пятница, 24 июля 2015 г.

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

В рамках диалога нашего Св. Синода ИПЦ Греции и Св. Синода Русской Древлеправославной Церкви под председательством Святейшего Александра, Патриарха Московского и всея Руси, публикую на греческом языке некоторые документы предоставленные указанным Св. Синодом РДЦ.

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΠΡΟΣ ΠΑΝΤΕΣ ΠΑΛΑΙΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ

Μόσχα, 4 (17 Μαΐου 2009)
Εβδομάδα της Σαμαρίτιδος, 
Πέμπτη εβδομάδα του Πάσχα.

ΠΕΡΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ 17ΟΥ ΑΙ.

Εἰ δὲ καὶ πάνυ ολίγοι ἐν τῇ ὀρθοδοξία καὶ εὐσεβείᾳ διαμείνωσιν, οὗτοί εἰσιν Ἐκκλησία, καὶ τὸ κῦρος καὶ ἡ προστασία τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν ἐν αὐτοῖς κεῖται· κᾶν κακοπαθῆσαι αὐτοῖς ὐπὲρ τῆς εὐσεβείας δεήσοι· ὅπερ ἐστὶν εἰς καύχημα αἰώνιον, καὶ ψυχικῆς σωτηρίας πρόξενον. 
Άγιος Νικηφόρος Κωνσταντινούπολεως.

Από την γέννησή της, η Εκκλησία του Χριστού έχει φροντίσει για την συνεχή προστασία των ορθοδόξων δογμάτων από πάση φθορά με την απαραίτητη αυστηρότητα, και με τον ίδιο τρόπο έχει φροντίσει για την προσεκτική παρακολούθηση και προστασία όλων των εκκλησιαστικών διδασκαλιών: σύμβολα, κανόνες, τάξεις, παραδόσεις, τυπικά, τα οποία μας έχουν μεταλαμπαδευτεί από τους Αποστόλους και τους Αγίους Πατέρες. Η διαθήκη του Αγίου Αποστόλου Παύλου ήταν και θα είναι η βάση για αυτά. «Ἐπαινῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, ὅτι πάντα μου μέμνησθε καὶ καθὼς παρέδωκα ὑμῖν τὰς παραδόσεις κατέχετε. (Α Κορ. 11, 2 )». «Ἄρα οὖν, ἀδελφοί, στήκετε, καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις ἃς ἐδιδάχθητε εἴτε διὰ λόγου εἴτε δι᾿ ἐπιστολῆς ἡμῶν. (Β Θεσ. 2, 15)»

Για να είναι όλα μέσα στην Εκκλησία σύμφωνα με τα λόγια του Αγίου Αποστόλου «πάντα εὐσχημόνως καὶ κατὰ τάξιν γινέσθω (Α Κορ. 14,40) , οι ποιμένες της Εκκλησίας και οι διδάσκαλοι φρόντιζαν επίσης για την προσεκική διατήρηση των εκκλησιαστικών κειμένων [1], και τα διόρθωναν σε περίπτωση που εντοπίζονταν λάθη, είτε ανθρώπινης απροσεξίας είτε ενέργειας του διαβόλου στα λειτουργικά κείμενα της αρχαίας Εκκλησίας.

Καθοδηγούμενη από την καθορισμένη παράδοση και το καθήκον, η Σύνοδος του 1551 της Ρωσικής Εκκλησίας, ονομαζόμενη Εκατοκεφάλαια (ΣΤΟΓΚΛΑΒ), αποφάσισε το παρακάτω: « Οι πρωτοπαπάδες ,οι πρεσβύτεροι, οι εκλεγμένοι ιερείς και μαζί με όλους τους ιερείς σε κάθε πόλη, σε όλους τους Άγιους ναούς ... πρέπει να φροντίζουν τα βιβλία των Αγίων Ευαγγελίων, τον Απόστoλο και όλα τα υπόλοιπα ιερά βιβλία, τα οποία η Καθολική Εκκλησία αναγνωρίζει ... Και αν ορισμένα ιερά βιβλία, όπως το Ευγγέλιο, ο Απόστολος, το Ψαλτήρι, σε κάποια εκκλησία βρεθούν χωρίς διόρθωση και με λάθη, τότε εσείς δε οφείλετε να τα διορθώνετε με καλές μεταφράσεις συνοδικά, καθώς οι ιεροί κανόνες απαγορεύουν και την είσοδο λανθασμένων βιβλίων στην Εκκλησία αλλά και τη χρήση τους σε ψαλμωδίες» (κεφ.27 - Περί Αγίων Εικόνων και περί διόρθωσης βιβλίων). Έτσι και στους γραμματείς που αντιγράφουν βιβλία, οφείλετε την ανάθεση αντιγραφών από καλές μεταφράσεις. Και μόνο αφού έχουν αντιγραφεί σωστά, να πωλούνται, ενώ τα μη διορθωμένα να μην πωλούνται. Και για τον γραμματέα που θα πουλήσει ένα αδιόρθωτο βιβλίο, είστε υποχρεωμένοι να τον απαγορεύσετε με μεγάλο αφορισμό.

 Αν κάποιος αγοράσει ένα μη διορθωμένο βιβλίο, σε αυτόν πρέπει να επιβληθεί επίσης μεγάλος αφορισμός, ώστε να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Εάν τύχει και εκτεθούν πωλητής και αγοραστής, τότε τα βιβλία αυτά πρέπει να συλλεχθούν χωρίς καμία αποζημίωση, και έπειτα  να διορθωθούν και να παραδωθούν σε εκκλησίες που τα χρειάζονται. Εσείς οι ίδιοι, είστε υποχρεωμένοι να φροντίζετε και να διορθώνετε όλα όσα έχουν προαναφερθεί για τις εκκλησιαστικές τάξεις, τις τίμιες εικόνες και τα ιερά βιβλία όσο το δυνατόν περισσότερο μπορείτε, και για αυτό θα λάβετε από τον Κύριο Θεό, μεγάλη ευλογία, από τον ευλαβή βασιλία, τιμή και δόξα, από την ταπεινότητά μας, συνοδική ευλογία και από όλον τον λαό μας, ευγνωμοσύνη και δοξολογία, για το ιερό σας έργο και τα κατορθώματά σας. (κεφ. 28 «Περί αντιγραφέων των βιβλίων»).

 Η Ρωσική Εκκλησία ενεργούσε σύμφωνα με αυτήν την συνοδική απόφαση, μέχρι την εποχή του Πατριάρχη Νίκον : Συνοδικά, εξέταζαν και διόρθωναν, όποτε ήταν απαραίτητο, εκκλησιαστικές τάξεις και λειτουργικά βιβλία, σύμφωνα με τις τάξεις και τα βιβλία της αρχαίας Eκκλησίας. Όσο τα βιβλία ήταν κατά βάση χειρόγραπτα, και κάθε τέτοιο βιβλίο αντιστοιχούσε στην περιοχή που γραφόταν, η υποχρέωση διόρθωσής τους άνηκε στο τοπικό συμβούλιο κληρικών. Με τη διάδοση της τυπογραφίας τον 17ο αι., όλα τα βιβλία άρχισαν να εκδίδονται με μεγάλη κυκλοφορία και να διαδίδονται σε όλη την Εκκλησία. Επομένως, η ευθύνη των τοπικών κληρικών συνεδρίων για κάθε βιβλίο που εκδιδόταν οξύθηκε.
 
 Το 1652 πανρωσικός πατριάρχης έγινε ο μητροπολίτης του Νόβγκοροντ, Νίκον (Μίνιν). Ο ίδιος, έχοντας αυταρχικό και αυθαίρετο χαρακτήρα, άρχισε να διορθώνει βιβλία χωρίς καμία συμβουλή και χωρίς συνοδική εξέταση, κάτι που αποτέλεσε επικίνδυνο, βλαβερό και απογορευόταν από τους εκκλησιαστικούς κανόνες σύμφωνα με τους οποίους, ένας πατριάρχης δεν έχει το δικαίωμα αυτόνομα, χωρίς τις συμβουλές άλλων αρχιερέων και μόνο με την προσωπική του κρίση, να αποφασίζει εκκλησιαστικά θέματα που αφορούν την ζωή ολόκληρης της Εκκλησίας: «Τοὺς ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους εἰδέναι χρή τὸν ἐν αὐτοῖς πρῶτον, καὶ ἠγεῖσθαι αὐτὸν ὡς κεφαλήν, καὶ μηδὲν τι πράττειν ἄνευ τῆς ἐκείνου γνώμης· ἐκεῖνα δὲ μόνα πράττειν ἕκαοτον, ὅσα τῇ αὐτοῦ παροικίᾳ ἐπιβάλλει, καὶ ταῖς ὑπ' αὐτὴν χώραις. Ἀλλὰ μηδὲ ἐκεῖνος ἄνευ τῆς πάντων γνώμης ποιείτω τι. Οὕτω γὰρ ὁμόνοια ἔσται, καὶ δοξασθήσεται ὁ θεός, διὰ Κυρίου, ἐν ἁγίῳ Πνεύματι· ὁ Πατήρ, καὶ ὁ Υἱός, καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα» (34ος Αποστολικός κανόνας). Και όπως έχει ήδη ειπωθεί, από τότε που τα εκτυπωμένα λειτουργικά και δογματικά βιβλία διανέμονταν σε ολόκληρη την Εκκλησία, και συνεπώς αφορούσαν τους πάντες, οι τυχόν εννοιολογικές αλλαγές, προσθήκες ή διαγραφές, οπωσδήποτε, θα έπρεπε να συζητούνται συνοδικά και ειδικά, όταν οι αλλαγές αυτές αφορούσαν όχι μόνο τα λειτουργικά κείμενα αλλά και τις εμπεριεχόμενες διδασκαλίες για θεματα πίστεως, εκκλησιαστικα τυπικά και παραδόσεις. Παρόλα αυτά, ο Πατριάρχης Νίκον αμέσως μετά την άνοδό του στον Πατριαρχικό Θρόνο, ο ίδιος, αντιτέθηκε σε κάθε πνευματική συμβουλή και εξέταση από τη σύνοδο, και ξεκίνησε με δική του πρωτοβουλία να επιφέρει τροποποιήσεις που αφορούσαν όχι μόνο την ορθογραφία, αλλά και τις πιο αρχαίες παραδόσεις και κανόνες της Εκκλησίας. «Η ίδια η εκτύπωση των βιβλίων γίνεται εκείνη την περίοδο στο πνεύμα νέων αντιλήψεων. Ιδιαίτερη σημασία είχαν οι αλλαγές, οι οποίες είχαν γίνει στη νέα έκδοση του Ψαλτηρίου, που εκτυπώθηκε τη χρονική περίοδο ( 9 Οκτωβρίου 1652 - 11 Φεβρουαρίου 1653). Επιπρόσθετα, σε αυτή την έκδοση είχαν παραλειφθεί δύο άρθρα – περί δυοδαχτύλων και περί μετάνοιας. Αυτά τα άρθρα κατείχαν εξέχουσα θέση στο Ψαλτήριον, την περίοδο του προηγούμενου Πατριάρχη, Ιωσήφ. Έτσι, η διαγραφή αυτή προκάλεσε πρώτα απ’ όλα, τη δυσαρέσκεια των διορθωτών. Οι γέροντες Ιωσήφ (Νασιέτκα) και Σαββάτιος αμέσως παραιτήθηκαν από τη θέση των διορθωτών» [2] . Εκείνο το διάστημα, ο Πατριάρχης Νίκον ανέθεσε στον Έλληνα μοναχό Αρσένιο, την διεύθυνση της διόρθωσης βιβλίων. Αυτός ο άνθρωπος ήταν μορφωμένος (για τον καιρό του) γνωρίζοντας ξένες γλώσσες, ωστόσο με άσχημη συμπεριφορά και αμφισβητούμενες θρησκευτικές απόψεις. « Είχε ανατραφεί σε ένα ελληνικό κολέγιο Ιησουιτών στη Ρώμη, που ιδρύθηκε με ειδικό σκοπό να εκπαιδεύει Έλληνες Ουνίτες, και προφανώς, και ο Αρσένιος έγινε Ουνίτης. Ο ίδιος, αν και προσωρινά και άθελά του, εξισλαμίστηκε. Ως Oυνίτης, έζησε για κάποιο διάστημα στην αυλή του Πολωνού βασιλιά Βλαντισλάβ. Ο Παΐσιος, Πατριάρχης της Ιερουσαλήμ, έγραψε γι 'αυτόν στο βασιλιά (Ρώσος βασιλίας Αλέξιος) ότι, «ο Αρσένιος ήταν αρχικά ένας μοναχός και ιερέας, αργότερα εξισλαμίστηκε, στη συνέχεια διέφυγε στους Πολωνούς παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως Ουνίτη, και έγινε γνωστός για κακές πράξεις. Για το λόγο αυτό, ρωτήστε τον ο ίδιος και θα τα διαπιστώσετε όλα». Η κατηγορία  του Πατριάρχη για τον  Έλληνα Αρσένιο εξ ολοκλήρου επιβεβαιώθηκε από την ομολογία του ίδιου του Αρσένιου, και αργότερα εξορίστηκε με αλυσίδες στη Μονή Σολοφκί στην Πολωνία [3].

Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός, ότι τόσο η ίδια η διαδικασία διόρθωσης των βιβλίων που ξεκίνησε και υλοποιήθηκε από τον Πατριάρχη Νίκον, χωρίς συνοδική σηζήτηση, όσο και η επιλογή του Έλληνα μοναχού Αρσένιου, τον οποίο δικαίως υποπτεύονταν για αιρέσεις, προκάλεσε μεγάλη  σύγχυση μεταξύ των κληρικών και των λαϊκών της Ρωσικής Εκκλησίας. Ωστόσο, ο Πατριάρχης Νίκον, αψηφώντας εντελώς τη συνείδηση ​​και τη γνώμη των Ρώσων Χριστιανών και τα διατάγματα της Εκκλησίας, όχι μόνο δεν έσπευσε να διορθώσει την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί από τον ίδιο τον Νίκον, αλλά προχώρησε και περαιτέρω σε εκκλησιαστικές μεταρρυθμίσεις.

Ως πρώτο βήμα του Πατριάρχη Νίκον προς αυτή την κατεύθυνση, έγινε το διάταγμα  ("Μνήμη"), που δημοσιεύτηκε πριν από την Σαρακοστή του 1653 και στάλθηκε στους ναούς  της Μόσχας, όπου ο Πατριάρχης απαίτησε ο αριθμός των μεγάλων μετανοιών κατά την ανάγνωση της προσευχής του Αγίου Εφραίμ του Σύριου να μειωθεί, και οι ίδιες να αντικατασταθούν με μικρές μετάνοιες, και ο τύπος του Σταυρού, από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, να γίνεται με τρία δάχτυλα, όπως εκέινη την εποχή χρησιμοποιούσε η Ανατολική Εκκλησία, αντί για δύο δάχτυλα, όπως χρησιμοποιούνταν στη Ρωσία από την αρχή της βάφτισής της : «σύμφωνα με την παράδοση των Αγίων Αποστόλων και των Αγίων Πατέρων είναι ακατάλληλο να υποκλίνεται κανείς μέχρι το πάτωμα, αλλά αντιθέτως, να κάνει τις μικρές μετάνοιες από τη μέση, και να πραγματοποιεί τον τύπο του Σταυρού με τρία δάχτυλα".

Εάν το τυπικό περί των δώδεκα μεγάλων μετανοιών δεν είχε άμεσα συνοδική συγκατάθεση και η Εκκλησία κρατούσε αυτή την παράδοση, από απλότητα της καρδίας, η ένωση των δαχτύλων για τον τύπο του Σταυρού αντιθέτως, είχε άμεση και απολύτως καθορισμένη συνοδική απόφαση, από τη Σύνοδο της Ρωσικής Εκκλησίας του 1551 (Στογκλάβ): «Αν κάποιος δε δίνει την ευλογία του με τα δύο δάχτυλα, όπως έκανε ο Χριστός ή  αποτύχει να κάνει τον τύπο του Σταυρού με τα δύο δάχτυλά του, τότε ας είναι καταραμένος, όπως έχουν πει οι Άγιοι Πατέρες» (31 κεφάλαιο). Και δεδομένου ότι η Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας το 1551 (Στογκλάβ) ενέκρινε τα δυοδάχτυλα όχι απλώς ως μια καινοτομία, αλλά με την απόφασή της, βεβαίωσε την αγιότητα και την αρχαιότητα αυτής της παράδοσης, συνεπώς η αυθάδεια του Πατριάρχη Νίκον δεν οφείλεται απλά στο γεγονός ότι αντιτέθηκε με την προσωπική του γνώμη στην απόφαση ολόκληρης της εκκλησιαστικής Συνόδου, αλλά και στο ότι με αυτόν τον τρόπο, προσπάθησε να ακυρώσει και να ανατρέψει μία από τις αρχαιότερες  Εκκλησιαστικές παραδόσεις. Αυτή η παράνομη πράξη του Πατριάρχη Νίκον εμπίπτει στον κανόνα της VII Οικουμενικής Συνόδου, ο οποίος έχει ως εξής: «πάσας τὰς ἐκκλησιαστικὰς ἐγγράφως ἢ ἀγράφως τεθεσπισµένας ἡµῖν παραδόσεις ἀκαινοτοµήτως φυλάττοµεν... Τοὺς οὖν τολμῶντας ἑτέρως φρονεῖν ἢ διδάσκειν ἢ κατὰ τοὺς ἐνάγεις αἱρετικοὺς τὰς ἐκκλησιαστικὰς παραδόσεις ἀθετεῖν καὶ καινοτομίαν τινὰ ἐπινοεῖν ἢ ἀποβάλλεσθαί τι ἐκ τῶν ἀνατεθειμένων τῇ ἐκκλησίᾳ, εὐαγγέλιον ἢ τύπον τοῦ σταυροῦ ἢ εἰκονικὴν ἀναζωγράφησιν ἢ ἅγιον λείψανον μάρτυρος, ἢ ἐπινοεῖν σκολιῶς καὶ πανούργως πρὸς τὸ ἀνατρέψαι μίαν τινὰ τῶν ἐνθέσμων παραδόσεων τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας, ἔτι γε μὴν ὡς κοινοῖς χρῆσθαι τοῖς ἱεροῖς κειμηλίοις ἢ τοῖς εὐαγέσι μοναστηρίοις, ἐπισκόπους μὲν ὄντας ἢ κληρικοὺς καθαιρεῖσθαι προστάσσομεν, μονάζοντας δὲ ἢ λαϊκοὺς τῆς κοινωνίας ἀφορίζεσθαι.» [4].

 Έτσι, αυτό το βολονταριστικό και αντι-Εκκλησιαστικό διάταγμα  ("Μνήμη") του Πατριάρχη Νίκον, που χωρίς κανένα λόγο, ακύρωσε την αναμφίβολα αρχαία και αναμφίβολα ορθόδοξη παράδοση της Αγίας Εκκλησίας, αποτέλεσε τη βάση της σύγκρουσης που αργότερα εξελίχθηκε στο τρομαχτικό σε κλίμακα, με συνέπειες, Εκκλησιαστικό σχίσμα.

 Και εφόσον ο Πατριάρχης Νίκον ενήργησε ευσυνείδητα, εκπροθέσεως και δημοσίως (από καθέδρας), τότε σύμφωνα με τον κανόνα 15 της Πρωτοδευτέρας (ΑΒ) Συνόδου, αυτό όχι μόνο έδωσε το δικαίωμα, αλλά επέβαλε και την υποχρέωση σε όλους τους Ορθοδόξους Χριστιανούς να διακόψουν την κανονική επικοινωνία με τον Πατριάρχη Νίκον, ως καταστροφέα της Εκκλησιαστικής παράδοσης και εχθρό της VII Οικουμενικής Συνόδου: «Οἱ γὰρ δι᾿ αἱρεσίν τινα, παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου τὴν αἵρεσιν δηλονότι δημοσίᾳ κηρύττοντος καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾿ ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑποκείσονται, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οἱ γὰρ ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι». Δίνουμε παρακάτω, μια ερμηνεία αυτού του κανόνα από τον ευλογημένο Πατριάρχη Θεόδωρο Βαλσαμών, για να κατανοήσουμε καλύτερα αυτό το θέμα: «Καλῶς δὲ εἶπεν ὁ κανὼν ἐπαινετέους εἶναι τοὺς ἀποσχίζοντας ἑαυτοὺς καὶ πρὸ καταδίκης, ἀπὸ τῶν διδασκόντων αἱρετικὰ διδάγματα, καὶ ὄντων προφανῶς αἱρετικῶν. Εἰ γὰρ κρύφα καὶ μετὰ ὑποστολῆς ψιθυρίζονται τὰ τῆς αἱρέσεως παρὰ τοῦ πρώτου, ὡς ἀμφιβάλλοντος, οὐκ ὀφείλει τις ἐξ αὐτοῦ πρὸ καταδίκης ἀποσχισθῆναι∙ εἰκὸς γάρ ἐστι μεταῤῥυθμισθῆναι τοῦτον πρὸς τὸ ὀρθόδοξον, πρὸ τής ἐντελοῦς ἀποφάσεως, καὶ ἀποστῆναι τῆς αἱρέσεως. Σημείωσαι ταῦτα, ἴσως ὠφελήσοντα κατὰ τῶν λεγόντων, μὴ καλῶς ἡμᾶς ἀποσχισθῆναι ἀπὸ τοῦ θρόνου τῆς παλαιᾶς Ῥώμης, πρὸ τοῦ καταδικασθῆναι τοὺς περὶ ταύτην ὡς κακόφρονας. Καὶ ὁ μὲν παρὼν κανὼν τοὺς διὰ δογματικὴν αἰτίαν ἀποσχίζοντας οὐ κολάζει∙ ὁ δὲ λα΄. ἀποστολικὸς κανὼν, καὶ τοὺς κατεγνωκότας τῶν οἰκείων ἐπισκόπων, ὡς προδήλως ἀδικούντων, καὶ ἀποσχίσαντας ἐξ αὐτῶν, ἀνευθύνους συντηρεῖ ».

