδιο τρόπο, θα μπορέσει να βγάλει από αυτά τεκμήρια, τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με την αλήθεια και μπορούν να εφαρμόζονται σε πολλά πράγματα. Αντιθέτως, οδηγεί τους ίδιους τους αριθμούς, και ό,τι έχει δημιουργηθεί, στην συμφωνία με την υπάρχουσα διδαχή της αλήθειας. Επειδή όχι ο κανόνας (της αλήθειας) προέρχεται από τους αριθμούς, αλλά οι αριθμοί από κανόνα, και όχι ο Θεός από τις δράσεις, αλλά οι δράσεις από τον Θεό. Αφού όλα από τον Ίδιο τον Θεό» (Αγ. Ειρηναίος της Λυών, Κατά Αιρέσεων. Βιβλίο 2. Κεφάλαιο 25 [κείμενο υπάρχει μόνο στα λατινικά] – ελεύθερη μετάφραση).
«Τὸ γὰρ Ἰησοῦς ὄνομα κατὰ τὸν ἐν τοῖς γράμμασιν ἀριθμὸν ὀκτακόσιά ἐστιν ὀγδοήκοντα ὀκτώ. ἔχεις σαφῶς καὶ τὴν ὑπερουράνιον τοῦ Ἰησοῦ κατ' αὐτοὺς γένεσιν» (Ο Αγ. Επιφάνιος Κύπρου.  Περί του κατά αιρέσεων πασών Πανάριον . Βιβλίο 1. Μέρος 3. Κεφ. 9. Περί των μαρκωσίων).
«ἄξιοι δὲ πένθους οἱ τηλικαύτην θεοσέβειαν καὶ τὸ μέγεθος τῆς ἀληθῶς ἀρρήτου δυνάμεως καὶ τὰς τοσαύτας οἰκονομίας τοῦ θεοῦ διὰ τοῦ ἄλφα καὶ βῆτα καὶ δι' ἀριθμῶν οὕτως ψυχρῶς καὶ βεβιασμένως διασύροντες. ὅσοι δὲ ἀφίστανται τῆς ἐκκλησίας καὶ τούτοις τοῖς γραώδεσι μύθοις πείθονται, ἀληθῶς <εἰσιν> αὐτοκατάκριτοι, οὓς ὁ Παῦλος ἐγκελεύεται ἡμῖν μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτεῖσθαι. Ἰωάννης δέ, ὁ τοῦ κυρίου μαθητής, ἐπέτεινε τὴν καταδίκην αὐτῶν, μηδὲ χαίρειν αὐτοῖς ὑφ' ἡμῶν λέγεσθαι βουληθείς» (Ο Αγ. Επιφάνιος Κύπρου.  Περί του κατά αιρέσεων πασών Πανάριον . Βιβλίο 1. Μέρος 3. Κεφάλαιο 13, Κατά μαρκωσίων).
Έτσι, τα μέλη της Μεγάλης Συνόδου της Μόσχας, προσπαθώντας να δικαιολογήσουν την ανόητη τους μεταρρυθμιστική ροπή, έπεσαν στην αίρεση μαρκωσίων.

8 ΘΕΜΑ

         Η μεγάλη Σύνοδος της Μόσχας των 1666 – 67, πέρα από τα αγενή αναθέματα εναντίον αυτών όποιοι διαφωνούν με τις αιρετικές της διαταγές, έδειξε στους αντίπαλούς της και την ακραία σκληρότητα, όπως και οι αιρετικοί νοβατιανοί αφορισμένοι από την Εκκλησία λόγω της ανελεημοσύνης και μισαδελφότητά [έχθρα στους αδελφούς] τους. Έτσι, στα πρακτικά της Συνόδου λέγεται: «Εάν τις παρακούει σε κάθε τι από μας λεγόμενο ή αρχίζει να ανθίσταται, εσείς μας ενημερώνετε για τέτοιους και εμείς θα τους τιμωρήσουμε πνευματικά, αν και περιφρονούν και την πνευματική τιμωρία μας, τότε θα τους τιμωρήσουμε και σωματικά» (Πρωτόκολλα της Συνόδου των 1666 – 67, μέρος 1, φύλλο 48).