 Το αντιεκκλησιαστικό διάταγμα του Πατριάρχη Νίκον προκάλεσε ανοικτή διαμαρτυρία, όχι μόνο μεταξύ των εκκλησιαστικών κοσμικών, αλλά και μεταξύ των πιο σεβάσμιων κληρικών της Ρωσικής Εκκλησίας (εννοείται όσο αφορά την ιεραρχία της Εκκλησίας). Αυτοί απευθύνθηκαν στο βασιλιά, ζητώντας να συγκαλεστεί Εκκλησιαστική Σύνοδος και να  εξεταστούν συνοδικά οι  μεταρρυθμιστικές δραστηριότητες του Πατριάρχη και η διόρθωση των βιβλίων που ο ίδιος είχε αναλάβει: «Σας παρακαλούμε, ω χριστόφιλε βασιλιά, να διατάξετε την σύγκλιση της Συνόδου και να δωθεί μαρτυρία από την Αγία Γραφή - έτσι ώστε η Σύνοδος να είναι αληθινή και όχι ένα ιουδαϊκό συνέδριο. Όχι μόνο επίσκοποι θα πρέπει να συγκεντρωθούν, αλλά και ιεροί αρχιμανδρίτες, ιεροί ηγούμενοι, πρωτοπαπάδες, ιεροί μοναχοί, ιερείς και διάκονοι, όσοι είναι καλοί γνώστες της Αγίας Γραφής, και όλων των τάξεων ευλαβείς άνθρωποι.»  [5]

 Αυτή η Σύνοδος συγκλήθηκε την άνοιξη του 1654 και έλαβε χώρα στο βασιλικό παλάτι, υπό την προεδρία του ίδιου του βασιλία και του Πατριάρχη. Παρόντες στη Σύνοδο ήταν πέντε μητροπολίτες: ο Μακάριος του Νόβγκοροντ, ο Κορνίλιος του Καζάν, ο Ιονάς του Ροστόφ, ο Συλβέστρος του Κρουτίτσκ και ο Μιχαήλ από τη Σερβία. Τέσσερις αρχιεπίσκοποι: ο Μαρκέλος  του Βόλογκντα, ο Σωφρόνιος του Σούζνταλ, ο Μισαήλ του Ρεαζάν και ο Μακάριος του Πσκόβ. Ένας επίσκοπος: ο Παύλος του Κολόμνα, έντεκα αρχιμανδρίτες και ηγούμενοι, δεκατρείς πρωτοιερείς και η βασιλκή σύκλιση.

 Σε αυτή τη Σύνοδο, ο Πατριάρχης Νίκον, αυθαίρετα ερμηνεύοντας τις πράξεις της Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως του 1593 περί των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων του Ρώσου Πατριάρχη, προσπαθούσε να αποδείξει ότι η Ρωσική Εκκλησία θα πρέπει - σε δόγματα και τυπικά - να είναι σύμφωνη με την Ελληνική Εκκλησία. Ωστόσο, παρά τα τεχνάσματα του Νίκον, η  Σύνοδος έβγαλε μία μετρημένη και προσεκτική απόφαση, στο πνεύμα της Εκατοκεφάλαιας Συνόδου (Στογκλάβ): «Η διόρθωση των σλαβικών τυπομένων βιβλίων, σύμφωνα με τα παλαιά ρωσικά και ελληνικά χειρόγραφα, πρέπει να πραγματοποιείται άξια και σωστά». Η Σύνοδος δεν έβγαλε μια τελική αποφάση, για αυτά ή τα άλλα τυπικά και παραδόσεις της Ρωσικής Εκκλησίας.

 Ωστόσο, οι διορθωτές του Πατριάρχη Νίκον, παρά την απόφαση της Συνόδου του 1654, άρχισαν να διορθώνουν τα ρωσικά εκκλησιαστικά βιβλία όχι με βάση τα αρχαία σλοβενικά και ελληνικά βιβλία, αλλά με βάση τις σύγχρονες νεοελληνικές εκδόσεις που τυπώθηκαν στη Βενετία, εκείνη την εποχή. Ακόμη και αν εντοπίζονταν πραγματικά αρχαία βιβλία, τότε και πάλι αυτό γινόταν χωρίς κανένα σύστημα και χωρίς καμία μελέτη, και ως αποτέλεσμα, ακόμη και διορθωμένα βιβλία διαφορετικών εκδόσεων είχαν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους, κάτι που έγινε βάση ώστε να θεωρηθεί η δραστηριότητα του Πατριάρχη Νίκον επιβλαβής για την Εκκλησία: «Υπερβολικά πολύ μεγάλη ελευθερία δόθηκε στις πρωτοβουλίες και προσωπικές κρίσεις των διορθωτών, ωστόσο λόγω της αναπόφευκτης ανάγκης, επειδή δεν υπήρχε πραγματικός επικεφαλής και συντονιστής του τμήματος, όλο αυτό οδήγησε στη αστάθεια της διόρθωσης. Σε αυτή την κατάσταση είναι προφανές, ότι όσος περισσότερος χρόνος περνούσε, τόσο μεγαλύτερη ποσότητα εκδόσεων εντοπιζόταν, του ίδιου βιβλίου, οι οποίες είχαν μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ τους. Το γεγονός αυτό το παρατηρούσαν όλοι, και με αυτήν την κατάσταση σκανδαλίζονταν και έρχονταν σε αμηχανία, δεδομένου ότι, οι εχθροί της διόρθωσης βιβλίων του Νίκον, συνεχώς υποδείκνυαν όλες αυτές τις περιστάσεις, ως φανερή απόδειξη, ότι τα ρώσικα εκκλησιαστικά βιβλία στην πραγματικότητα δεν διορθώνονται αλλά καταστρέφονται. Στα συμφέροντα της Εκκλησσίας και του ίδιου του θέματος, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο έπρεπε να σταματήσει αυτός ο πειρασμός».  [6]

 Παρ’ όλα αυτά, αυτός ο πειράσμος όχι απλά δεν σταμάτησε, αλλά οξύθηκε κατά πολύ, λόγω του ότι ο Πατριάρχης Νίκον έριξε στους αντιπάλους της μεταρρύθμισής του, ανοργάνωτης και αδικαιολόγητης, άσπλαχνη οργή υποβάλλοντάς τους σε σκληρούς διωγμούς και εκτελέσεις. Στην πορεία προς το στόχο του Πατριάρχη Νίκον, δεν υπήρχαν ούτε ηθικοί ούτε πνευματικοί περιορισμοί. Αυτός δεν άκουγε όυτε το Ευαγγέλιο, το οποίο μας καλεί να αγαπάμε ακόμα και τους εχθρούς μας, ούτε τους εκκλησιαστικούς κανόνες, οι οποίοι απαγορεύουν κατηγορηματικά στους κληρικούς να ασκούν σωματική δύναμη σε όσους διαφωνούν με τις απόψεις και τις πράξεις τους.

 Ένας από τα πρώτα θύματα του Πατριάρχη Νίκον ήταν ο επίσκοπος Παύλος του Κολόμνα, ο οποίος επέκρινε ανοιχτά τις εκκλησιαστικές μεταρρυθμίσεις, και για το λόγο αυτό το 1654, με εντολή του Νίκον, υποβλήθηκε σε σκληρά σωματικά βασανηστήρια και εξορίστηκε σε φυλάκιση στο μοναστήρι του Χουτίν. Αργότερα, ακόμη και οι υποστηρικτές των μεταρρυθμίσεων του Νίκον, στη Σύνοδο του 1667 τον έκριναν ένοχο για τη βάρβαρη εξόντωση του επίσκοπου Παύλου : «Τον αρχιερέα ο ίδιος ο Νίκον τον καθαίρεσε, χωρίς καμία τοπική σύνοδο, όπου, θα έπρεπε να κατηγορηθεί για τις αμαρτίες του...μετά την καθαίρεση του επίσκοπου Παύλου, του αφαίρεσαν την αρχιερατική στολή και τον έδωσαν για σκληρό ξυλοδαρμό...και από αυτό ο αρχιερέας έχασε τα λογικά του και ο καημένος εξαφανίστηκε, καθώς είτε τον έφαγαν θηρία είτε πνίγηκε στο νερό είτε με κάποιο άλλο τρόπο πέθανε» (Συνοδικά γράμματα περί καθαίρεσης του πατριάρχη Νίκον).  [7]

 Στη συνέχεια, ο αριθμός των θυμάτων του αδίστακτου πατριάρχη Νίκον αυξήθηκε κατά πολύ. Περί της απάνθωπης διάθεσής του σαφώς μαρτυρεί η απόφασή του, το 1656, η οποία απογορεύει τους ιερείς να κοινωνούν και να εξομολογούν όσους καταδικάστηκαν σε θάνατο : « Ο μοναχός Νίκον όταν ήταν στον πατριαρχικό θρόνο ήρθε στο μεγάλο βασιλία και μεγάλο Δούκα Αλεξέι Μιχάηλοβιτς, πάσης μεγάλης και μικρής Ρωσίας αυτοκράτορα, και απευθυνόμενος στον μεγάλο βασιλία και τη σύγκλισή του, είπε ανοιχτά ότι θα έπρεπε εφεξής οι ιερείς να απαγορεύεται να κοινωνούν, και ακόμη και να εξομολογούν, τους κατηγορούμενος σε θανατική ποινή ληστές και κλέφτες τις τελευταίες ώρες πρίν την εκτέλεσή τους». [8]

 Με αυτή την απανθρωπιά του Πατριάρχη Νίκον ενοχλήθηκαν και οι υποστηρικτές των μεταρρυθμίσεων του και γι’ αυτό αργότερα, τον κατηγόρησαν συνοδικά στην Νοβοτιανή και Ευσταθιανή αίρεση: «Με αφορμή αυτό (την εξομολόγηση της τελευταίας ώρας), και εμείς λέμε ότι όλο αυτό είναι αίρεση, παρανομία και εκτός της Εκκλησίας του Χριστού. Αυτό που δείχνει ο Πατριάρχης Νίκον στο θέμα της εξομολόγισης είναι ακολούθηση των Νοβατιανών και των Ευσταθιανών, οι οποίοι δεν δέχονταν τους μετανοούντες, κρίνοντας και μιλώντας αντίθετα με αυτά που έλεγαν οι θεοκήρυκες απόστολοι και οι Θεόφοροι Πατέρες». [9]

 Οι ίδιοι έφεραν και άλλα παραδείγματα βάρβαρων πραγματικά πράξεων του Πατριάρχη Νίκον απέναντι στους αντιπάλους του : «Διαμένοντας στην Μονή της Αναστάσεως τιμώρησε πολλούς ανθρώπους - μοναχούς και λαικούς -  για εγκλήματα, και όχι με πνευματική πραότητα, αλλά τους υπέβαλε σε σωματικά βασανιστήρια : Διέταξε να τιμωρηθούν χωρίς έλεος άλλοι με μαστίγια , άλλοι με ρόπαλα , άλλοι να καούν στην πυρά με αποτέλεσμα πολλοί άνθρωποι να χάσουν τη ζωή τους εξαιτίας τέτοιων βασανιστηρίων». (Συνοδικά γράμματα περί της καθαίρεσης του Πατριάρχη Νίκον). [10]

 Με αυτόν τον άγριο και ανελέητο χαρακτήρα, ο Πατριάρχης Νίκον ταυτίζεται με αρχαίους αιρεσιάρχες, όπως ο Νεστόριος και ο Διόσκορος οι οποίοι με την ίδια σκληρότητα δίωκαν όσους διαφωνούσαν με τις απόψεις τους.