Επειδή τα μέλη της Συνόδου του 1666 θεωρούσαν ότι είχαν δίκαιο και τους αντίπαλούς τους θεωρούσαν αντάρτες, οι απειλές τους είναι εντελώς εξηγήσιμες, και από την πρώτη άποψη η διαταγή τους για τις σωματικές τιμωρίες ανταποκρίνεται εντελώς στους ιερούς κανόνες της Εκκλησίας, π.χ. στον Κανόνα Ε΄ της Συνόδου εν Αντιοχεία: «Εἴ τις πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, καταφρονήσας τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου, ἀφώρισεν ἑαυτὸν τῆς ἐκκλησίας… Εἰ δὲ παραμένοι θορυβῶν καὶ ἀναστατῶν τὴν ἐκκλησίαν, διὰ τῆς ἔξωθεν ἐξουσίας ὡς στασιώδη αὐτὸν ἐπιστρέφεσθαι». Αλλά αυτή είναι μονάχα αλλοιοφανής ομοιότητα, αφού οι άγιοι πατέρες, προσκαλώντας την λαϊκή εξουσία να προστατέψει την πίστη, δεν της έδειξαν τι μέτρα πρέπει να λάβει κατά των αντίπαλων της Εκκλησίας. Οι άγιοι πατέρες δεν το θεωρούσαν δεχόμενο για τον εαυτό τους και ασυμβίβαστο με την πνευματική ιερατεία τους. Η διάλεξη του μέτρου αντίδρασης σε τέτοιες περιπτώσεις άφησαν εντελώς στην διακριτικότητα της λαϊκής εξουσίας. Είναι σημειωτέον, εάν οι εκκλησιαστικοί κανόνες αφορούν τους αντίπαλους που αναστατώνουν την Εκκλησία, τα μέλη δε της Συνόδου του 1666 αποφάσισαν να παραδώσουν σε βάσανα όλους, όποιοι εναντίον του θελήματός τους θα ακολουθούν τις εκκλησιαστικές παραδόσεις, που υπήρχαν πριν του Πατριάρχη Νίκωνα. Θα παραδοθούν σε βάσανα όποιοι θα εναντιώνονται στις ίδιες τις μεταρρυθμίσεις, και όποιοι δεν υπακούνε σε κάθε τι τις διαταγές της Συνόδου και απλά τελεί προσωπικά αρχαία εκκλησιαστικά έθιμα.
Ταυτόχρονα, τα μέλη της Συνόδου του 1666 όχι μόνο θέσπισαν, ότι όποιοι διαφωνούν τις μεταρρυθμίσεις τους πρέπει να δεχθούν φυσικές τιμωρίες, αλλά και εξακρίβωσαν ότι αυτά τα σωματικά βάσανα θα εκτελούν προς τους αντίπαλούς τους μόνοι τους: «εμείς θα τελέσουμε προς τέτοιους και σωματικές τιμωρίες». Και ότι υπό την αντωνυμία «εμείς» τα μέλη της Συνόδου εννοούσανε τον εαυτό τους, και όχι την λαϊκή εξουσία, φαίνεται από τις υπογραφές κάτω από την διαταγή, η οποία δεν υπογράφτηκε από ουδέναν λαϊκό πρόσωπο: ούτε τσάρος, ούτε τα μέλη του Συγκλήτου του, αλλά μονάχα οι αρχιερείς: «αυτή την συνοδική μας απόφαση υπογράψαμε εμείς οι αρχιερείς με τα χέρια μας» (Πρωτόκολλα της Συνόδου των 1666-67, μέρος Α΄, φύλλο 48, πίσω πλευρά).
Ο άγιος Αθανάσιος γράφει για μια όμοια λύσσα των αιρετικών αρειανών κατά την ζωή του: «πόθεν ἔμαθον αὐτοὶ τὸ διώκειν; Ἀπὸ μὲν γὰρ τῶν ἁγίων, οὐκ ἂν εἴποιεν· ἀπὸ δὲ τοῦ διαβόλου (τοῦτο γὰρ αὐτοῖς περιλείπεται) τοῦ λέγοντος· «διώξας καταλήψομαι». Καὶ τὸ μὲν φεύγειν ὁ Κύριος προσέταξε, καὶ οἱ ἅγιοι ἔφευγον, τὸ δὲ διώκειν διαβολικόν ἐστιν ἐπιχείρημα, καὶ κατὰ πάντων αὐτὸς αἰτεῖται τοῦτο» (Ο άγιος Αθανάσιος ο Μέγας, Απολογία περὶ τῶν διαβαλλόντων τὴν ἐν τῷ διωγμῷ φυγὴν αὐτοῦ, Κεφάλαιο 23).