«Ο Νεστόριος ανησυχώντας, από φόβο και θυμό, υποβάλλει όποιον μπορεί σε δικαστικές ανακρίσεις, διώκει από ναούς και σπίτια τους κληρικόυς που ακολουθούν ένα σωστό τρόπο σκέψης, τους τιμωρεί με πείνα, αλυσίδες και ξυλοδαρμούς» [11]. «Οι μοναχοί που αντιστάθηκαν περισσότερο από άλλους στις αντιλήψεις του, μπήκαν φυλακή, τους βασάνιζε, και με όλους τους υπόλοιπους έπραττε με την ίδια ακραία βιαιότητα» [12].

Ο Διόσκορος, όταν ο Πατριάρχης της Κωσταντινουπόλεως Φλαβιανός απευθύνθηκε  με επιστολή στον Πάπα της Ρώμης  «μετατράπηκε από επίσκοπο σε δήμιο και βασάνισε τόσο πολύ τον Πατριάρχη Φλαβιανό, με ξυλοδαρμό και κλοτσιές με τα τακούνια του, που ο άνθρωπος πέθανε μετά από τρεις μέρες στη φυλακή». [13]

Όπως και αυτοί οι αιρετικοί, με τον ίδιο τρόπο πολέμησε και ο Πατριάχρης Νίκον τους Χριστιανούς, και ακολουθώντας τον, και πολλοί υποστηρικτές των μεταρρυθμίσεών του, κληρικοί και λαικοί. Ωστόσο, κανένα βασανιστήριο και καμία εκτέλεση δεν μπόρεσε να σβήσει την λαική εξέγερση. Οι Χριστιανοί πρόθυμα υπέμεναν τα βασανηστήρια ταπεινώνοντας τον άπιστο Πατριάρχη με το θάρρος τους και κερδίζοντας, μέσα από τα δεινά για την αλήθεια, στεφάνια άφθαρτα ,σύμφωνα με τον προφήτη : «Ὅτι ἐδοκίμασας ἡμᾶς, ὁ Θεός, ἐπύρωσας ἡμᾶς, ὡς πυροῦται τὸ ἀργύριον·  εἰσήγαγες ἡμᾶς εἰς τὴν παγίδα, ἔθου θλίψεις ἐπὶ τὸν νῶτον ἡμῶν.  ἐπεβίβασας ἀνθρώπους ἐπὶ τὰς κεφαλὰς ἡμῶν, διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος, καὶ ἐξήγαγες ἡμᾶς εἰς ἀναψυχήν». ( Ψαλμ. 65. :10-12).

 Έχοντας αντιμετωπίσει πολύ ισχυρή αντίσταση στις μεταρρυθμιστικές του δραστηριότητες, ο Πατριάρχης Νίκον λίγο μετά τη Σύνοδο του 1654 έγραψε και έστειλε στον Πατριάρχη της Κωσταντινοπόλεως μία επιστολή με 28 ερωτήσεις σχετικά με τις εκκλησιαστικές τάξεις, λάθη που μπορεί να υπάρχουν στα εκκλησιαστικά βιβλία, και για τους κανόνες της χριστιανικής ζωής.

Το Δεκέμβριο του 1654 ο Πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως, Παΐσιος, κάλεσε Σύνοδο όπου απάντησε στα ερωτήματα του Πατριάρχη Νίκον. Η επιστολή απάντησης μαζί με τον Πατριάρχη Παΐσιο υπογράφτηκε από 24 Έλληνες μητροπολίτες, 1 αρχιεπίσκοπο, 3 επισκόπους και μερικά ακόμη πρόσωπα που κατείχαν σημαντικές εκκλησιαστικές θέσεις υπό τον Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως. Σε γενικές γραμμές,  η Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως δεν ενέκρινε τις μεταρρυθμιστικές φιλοδοξίες του Πατριάρχη Νίκον, και τον προειδοποίησε να μην προκαλεί εκκλησιαστικά σχίσματα μέσω μεταρρυθμίσεων στη Ρωσική Εκκλησία κατά το πρότυπο της σύγχρονης ελληνικής Εκκλησίας: «... Καί κλαίεται δυνατά εις την ασυμφωνίαν κάποιων τάξεων όπου γίνονται εις μερικές εκκλησίαις, και λογιάζει πως αυταίς αι διαφορετικαίς τάξεις  να φθείρουσι την πίστιν ημών· εις το οποίον επαινούμεν την γνώμην· διατί όποιος φοβάται την παράβασιν των μικρών σφαλμάτων, φυλάττεται από τα μεγάλα· α μή διορθώνομεν την έννοιαν· διατί όσον δια τους αιρετικούς, έχομεν πρόταγμα από τον απόστολον, να τους αποφεύγομεν, μετά πρώτην και δευτέραν νουθεσίαν, ως εξεστραμμένους (Τιτ. 3)· ομοίως και τους σχηματικούς· οι οποίοι αν καλα και να φαίνωνται πως να συμφωνούσιν εις τα πλειότερα δόγματα των ορθοδόξων, αλλά έχουσι και κάποια εδικά τους ξένα από την καθόλου γνώμην της εκκλησίας· α μη αν τύχη και καν μια εκκλησία διαφέρει από την άλλην εις κάποιαις τάξες, όχι καίριαις και και (sic !) ουσιώδεις της πίστεως, ήγουν όπου να μην εγγίζουσιν εις τα κύρια άρθρα της πίστεως, αλλά παρά μικραίς· ως αν είναι ο καιρός της λειτουργίας, η με ποία δάκτυλα να ευλογά ο ιερέυς, και τα όμοια· τούτο δεν κάνει κάν ένα χωρισμόν, μόνον όταν φυλάττεται η αυτή πίστις απαραλλάκτως.» [14] .

 Παρά τη στάση της Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως, o Πατριάρχης Νίκον δεν σταμάτησε τη μεταρρύθμιση που είχε στόχο. Αντιθέτως, το 1656 κάλεσε νέα Σύνοδο, όπου βασιζόμενος στο κύρος των παρόντων εκπροσώπων των Ανατολικών Εκκλησιών: του Πατριάρχη της Αντιοχείας, Μακάριο και του Πατριάρχη της Σερβίας Γαβριήλ, και στην υποστήριξή τους, επισημοποίησε την άποψη του μέσω μιας συνοδικής απόφασης.

Παρά ταύτα, ακόμη και πριν από την κλήτευση της Συνόδου, ο Πατριάρχης Νίκον προκάλεσε τους Πατριάρχες της Ανατολής, να δώσουν ανάθεμα δημοσίως σε όλους εκείνους που σταυρώνονται με δυο δάχτυλα, έχοντας εμπλέξει με αυτόν τον τρόπο και άλλες τοπικές εκκλησίες στη σύγκρουση.

 Την Σαρακοστή του 1656, την Κυριακή της Ορθοδοξίας, κατά τη διάρκεια της πανηγυρικής λειτουργίας όπου λάμβανε χώρα στον καθεδρικό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Κρεμλίνο, παρουσία του τσάρου Αλεξέι Μιχάηλοβιτς, της σύγκλισής του και ενός μεγάλου αριθμού ανθρώπων, οι δυο Πατριάρχες που ήρθαν από την Ανατολή ο Μακάριος της Αντιοχείας, ο Γαβριήλ της Σερβίας και ο Έλληνας μητροπολίτης της Νίκαιας, Γρηγόριος  έδωσαν δημοσίως ανάθεμα σε όλους όσους κάνουν τον τύπο του Σταυρού με δύο δάχτυλα: «Με αυτά τα τρία πρώτα μέγα δάχτυλα κάθε Ορθόδοξος Χριστιανός πρέπει να απεικονίζει στο πρόσωπό του τον τύπο του Σταυρού, όμως εάν κάποιος πράττει σύμφωνα με τα γραπτά του Θεοδωρίτου και σύμφωνα με την ψευδή παράδοση, τότε ας είναι καταραμένος» [15].

 Την κατάρα για τα δυοδάχτυλα οι ανατολικοί Πατριάρχες επιβεβαίωσαν με τις δικές τους υπογραφές, σε μια ειδικά επικυρωμένη επιστολή ότι αυτοί «αποδέχτηκαν την εκκλησιαστική παράδοση από την αρχή της πίστεως από τους Αγίους Αποστόλους, τους Αγίους Πατέρες και τις 7 Αγίες Συνόδους, να κάνουν τον τύπο του τιμίου Σταυρού με τα τρία πρώτα δάχτυλα του δεξιού χεριού, και όποιος από τους Ορθοδόξους Χριστιανούς που δεν κάνει τον τύπο του Σταυρού σύμφωνα με την πράδοση της Ανατολικής Εκκλησίας, την οποία εμείς κρατάμε από την αρχή της πίστης μέχρι σήμερα, αυτός είναι αιρετικός και μιμείται τους Αρμένιους. Γι’ αυτό τον λόγο, εμείς τον θεωρούμε αφορισμένο από τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα και είναι καταραμένος: Αυτήν τη δήλωση της αληθείας, την υπογράφουμε με το χέρι μας» [16]. Εκτός από τον Μακάριο, Πατριάρχη της Αντιοχείας και Γαβριήλ, Πατριάρχη της Σερβίας, τον  Γρηγόριο Μητροπολίτη της Νικαίας, αυτήν την επιστολή υπέγραψε και ο Γεδεών, Μητροπολίτης της Μολδαβίας.

 Έτσι, «Χωρίς καμία προκαταρκτική μελέτη, χωρίς κανένα σεβασμό προς την ιστορική αλήθεια, οι Ανατολικοί Πατριάρχες - ζητιάνοι της ελεημοσύνης - απολύτως αβάσιμα, σε αντίθεση με το πνεύμα της αληθείας και την κατανόηση της διδασκαλίας του Χριστού από την εκκλησία, ήταν οι πρώτοι που διακήρυξαν ότι τα πρωταρχικά ρωσικά δυοδάχτυλα στον τύπο του Σταυρού ήταν αρμενική αιρετική ένωση δαχτύλων, και ήταν οι πρώτοι που αναθεμάτισαν όλους όσους κάνουν τον τύπο του σταυρού με δύο δάχτυλα. Και αυτό το έκαναν θαραλλέα, αποφασιστικά και με κύρος, χωρίς να επιτρέπουν καμία αμφιβολία ή αντίρρηση, σαν αυτό που διακήρυξαν να είναι πραγματική, αδιαμφισβήτητη και προφανής σε όλους, αλήθεια. Αυτούς τους ανώτερους αρχιποιμένες δεν τους ενοχλούσε ούτε σύγχυζε η σκέψη, ότι πράττοντας τόσο ελαφρόμυαλα, τόσο ανάγωγα – προσβάλοντας βαθιά τους φιλεύσπλαχνους Ρώσους, επέφεραν στο Ρώσικο προηγουμένως ορθόδοξο ενωμένο εκκλησιαστικό σώμα, διχόνοια, διαφωνίες, διαιρέσεις και άμεσο εκκλησιαστικό σχίσμα» [17].

Αλλά για την εκπλήρωση του στόχου του, ο Πατριάρχης Νίκον όχι μόνο εξασφάλισε την υποστήριξη των Ανατολικών Ιεραρχών, αλλά κατέφυγε και σε ανοιχτή εξαπάτηση, δηλώνοντας στη Σύνοδο του 1656 ότι ο τύπος του Σταυρού με τα δυοδάχτυλα δεν είχε ποτέ οριστικοποιηθεί επίσημα από την Εκκλησία, ωστόσο η διδασκαλία περί αυτού παρείσφρησε στα βιβλία των εκδόσεων της Μόσχας εν άγνοια: «Ορισμένες φορές προσέβαλαν την ταπεινότητά μας, εμένα, τον Πατριάρχη Νίκον, ερχόμενοι στην βασιλεύουσα πόλη Μόσχα, για κάποιες ανάγκες τους, Αγιότατοι Οικουμενικοί Πατριάρχες της Αγίας Ανατολικής Εκκλησίας: ο Αθανάσιος της Κωνσταντινούπολης και πάλι της Αγίας Πόλεως Ιερουσαλήμ, ο Γαβριήλ, Μητροπολίτης της Ιεράς πόλης της Ναζαρέτ, και άλλοι, οι οποίοι με κατηγορούσαν για τη μη διόρθωση της Θείας Ψαλμωδίας και για άλλα εκκλησιαστικά σφάλματα. Ένα από αυτά ήταν ότι εμείς   κάνουμε τον τύπο του Σταυρού, ενώνοντας τα τρία τελευταία δάχτυλα, και με τα άλλα δύο μέγα μεσαία απεικονίζουμε το σημείο του σταυρού στο πρόσωπό μας, (παράδοση) η οποία πάρθηκε από τα γραπτά του Θεοδωρίτου και (αργότερα) εντάχθηκε εν άγνοια στα τυπωμένα βιβλία - στα μεγάλα Ψαλτήρια με ακολουθίες, καθώς και στα μικρά Ψαλτήρια και σε άλλα χειρόγραφα βιβλία. Παρ’ όλα αυτα, δεν υπήρξε καμία εντολή απο τον βασιλιά, πατριάρχη  ή αρχιερατική Σύνοδο» [18]. Εντούτοις, αν υπήρχε η πιθανότητα ο Πατριάρχης Νίκον να μην γνωρίζει για κάποιες   αρχαίες θετικές αποδείξεις της Εκκλησίας, σχετικά με τα δυοδάχτυλα, δεν μπορούσε, όμως, να μην γνωρίζει για την απόφαση της Συνόδου του 1551 η οποία επιβεβαίωσε την αρχαιότητα και την εξαιρετική σημασία των δυοδαχτύλων. Φυσικά ο Πατριάρχης Νίκον είχε και επίγνωση του γεγονότος ότι τα τυπωμένα βιβλία, τα οποία  δημοσιεύονταν πριν από αυτόν στο ρωσικό κράτος, και τα οποία περιείχαν τη διδασκαλία περί των δυοδαχτύλων, τυπώνονταν με αρμοδιότητα και εντολή των πανρωσικών πατριαρχών και ευσεβών βασιλέων.

Υπό την πίεση του Πατριάρχη Νίκον, και με βάση τις κρίσεις του, η Σύνοδος του 1556 όχι μόνο ακύρωσε και απαγόρευσε την αρχαιότατη ένωση των δυοδαχτύλων και την αντικατέστησε με την νεότερη ένωση των τριωνδαχτύλων, αλλά αναθεμάτισε και την ίδια την παράδοση των δυοδαχτύλων, ότι δήθεν εμπεριείχε μέσα της, την Αρειανή και Νεστοριανή αίρεση, καθώς επίσης αναθεμάτισε και όλους όσους κάνουν το σημείο του Σταυρού με δύο δάχτυλα: «Η Αγία Ανατολική Εκκλησία διατηρεί την παράδοση κατά την οποία κάθε Χριστιανός πρέπει με τα τρία πρώτα μεγάλα δάχτυλα να απεικονίζει πάνω του τον σταυρό. Και όσα είναι γραμμένα από τον Θεοδωρήτο και τον Μάξιμο Γκρέκο στο Μέγα Ψαλτήρι με τις Ακολουθίες και σε άλλα χειρόγραφα για το ότι το σημείο του σταυρού πρέπει να γίνεται ενώνοντας τα δυο μικρά δάχτυλα με τον αντίχειρα, αυτά δείχνουν την ανισότητα της Αγίας Τριάδας γι’ αυτό και είναι Αριανισμός. Εξάλλου, εάν αυτοί λένε ότι αυτά τα δυο μεσαία δάχτυλα πρέπει να είναι τεντωμένα, τότε με αυτόν τον τρόπο ομολογούνται δύο υιοί και δύο συστατικά περί ενός Χριστού Θεού, και αυτό είναι Νεστοριανισμός, ο οποίος αναφέραμε νωρίτερα για ποιό λόγο δεν είναι δεκτός από την Εκκλησία. Εμείς όλα αυτά διατάζουμε να απορριφθούν και διακυρήσσουμε κανόνα: Εάν κάποιος από εδώ και στο εξής, δεν κάνει τον τύπο του Σταυρού στο πρόσωπό του, έτσι όπως από την αρχαιότητα δέχτηκε η Αγία  Ανατολική Εκκλησία και έτσι όπως τώρα το σχηματίζουν οι τέσσερεις Ανατολικοί Πατριάρχες με όλους τους υποτάσσοντες σε αυτούς Χριστιανούς σε όλη την Οικουμένη και έτσι όπως πραγματοποιούνταν εδώ στη Ρωσία πρίν την τύπωση του Λόγου του Θεοδωρίτου στο Ψαλτήρι με τις Ακολουθίες, τυπωμένο στη Μόσχα, δηλαδή ότι πρέπει να εικονίζουμε το σημείο του Σταυρού με τα πρώτα μέγα δάχτυλα του δεξιού χεριού που συμβολίζει την Αγία Ομοούσια Αδιαίρετη ισάξια προσκυνούμενη Τριάδα, αλλά, κάνει τον τύπο του σταυρού έτσι όπως δεν δέχεται η Εκκλησία, δηλαδή ενώνοντας τα δυο μικρά δάχτυλα με τον αντίχειρα, όπου ομολογείται η ανισότητα της Αγίας Τριάδας, και τεντώνει τα δυο μέγα μεσαία δάχτυλα, με τα οποία ομολογεί δύο υιούς και δύο συστατικά, σύμφωνα με τη Νεστοριανή αίρεση, έτσι όπως αναφέραμε προηγουμένως, είτε απεικονίζει τον σταυρό με άλλον τρόπο, τότε αυτόν, σύμφωνα με τον κανόνα των Αγίων Πατέρων των εφτά Οικουμενικών Συνόδων και άλλων κανόνων των τοπικών Συνόδων και των τεσσάρων Οικουμενικών Πατριαρχών της Αγίας Ανατολικής Εκκλησίας , τον θεωρούμε αφορισμένο από την Εκκλησία μαζί τον Θεοδωρίτο τα γραπτά του οποίου ήταν ενάντια του Κύριλλου, αρχιεπισκόπου της Αλεξάνδρειας  και ενάντια της αληθινής πίστης κατά τον καιρό της αίρεσης του Νεστόριου, τα οποία αναθεματίζει η Πέμπτη Οικουμενική Σύνοδος – αυτόν λοιπόν αναθεματίζουμε και εμείς» [19].

Τις πράξεις αυτής της Συνόδου υπέγραψαν τρεις Μητροπολίτες, ο Μακάριος Μητροπολίτης του Βελίκι Νόβγκοροντ και του Βελίκιγιε Λούκι, ο Κορνίλιος του Καζάν και Σβιγιάζκ, ο Ιωνάς του Ροστόβ και του Γιαροσλάβλ. Τέσσερεις Αρχιεπίσκοποι, ο Μαρκέλ του Βολότσκ και του Βελίκαγια Πέρμ, ο Λαβρέντιος του Τβέρ και του Κάσιν, ο Ιωσήφ του Άστραχαν και του Τέρσκ, ο Μακάριος του Πσκόβ και του Ιζμπόρσκ και ο Επίσκοπος Αλέξανδρος του Κολόμνα και του Κασσίρ, καθώς και εικοσι - δύο αρχιμανδρίτες και εννέα ηγούμενοι.

Αναμφίβολα, όλοι οι παραπάνω αναφερθέντες συμμετέχοντες της Συνόδου γνώριζαν για το οτι τα δυοδάχτυλα διατηρούνται από την αρχαιότητα, από την Εκκλησία, και είχαν εγκριθεί στη Σύνοδο του 1551, ωστόσο ο φόβος τους για τον αδίστακτο Πατριάρχη Νίκον, ο οποίος εξόντωνε άμεσα (τους αντιπάλους του), κατέβαλε τη συνείδησή τους και φοβούμενοι μήπως και έχουν την ίδια μοίρα με τον άτυχο μάρτυρα, επίσκοπο Παύλο του Κολόμνα όλοι οι αρχιερείς της Ρώσικης Εκκλησίας και γνωστοί ιερείς απαρνήθηκαν και αναθεμάτισαν αυτό με το οποίο γεννήθηκαν και οι ίδιοι διατηρούσαν μέχρι αυτή την κακότυχη Σύνοδο.