Ακόμα και αν κοιτάμε την τότε κατάσταση από την άποψη των μελών της Μεγάλης Συνόδου της Μόσχας των 1666-67, οι οποίοι θεωρούσαν τους αντιπάλους τους εκκλησιαστικούς αποστάτες, και σε τέτοια περίπτωση η διαταγή τους προσκρούει όσο στο Πνεύμα του Ευαγγελίου τόσο και στους εκκλησιαστικούς κανόνες, οι οποίοι απαγορεύουν να χτυπάει ο ιερεύς με τα χέρια του οποιονδήποτε, είτε πιστό είτε άπιστο, είτε ένοχο είτε αθώο, και υπό την απειλή της καθαίρεσης απαγορεύουν την οποιαδήποτε συμμετοχή τους στην φυσική τιμωρία των παραβατών:
 «Ἐπίσκοπον, ἢ πρεσβύτερον ἢ διάκονον, τύπτοντα πιστοὺς ἁμαρτάνοντας, ἢ ἀπίστους ἀδικήσαντας, καὶ διὰ τοιούτων φοβεῖν ἐθέλοντα, καθαιρεῖσθαι προστάττομεν· οὐδαμοῦ γὰρ ὁ Κύριος τοῦτο ἡμᾶς ἐδίδαξε· τοὐναντίον δέ, αὐτὸς τυπτόμενος, οὐκ ἀντέτυπτε, λοιδορούμενος οὐκ ἀντελοιδόρει, πάσχων, οὐκ ἠπείλει» (Αποστολικοί Κανόνες Αγίων Αποστόλων, Κανών ΚΖ΄).
«Τοῦ ἀποστολικοῦ καὶ θείου κανόνος τοὺς ἱερεῖς τύπτειν ἐπιχειροῦντας πιστοὺς ἁμαρτήσαντας ἢ ἀπίστους ἀδικήσαντας καθαιρέσει καθυποβάλλοντος, οἱ τὸν οἰκεῖον ἀποθεραπεύειν μηχανώμενοι θυμὸν καὶ τὰς ἀποστολικὰς διατάξεις παραχαράσσοντες τοὺς αὐτοχειρίᾳ τύπτοντας ἐξειλήφασι, μήτε τοῦ κανόνος μηδὲν τοιοῦτον ὑποσημαίνοντος, μήτε τοῦ ὀρθοῦ λόγου τοῦτο νοεῖν ἐπιτρέποντος. Μάταιον γὰρ ὡς ἀληθῶς καὶ λίαν ἐπισφαλές, τὸν αὐτοχειρίᾳ μὲν ἐν τῷ τύπτειν τρὶς ἢ τετράκις πλήξαντα καθαιρεῖσθαι, ἀδείας δὲ διδομένης τύπτειν ἐξ ἐπιτάγματος, τὸν ἀπηνῶς καὶ μέχρι θανάτου τὴν τιμωρίαν ἐπαύξοντα παρορᾶσθαι ἀτιμώρητον. Διόπερ, τοῦ κανόνος τὸ τύπτειν ἁπλῶς κολάζοντος, καὶ ἡμεῖς οὕτω συμψηφιζόμεθα. Χρὴ γὰρ τὸν τοῦ Θεοῦ ἱερέα διδασκαλίαις καὶ νουθεσίαις, ἔσθ' ὅτε δὲ καὶ τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς ἐπιτιμίοις, τὸν ἀτακτοῦντα παιδαγωγεῖν, ἀλλὰ μὴ ταῖς μάστιξι καὶ ταῖς πληγαῖς εἰς τὰ τῶν ἀνθρώπων σώματα ἐπιπηδᾶν» (Κανών Θ΄ της Πρωτοδευτέρας Συνόδου).
Έτσι, οι ως άνω κανόνες καταδικάζουν τα μέλη και τους οπαδούς της Μεγάλης Συνόδου της Μόσχας σε σκληρότητά τους, η οποία στην συνέχεια ξεπέρασε την σκληρότητα και περηφάνεια των  ναυατιανών. Για το παράδειγμα αναφέρουμε ένα απόσπασμα από τα λεγόμενα «12 Άρθρα» της τσάρισσας Σοφίας, έναν νόμο, ο οποίος δέχτηκε κατά την σύσταση του Πατριάρχη της Μόσχας Ιωακείμ και δρούσε στην Ρωσία στα τέλη των ΙΖ΄ και ΙΗ΄ αιώνων: «Όποιοι άνθρωποι ερχόντουσαν στα χωριά και ανθρώπους ενήλικους και τα παιδιά τους ενήλικα και μωρά ξαναβάπτισαν και την προηγούμενο άγιο βάπτισμα έλεγαν αναληθές, και το ξαναβάπτισμα απέδωσαν σε αλήθεια: και αυτούς, όποιοι ξαναβάπτισαν, αν και υπακούσουν στην Εκκλησία του Θεού και δεχτούν πνευματικό και θα θέλουν ειλικρινά να κοινωνήσουν, μετά την εξομολόγηση και κοινωνία να εκτελεστούν χωρίς ελεημοσύνη» (Άρθρο Δ΄).