Φυσικά, η χριστιανική συνείδηση ​​του Ρώσικου Ορθοδόξου λαού δεν μπορούσε να συμφωνήσει με το ανάθεμα και τις βλασφημίες εναντίον της ευλαβής εκκλησιαστικής παράδοσης και όλους όσους, ακολουθώντας το πλήθος των αρχαίων Αγίων, κάνουν το σημείο του σταυρού με δυο δάχτυλα – ως αποτέλεσμα το σχίσμα στην Ρωσική Εκκλησία έγινε αναπόφευκτο και η ευθύνη έγκειται στον Πατριάρχη Νίκον και στη Σύνοδο του 1656.

Χιλιάδες χριστιανοί και δεκάδες κληρικοί, ακόλουθοι της πίστης των ευσεβών προγόνων τους, έσπευσαν να φυλαχθούν από την επικοινωνία τους με τους εκκλησιαστικούς μεταρρυθμιστές. Διέκοψαν επικοινωνία όχι μόνο με τον Πατριάρχη Νίκον, αλλά και με όλους εκείνους που είχαν υπογράψει το ασεβή ανάθεμα, ως εχθρούς των αποφάσεων της έβδομης Οικουμενικής Συνόδου και της Συνόδου του 1551 της Ρωσικής Εκκλησίας, με βάση τον παραπάνω κανόνα 15 της Πρωτοδεύτερης Συνόδου, καθώς και με τον κανόνα 31 των Αγίων Αποστόλων: «Εἴ τις πρεσβύτερος, καταφρονήσας τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου, χωρὶς συναγάγῃ, καὶ θυσιαστήριον ἕτερον πήξῃ, μηδὲν κατεγνωκώς τοῦ ἐπισκόπου ἐν εὐσεβείᾳ καὶ δικαιοσύνῃ, καθαιρείσθω, ὡς φίλαρχος· τύραννος γάρ ἐστιν. Ὡσαύτως δὲ καὶ οἱ λοιποὶ κληρικοί, καὶ ὅσοι ἂν αὐτῷ προσθῶνται· οἱ δὲ λαϊκοὶ ἀφοριζέσθωσαν. Ταῦτα δὲ μετὰ μίαν, καὶ δευτέραν καὶ τρίτην παράκλησιν τοῦ ἐπισκόπου γινέσθω». Από την ερμηνεία του Αγίου Πατριάρχη Θεόδωρου Βαλσαμών, όσο αφορά τον συγκεκριμένο κανόνα: «Σε κάθε πόλη οι κληρικοί και οι λαϊκοί πρέπει να υπακούν τον τοπικό επίσκοπο ακόμα και παρά τη θέλησή τους, να συναθροίζονται και να προσεύχονται μαζί με αυτόν, εκτός εάν το δικαστήριο αποφανθεί ότι ο επίσκοπος είναι ασεβής ή άδικος. Γιατί, τότε, αν χωριστούν από αυτόν δεν θα είναι καταδικασμένοι ή καταραμένοι». Και σύμφωνα με τον γ΄ κανόνα της τρίτης Οικουμενικής Συνόδου: «Εἰ δέ τινες τῶν ἐν ἑκάστῃ πόλει, ἢ χώρᾳ κληρικῶν, ὑπὸ τοῦ Νεστορίου, καὶ τῶν σὺν αὐτῷ ὄντων, τῆς ἱερωσύνης ἐκωλύθησαν διὰ τὸ ὀρθῶς φρονεῖν, ἐδικαιώσαμεν καὶ τούτους τὸν ἴδιον ἀπολαβεῖν βαθμόν. Κοινῶς δὲ τοὺς τῇ ὀρθοδόξῳ καὶ οἰκουμενικῇ συνόδῳ συμφρονοῦντας κληρικούς, κελεύομεν τοῖς ἀποστατήσασιν, ἢ ἀφισταμένοις ἐπισκόποις, μηδόλως ὑποκεῖσθαι κατὰ μηδένα τρόπον». [20]

 Σε όλο το Ρωσικό κράτος, άρχισαν να διώκονται οι Χριστιανοί που διαφωνούσαν με τις μεταρρυθμιστικές δραστηριότητες του Πατριάρχη Νίκον και τη Σύνοδο του 1556. Έριδα και αναταραχές ξεκίνησαν στην Ρωσική Εκκλησία και επιδεινώθηκαν από το γεγονός ότι ο Πατριάρχης Νίκον, έχοντας συγκρουστεί με τον τσάρο Αλεξέι Μιχάηλοβιτς στις 10 Ιουλίου του 1658 παραιτήθηκε οικειοθελώς από τον Πατριαρχικό θρόνο και αποσύρθηκε στη δική του Μονή της Ανάστασης του Χριστού, στη Νέα Ιερουσαλήμ.

Για την καταστολή των εκκλησιαστικών αναταραχών, με διαταγή του τσάρου Αλεξέι Μιχάηλοβιτς κλήθηκε το 1666 Σύνοδος στη Μόσχα. Εκεί παρευρέθηκαν όλοι οι ρωσικοί αρχιερείς: τέσσερεις Μητροπολίτες, ο Πιτιρίμ του Νόβγκοροντ και του Βελικολούτσκ , ο Λαβρέντιος του Καζάν και του Σβιγιάσκ, ο Ιωνάς του Ροστόφ και του Γιαροσλάβλ , ο Παύλος του Σάρσκ και του Ποντόνσκ, πέντε Αρχιεπίσκοποι, ο Σίμον του Βόλογκντα και του Μπέλογιε Όζιρο, ο Φιλάρετος του Σμολιένσκ και  Ντορογκομπούρσκ, ο Ιλαρίονο του Ρεζάν και Μούρομ, ο Ιοάσαφ του Τβιέρ και Κάσσιν, ο Αρσένιος του Πσκόφ και Ιζμπόρσκ και ο επίσκοπος Αλέξανδρος του Βιάτκα και Βιελίκαγια Πιέρμ. Στην πρώτη συνάντηση της Συνόδου συμμετείχε επίσης και ο Μητροπολίτης Θεοδόσιος από τη Σερβία.

Η Σύνοδος δίκασε προσωπικά ορισμένους υπερασπιστές της Παλαιορθοδοξίας και έπειτα, με αναφορά το γεγονός οτι η Εκκλησιαστική μεταρρύθμιση και η διόρθωση βιβλίων του Πατριάρχη Νίκον συμφωνούν με τη βούληση των Ανατολικών Εκκλησιών και δήθεν με τις αρχαίες πρακτικές, καθώς και πραγματοποιήθηκαν με τις συμβουλές και την ευλογία των Ανατολικών ιεραρχών˙ η Σύνοδος του 1666 ανακοίνωσε ότι όλες οι τροποποιήσεις στα λειτουργικά βιβλία και στις εκκλησιαστικές τάξεις είναι ορθόδοξες και σύμφωνες με τα αρχαία ελληνικά και σλαβικά βιβλία. Το οτι αυτή η απόφαση δεν ήταν σωστή, και ότι οι τροποποιήσεις έγιναν με βάση βιβλία σύγχρονων μεταρρυθμιστών βενετικής εκτύπωσης, και όχι αρχαίων βιβλίων, το εξηγήσαμε νωρίτερα.