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Οι ως άνω αποπλανήσεις των μελών της Μεγάλης Συνόδου της Μόσχας των 1666-67 εισέφεραν το σχίσμα στην Ρωσική Εκκλησία.
Οι τελευταίοι, κατά τον λόγο του Θεοδώρου, «ὡς ἄν ἑαυτοἰς αἰρέσεως τελείας ὄνομα περιποιήσωνται… τους μη τη παρανόμω  αυτών κακοδοξία συγκαταθεμένους, μάλλον δε όλην την καθολικήν Ἐκκλησίαν, ἀναθεματισμώ ὑποβεβλήκασι: τους ἤδη φθάσαντας ἐπί προσώπου αὐτών, οὐς μεν ἐξοστρακίσαντε: πόῤῥω που: οὕς δε φυλακαίς κατέχοντες. Διωγμόν κατά το σύνηθες των ενταύθα πάλιν καινουργήσαντες» (Επιστολή ΛΓ΄ προς Λέοντα Γ΄ πάπα Ρώμης).
Με βάση τον Κανόνα ΙΕ΄ της Πρωτοδευτέρας Συνόδου όλοι οι κληρικοί και οι λαϊκοί οι οποίοι δεν θέλησαν να μολυνθούν δια επικοινωνία με αιρετικούς, διέκοψαν την εκκλησιαστική κανονική ενότητα μαζί τους: «Οἱ γὰρ ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι».
Η Μεγάλη Σύνοδος των Μόσχας των 1666-67 δεν ήταν μια Σύνοδος μόνο για τους κληρικούς της Ρωσικής Εκκλησίας. Σ’ αυτήν συμμετείχανε οι αντιπρόσωποι και άλλων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών. Ο Πατριάρχης Παΐσιος της Αλεξάνδρειας και ο Μακάριος της Αντιοχείας. Πέντε μητροπολίτες από την Πατριαρχεία της Κωνσταντινουπόλεως: ο Γρηγόριος της Νίκαιας, ο Κοσμάς της Αμασείας,  ο Αθανάσιος Ικονίου, ο Φιλόθεος της Τραπεζούντας, ο Δανιήλ της Βάρνας και ένας αρχιεπίσκοπος – ο Δανιήλ του Πωγωνίου. Από το Πατριαρχείου του Ιερουσολύμων και την Παλαιστίνη  - ο μητροπολίτης της Γάζας Παΐσιος και Αυτόνομος αρχιεπίσκοπος του Όρους Σινά Ανανία. Ο μητροπολίτης της Γεωργίας Επιφάνιος, ο επίσκοπος της Σερβίας Ιωακείμ Διάκοβιτς. Και οι Πατριάρχες των Εκκλησιών της Αλεξάνδρειας και Αντιοχείας προέδρευσαν στην Σύνοδο αυτή.
Με βάση τα ως άνω, η Σύγκληση της Ρωσικής Παλαιορθόδοξου Εκκλησίας, προτείνει στην αξιότατη Σύγκληση των Αληθινών [Αυθεντικών] Ορθόδοξων Εκκλησιών της Ελλάδος, της Κύπρου, της Ρωσίας, της Ρωμανίας και της Κένυας να εκφράσει την γνώμη της για τις προαναφερόμενες παραπλανήσεις της Μεγάλης Συνόδου των 1666-67.
Εμείς θυμόμαστε για την πνευματική ζήλια για την τήρηση των εκκλησιαστικών κανόνων και καθαρότητα της Ορθόδοξης θρησκείας του αρχιεπισκόπου και εξομολογητή Ματθαίου (Καρπαθάκη) και ελπίζουμε ότι οι διάδοχοί του θα φανερώσουν της ίδια πνευματική σοφία και κατηγορηματικότητα.
Από όλη την καρδιά ευχόμαστε και ζητάμε από τον Θεό για να βρουν σε τέτοιο σοβαρό θέμα οι Εκκλησίες μας την ενιαία θέση.