Μαζί με τα προσφάτως τυπωμένα βιβλία τα οποία είχαν πολλαπλές τροποποιήσεις στα κείμενα των προσευχών και στα Εκκλησιαστικά τυπικά που βρίσκονταν σε αντίθεση με τα παλαιά έντυπα βιβλία (αλλαγές υπέστη μέχρι και το κείμενο του Συμβόλου της Πίστεως), η Σύνοδος του 1666 ενέκρινε και καινοτομίες στην εκκλησιαστική πρακτική, όπως οι παρακάτω:
1) Η αντικατάσταση της ένωσης των δυο δαχτύλων, με τρία δάχτυλα, στο σχηματισμό του τύπου του Σταυρού. Επιπλέον, η Σύνοδος επιβεβαίωσε ότι ακριβώς ο σχηματισμός του τύπου του Σταυρού με τα τρία δάχτυλα «ήταν παράδοση την οποία μεταλαμπάδευαν μεταξύ τους πατεράδες, παππούδες και προπάππουδες από την αρχαιότητα» [21], ωστόσο, ως επιβεβαίωση του διατάγματος, οι συμμετέχοντες στη Σύνοδο, δεν πρόβαλαν αγιοπατερικές αποδείξεις από τα αρχαία ελληνικά και σλαβικά βιβλία, αλλά αναφέρθηκαν στην αμφίβολη αξιοπιστία κάποιων άγνωστων χωρικών: «και τώρα βλέπουμε τους άνδρες χωρικούς να σχηματίζουν τον τύπου του Σταυρού με τα τρία πρώτα δάχτυλα ακολουθώντας απαράλλαχτα την αρχάια παράδοση» [22]. Παράλληλα παρέλειψαν ακόμα και να αναφέρουν, ότι η Σύνοδος του 1551 στη Ρωσική Εκκλησία, ενέκρινε τον σχηματισμό του σημείου του σταυρού με τα δύο δάχτυλα, ως το μόνο σωστό τρόπο που υπάρχει από τους αποστολικούς χρόνους. Έτσι, η Σύνοδος του 1666, όπως και η Σύνοδος του 1656, ήρθαν σε αντιπαράθεση με τη Σύνοδο του 1551.
2) Άκόμη, ο εγκεκριμένος τρόπος σχηματισμού του σημείου του Σταυρού με τα δυο δάχτυλα από τη Σύνοδο του 1551 για την ιερατική ευλογία αντικαταστάθηκε με μια ειδική ευλογία κατά την οποία τα δάχτυλα του ιερέα έπρεπε να σχηματίζουν το όνομα του Ιησού Χριστού στην ελληνική γλώσσα. Για τη δικαιολόγιση αυτής της καινοτομίας ειπώθηκε ότι: «Με αυτό, το όνομα του Κύριου Ιησού Χριστού, διατάζουμε τον πιστό λαό να κάνει τον τύπο του Σταυρού σύμφωνα με την Αγία Γραφή, όπως ειπώθηκε στον Αβραάμ περί Χριστού – καὶ ἐνευλογηθήσονται ἐν τῷ σπέρματί σου πάντα τὰ ἔθνη τῆς γῆς» [23]. Δηλαδή, με το σκεπτικό των συμμετεχόντων της Συνόδου του 1666, η ευλογία του ιερέα θα έπρεπε να περιλαμβάνει πάντοτε τα αρχικά του ονόματος του Σωτήρος. Εντούτοις, αν και οι ίδιοι παραδέχονται ότι όλοι οι λαοί ευλογούνται στο Χριστό, γίνεται τελείως αβάσιμο ο τύπος του Σταυρού να συμβολίζει τα αρχικά του ονόματος του Σωτήρος στην ελληνική γλώσσα. Εφόσον στη σλαβική γλώσσα τα αρχικά του ονόματος του Σωτήρα γράφονται όπως και στη ελληνική γλώσσα, τότε για παράδειγμα στην αραβική ή στην εβραική γλώσσα το όνομά Του γράφεται τελείως διαφορετικά, και δεν μπορεί να απεικονίζεται με κανένα σχηματισμό δαχτύλων, αποδεικνύοντας ότι η παράδοση της ευλογίας δεν μπορεί να είχε εμφανιστεί στην αρχαία Εκκλησία, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας, αποτελούσαν αρχικά χριστιανοί εβραίοι. Αλλά ακόμη και αργότερα, μια τέτοια παράδοση δεν θα μπορούσε να είναι καθολική και να χρησιμοποιείται από όλα τα έθνη εξαιτίας της μεγάλης διαφοράς στη γραφή, αλλά ακόμα και στην προφορά του ονόματος του Σωτήρος. Ο σχηματισμός του σημείου του σταυρού με τα δύο δάχτυλα, που περιέχει μια συμβολική διδασκαλία περί του Σωτήρα Χριστού, αναμφίβολα μπορεί να εκφράζει την πίστη στον Χριστό, σε κάθε λαό. Και με αυτή την ευλογία πραγματικά μπορούν να ευλογούνται ανεμπόδιστα όλα τα έθνη.
3) Η παράλογη αντικατάσταση τη σφραγίδας  του σταυρού με τις 8 άκρες στα πρόσφορα, με τη σφραγίδα του σταυρού με τις τέσσερεις άκρες.
4) Η αλλαγή στη μορφή της προσευχής του Ιησού - αντί για "Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν μας" η Σύνοδος όρισε να λέγεται «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός μας, ελέησόν μας» , θεωρώντας ότι αυτή η μορφή της προσευχής είναι προτιμότερη, γιατί μόνο αυτή, σύμφωνα με την κρίση της Συνόδου του 1666, αποτελόυσε «αιχμηρή ρομφαία κατά των Αριανών» [24]. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι αυτή η αλλαγή στην Προσευχή του Ιησού προκάλεσε μεγάλη αμηχανία μεταξύ των Χριστιανών. Ωστόσο, ο στόχος που τέθηκε από τη Σύνοδο του 1666 δεν επέτυχε, καθώς δεν υπήρχαν καν Αριανοί στο Ρωσικό κράτος.
5) Στη λειτουργία η διπλή χρήση του Αλληλούια (η δοξολογία: Αλληλούια, Αλληλούια, δόξα σοι, ο Θεός) αντικαταστάθηκε με την τριπλή χρήση του (Αλληλούια, Αλληλούια, Αλληλούια δόξα σοι ο Θεος). Αυτή η απόφαση της Συνόδου του 1666 έρχεται σε αντίθεση με την απόφαση της Συνόδου του 1551 που ενέκρινε το διπλό Αλληλούια ως μια αρχαία παράδοση, κοινή στην Εκκλησία και η οποία περιέχει την σωστή θεολογική σκέψη: «Από εδώ και πέρα όλοι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί θα πρέπει να λένε Αλληλούια δύο φορές και την τρίτη φορά «Δόξα σοι ο Θεός». Εφόσον η Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία είχε αυτή (την παράδοση) και τη διέδωσε (σε μας) και διέταξε να μην λέμε Αλληλούια τρεις φορές και την τέταρτη φορά  να προσθέτουμε: «Δόξα σε σένα, ο Κύριός μας», όπως κάποτε λέγανε στο Πσκόφ και σε πολλά άλλα μέρη. Αυτό δεν είναι μια ορθόδοξη παράδοση, αλλά  μια λατινική αίρεση – γιατί δεν δοξάζουν την Τριάδα, αλλά Τετράδα, και για το Άγιο Πνεύμα λένε ότι προέρχεται από τον Πατέρα και Υιό δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο, ότι το Άγιο Πνεύμα είναι υποταγμένο. Γι’ αυτόν τον λόγο ,δεν πρέπει κανείς να λέει το Αλληλούια τρεις φορές, αλλά δύο, και την Τρίτη φορά να λέει «Δόξα σοι ο Θεός», εφόσον η λέξη «Αλληλούια» στην εβραϊκή γλώσσα σημαίνει «Δόξα σοι ο Θεός» (42 Κεφάλαιο). Σε σχέση με όσα προαναφέρθηκαν έχει μεγάλη αξία η μαρτυρία του καλλιεργημένου και άγιου άνδρα, του όσιου Μάξιμου Γκρέκου, ο οποίος στο έργο του «Λόγος για όσους τολμούν να λένε τρεις φορές Αλληλούια και την τέταρτη φορά λένε  ‘Δόξα σοι ο Θεός’, ενάντια στην Εκκλησιαστική παράδοση», γράφει: «Υπάρχουν πολλές διάφορες θρησκευτικές παραδόσεις και μια από αυτές είναι η αρχαία παράδοση να λέμε Αλληλούια δύο φορές και στη συνέχεια να ψέλνουμε  ‘Δόξα Σοι ο Θεός’. Μια τέτοια εκκλησιαστική παράδοση πρώτος διδάχτηκε ο μακάριος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος από άσαρκες αγγελικές δυνάμεις όταν του παρουσιάστηκαν ψέλνοντας θείους ψαλμούς, σύμφωνα με τη θεία τάξη, χωρισμένοι σε χορούς. Κι έτσι πώς τολμούν τώρα μερικοί να αλλάζουν αυτή την παλαιοεκκλησιαστική παράδοση που από τους αγγέλους μας μεταδώθηκε, τρεις φορές να λέμε Αλληλούια και την τέταρτη φορα να λέμε ‘Δόξα Σοι ο Θεός’! Τί θα απαντούσατε σε αυτό; Θα λέγατε ότι αυτό το κρατάει και το διακηρύσσει  η Εκκλησία του Θεού στην παλαιά Ρώμη; Εάν είναι έτσι, τότε προφανώς αναγνωρίζετε τους εαυτούς σας ως σύμφωνοι με την Λατινική πλευρά, και όχι της μη δελεαστικής θεολογίας, η οποία μας μεταδόθηκε από τους Αποστόλους. Κρίντε μόνοι σας αν είναι ωφέλιμο και σωτήριο για σας, να ψέλνετε την Αγία Τριάδα μαζί με τους κακόπιστους Λατίνους αντί μαζί με τους τέσσερεις ορθόδοξους Πατριάρχες, ευλαβείς κύρηκες του λόγου της ευαγγελικής αλήθειας. Αλλά στην περίπτωση αυτή, καλοί μου, είναι καιρός να υιοθετήσετε και εκκλησιαστικές παπικές παραδόσεις, καθ’ όλη την Σαρακοστή μέχρι το Μεγάλο Σάββατο, να σιωπάτε και να μην ψέλνετε Αλληλούια, γιατί σωπαίνει ο Πάπας, και  να πραγματοποιείτε ιερή μυστική λειτουργία όχι σε πρόσφορο από προζύμι αλλά σε άζυμο, όπως κάνει και αυτός, και μη θεωρείτε αναγκάια την προσκομιδή, όπως κάνει και αυτός, και μη προσθέτετε Ζέον στο Άγιο Ποτήριον, αλλά να φυσάτε τρείς φορές στο Ποτήριον όπως και αυτός. Και τις Μηναίες, τις Παρακλητικές, τους κανόνες, τα στιχηρά, τα τροπάρια και τα κοντάκια, όλα τα ετήσια κοσμήματα και τις πνευματικές αγαλλιάσεις της Αγλιας Αποστολικής Εκκλησίας – όλα αυτά πετάξτε τα και θεωρήστε τα περιττά, επειδή και ο Πάπας δεν τα χρειάζεται αυτά» [25]. Η μαρτυρία του Όσιου Μαξίμου είναι ιδιαίτερα σημαντική γιατί αυτός όντας ελληνικής καταγωγής και εκπρόσωπος του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, έδωσε αποδείξεις εκπροσωπόντας οχι μόνο τη Ρωσική Εκκλησία, αλλά και την Ελληνική Εκκλησία.

Η Σύνοδος του 1666 έχοντας δηλώσει ότι οι εγκεκριμένες αλλαγές που έγιναν στην λειτουργική πράξη αποτελούν απαραίτητες και σύμφωνες με την πρακτική της αρχαίας Εκκλησίας, έδειξε με αυτά, ότι οι  παραδόσεις που ακυρώθηκαν από αυτή (τη Σύνοδο) ήταν δήθεν καινοτομίες, και με αυτόν τον τρόπο πρόσβαλε αυτές τις εκκλησιαστικές παραδόσεις που από την αρχή διατηρούνταν από τους Ρώσους Χριστιανούς.

Παρά το γεγονός ότι η Σύνοδος του 1666 δεν αναθεμάτισε τα λειτουργικά βιβλία, τα τυπικά και τις εκκλησιαστικές παραδόσεις προ Νίκον, και στη Συνοδική απόφαση ούτε που τα ανέφερε, παρ’ ολα αυτά, η χρήση τους απαγορεύτηκε πλήρως επειδή ενέκρινε τα νέα τυπωμένα βιβλία και τις μεταρρυθμισμένες ιεροτελεστίες ως εξαιρετικά σωστές και τις μόνες αποδεκτές. Εκτός αυτού, οποιαδήποτε διαφορά απόψεων ακόμα και η διατήρηση των αρχαίων παραδόσεων και η απλή διατήρηση των αρχαίων παραδόσεων απαγορευόταν υπό την απειλή βίας: «Εάν κάποιος σας παρακούσει έστω και σε ένα πράγμα από αυτά που σας διατάζουμε, είτε αρχίσει να διαφωνεί, πρέπει να μας ενημερώσετε για αυτόν και εμείς τέτοιους ανθρώπους θα τους τιμωρήσουμε πνευματικά, και αν αρχίσουν να περιφρονούν αυτήν την τιμωρία, τότε εμείς θα προχωρήσουμε σε σωματική ποινή» [26].

Δεδομένου ότι οι συμμετέχοντες της Συνόδου του 1666 θεωρούσαν τους εαυτούς τους σωστούς ενώ τους αντιπάλους τους επαναστάτες, οι απειλές τους δικαιολογούνται, και με μια πρώτη ματιά οι αποφάσεις τους περί σωματικής ποινής συμφωνούν πλήρως με τους ιερούς κανόνες της Εκκλησίας, όπως για παράδειγμα με τον πέμπτο κανόνα της Συνόδου της Αντιοχείας : «Εἴ τις πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, καταφρονήσας τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου, ἀφώρισεν ἑαυτὸν τῆς ἐκκλησίας, καὶ ἰδίᾳ συνήγαγε, καὶ θυσιαστήριον ἔστησε, και, τοῦ ἐπισκόπου προσκαλεσαμένου, ἀπειθοίη, καὶ μὴ βούλοιτο αὐτῷ πείθεσθαι, μηδὲ ὑπακούειν καὶ πρῶτον καὶ δεύτερον καλοῦντι, τοῦτον καθαιρεῖσθαι παντελῶς, καὶ μηκέτι θεραπείας τυγχάνειν, μηδὲ δύνασθαι λαμβάνειν τὴν ἑαυτοῦ τιμήν. Εἰ δὲ παραμένοι θορυβῶν καὶ ἀναστατῶν τὴν ἐκκλησίαν, διὰ τῆς ἔξωθεν ἐξουσίας ὡς στασιώδη αὐτὸν ἐπιστρέφεσθαι». Ωστόσο αυτό αποτελεί μια φαινομενική ομοιότητα, καθώς οι αρχαίοι Πατέρες καλώντας  την κοσμική εξουσία για την υπεράσπιση της πίστης, δεν της όριζαν τί είδους ποινή έπρεπε να παρθεί ενάντια στους εχθρούς της Εκκλησίας. Οι αρχαίοι Πατέρες θεωρούσαν ότι αυτό είναι απαράδεκτο γι 'αυτούς και ασυμβάδιστο με την πνευματική τους αξιοπρέπεια. Την επιλογή της ποινής την διέθεταν αποκλειστικά στην κρίση της κοσμικής εξουσίας. Επιπλέον, αν οι εκκλησιαστικοί κανόνες μιλούν για τους επαναστάτες που διαταράσσουν την Εκκλησία, τότε οι συμμετέχοντες της Συνόδου του 1666 όρισαν (όπως αναφέρθηκε προηγουμένως) βασανιστηρία σε όλους όσους θα ακολουθήσουν τις εκκλησιαστικές παραδόσεις που υπήρχαν πριν από τον Πατριάρχη Νίκον ακόμη και, μόνο, στην ιδιωτική τους ζωή.

 Παράλληλα, οι συμμετέχοντες της Συνόδου του 1666  όχι μόνο διέταξαν την επιβολή  σωματικής ποινής σε όσους διαφωνούν με τις μεταρρυθμίσεις τους, αλλά και όρισαν ότι τα βασανιστήρια θα τα εκτελούν οι ίδιοι: «και αν αρχίσουν να περιφρονούν αυτήν την τιμωρία τότε εμείς θα προχωρήσουμε σε σωματική ποινή». Και το ότι με την αντωνυμία ‘εμείς’ οι συμμετέχοντες της Συνόδου εννοούσαν τους ίδιους, και όχι την κοσμική εξουσία, αποδεικνύεται με την υπογραφή τους κάτω από αυτήν την απόφαση, την οποία κανένας από τα κοσμικά πρόσωπα δεν υπέγραψε, ούτε ο βασιλίας ούτε κάποιο μέλος της σύγκλισής του, αλλά μόνο οι αρχιερείς: «Αυτήν τη συνοδική δήλωσή μας την υπογράψαμε εμείς οι αρχιερείς με τα ίδια μας τα χέρια» [27].

Έτσι, ακόμη και αν δεχτούμε την άποψη των συμμετεχόντων της Συνόδου του 1666, που θεωρούσαν τους υπερασπιστές των αρχαίων εκκλησιαστικών παραδόσεων ως επαναστάτες της Εκκλησίας, τότε το διάταγμά τους έρχεται σε αντίθεση με το πνεύμα του Ευαγγελίου και τους κανόνες της Εκκλησίας, οι οποίοι όχι μόνο απαγόρευουν στους κληρικούς να χτυπούν  κάποιον με τα χέρια τους, πιστούς ή άπιστους, ενόχους ή αθώους, αλλά και υπό την απειλή καθαίρεσης από την ιεροσύνη απαγορεύουν στους κληρικούς την οποιαδήποτε συμμετοχή σε σωματικές τιμωρίες των ενόχων: «Τοῦ ἀποστολικοῦ καὶ θείου κανόνος (Αποστολικός κανόνας 27) τοὺς ἱερεῖς τύπτειν ἐπιχειροῦντας πιστοὺς ἁμαρτήσαντας ἢ ἀπίστους ἀδικήσαντας καθαιρέσει καθυποβάλλοντος, οἱ τὸν οἰκεῖον ἀποθεραπεύειν μηχανώμενοι θυμὸν καὶ τὰς ἀποστολικὰς διατάξεις παραχαράσσοντες τοὺς αὐτοχειρίᾳ τύπτοντας ἐξειλήφασι, μήτε τοῦ κανόνος μηδὲν τοιοῦτον ὑποσημαίνοντος, μήτε τοῦ ὀρθοῦ λόγου τοῦτο νοεῖν ἐπιτρέποντος. Μάταιον γὰρ ὡς ἀληθῶς καὶ λίαν ἐπισφαλές, τὸν αὐτοχειρίᾳ μὲν ἐν τῷ τύπτειν τρὶς ἢ τετράκις πλήξαντα καθαιρεῖσθαι, ἀδείας δὲ διδομένης τύπτειν ἐξ ἐπιτάγματος, τὸν ἀπηνῶς καὶ μέχρι θανάτου τὴν τιμωρίαν ἐπαύξοντα παρορᾶσθαι ἀτιμώρητον. Διόπερ, τοῦ κανόνος τὸ τύπτειν ἁπλῶς κολάζοντος, καὶ ἡμεῖς οὕτω συμψηφιζόμεθα. Χρὴ γὰρ τὸν τοῦ Θεοῦ ἱερέα διδασκαλίαις καὶ νουθεσίαις, ἔσθ᾿ ὅτε δὲ καὶ τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς ἐπιτιμίοις, τὸν ἀτακτοῦντα παιδαγωγεῖν, ἀλλὰ μὴ ταῖς μάστιξι καὶ ταῖς πληγαῖς εἰς τὰ τῶν ἀνθρώπων σώματα ἐπιπηδᾶν. Εἰ δέ τινες εἶεν παντελῶς ἀνυποτακτοῦντες καὶ τῷ σωφονισμῷ τῶν ἐπιτιμίων μὴ ὑπείκοντες, τούτους, διὰ τῆς πρὸς τοὺς κατὰ τόπον ἄρχοντας ἐγκλήσεως, οὐδεὶς κωλύει σωφρονίζεσθαι. Καὶ γὰρ καὶ ὁ τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ συνόδου πέμπτος κανών, τοὺς θορυβοῦντας καὶ στάσεις τῇ ἐκκλησίᾳ παρεισάγοντας διὰ τῆς ἔξωθεν χειρὸς ἐκανόνισεν ἐπιστρέφεσθαι» (Κανόνας 9 της ΑΒ  Συνόδου).

 Η εν λόγω αντικανονική απόφαση της Συνόδου του 1666 ήταν η βάση για τις επόμενες κατασταλτικές ενέργειες, τόσο της πνευματικής όσο και της κοσμικής εξουσίας κατά των παλαιορθόδοξων Χριστιανών. Αυτές οι καταστολές διακρίνονταν για την ακραία απάνθρωπη βία.

Η Σύνοδος του 1666 δεν κατάφερε να επιτύχει όλους τους στόχους που είχαν τεθεί από τον τσάρο. Εκτός από την έγκριση της λειτουργικής μεταρρύθμισης και την εξόντωση των διαφωνούντων, οι μεταρρυθμιστές είχαν και ως στόχο τον Πατριάρχη Νίκον. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι προηγούμενες φιλικές σχέσεις του με τον τσάρο Αλεξέι Μιχάηλοβιτς μετατράπηκαν σε ανοιχτή εχθρότητα λόγω της εθελοντικής παραίτησης του Πατριάρχη Νίκον από τον πατριαρχικό θρόνο. Ο τσάρος αποφάσισε να θέσει τον Πατριάρχη σε πνευματική δίκη, αλλά δεν τόλμησε να το κάνει χωρίς τη συμμετοχή των Ανατολικών Πατριαρχών. Παλαιότερα, το Δεκέμβρη του 1662 στο όνομα των Ανατολικών Πατριαρχών στάλθηκαν επιστολές καλώντας τους στη Μόσχα για τη δίκη του πατριάρχη που εξόργισε τον τσάρο. Ωστόσο οι Ανατολικοί  Πατριάρχες δέχτηκαν διφορούμενα την πρόσκληση του τσάρου, καθώς η πλειοψηφία πήρε το μέρος του Νίκον και δεν επιθυμούσε να συμμετέχει στη δίκη του. Μετά από αρκετά χρόνια διαπραγματεύσεων, ο τσάρος Αλεξέι Μιχάηλοβιτς κατάφερε να εξασφαλίσει την υποστήριξη δύο πατριαρχών: του Παϊσίου της Αλεξανδρείας, και του Μακαρίου της Αντιοχείας, οι οποίοι έφτασαν στη Μόσχα το Νοέμβριο του 1666 και στα τέλη του Φεβρουαρίου του 1667 άνοιξε η λεγόμενη Μεγάλη Σύνοδος της Μόσχας με τη συμμετοχή, και Ρωσικού, αλλά και Ανατολικού κλήρου.

Σε αυτή συμμετείχαν δυο Ανατολικοί Πατριάρχες: ο Παΐσιος της Αλεξανδρείας, και ο Μακάριος της  Αντιοχείας. Πέντε μητροπολίτες από το πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης: Ο Γρηγόριος της Νικαίας, Ο  Κοσμάς της Αμασίας, Ο Αθανάσιος της Ικονίας, ο Φιλόθεος της Τραπεζούντας,ο Δανιήλ της Βάρνας και ένας αρχιεπίσκοπος – ο Δανιήλ της Πογωνίας. Από τα πατριαρχεία της Ιερουσαλήμ και της Παλαιστίνης – ο Παΐσιος, Μητροπολίτης της Γάζας και Ο Ανανίας, Αρχιεπίσκοπος του όρους Σινά. Εκτός αυτών, ήταν επίσης παρόν ο Μητροπολίτης Επιφάνιος από τη Γεωργία και ένας Επίσκοπος από τη Σερβία, ο Ιωακείμ Διάκοβιτς. Συνολικά στη Σύνοδο συμμετείχαν δώδεκα ξένοι ιεράρχες. Υπήρχαν δεκαεπτά ρώσοι ιεράρχες: οι Μητροπολίτες - ο Πιτιρίμ του Νόβγκοροντ,ο Λαυρέντιος του Καζάν, ο Ιωνάς του Ροστόφ, ο Παύλος του Σαρσκ, Οι Αρχιεπίσκοποι – ο Σίμονος του Βόλογκντα, ο Φιλάρετος του Σμολιένσκ, ο Στέφανος του Σούζνταλ, ο Ιλαρίωνας του Ριαζάν, ο Ιοάσαφ του Τβιέρ, ο Ιωσήφ του Άστραχαν, ο Αρσένιος του Πσκόβ, οι Επίσκοποι – ο Αλέξανδρος του Βιάτκα, ο Λάζαρ Μπαράνοβιτς του Τσερνίγκοβ και ο Μεθόδιος του Μστισλάβσκ, τοποτηρητής της Μητρόπολης του Κιέβου. Σύντομα εντάχθηκαν σε αυτούς : ο νεοεκλεγέντας Πατριάρχης της Μόσχας Ιωάσαφ β΄ και οι ιεράρχες δυο νέων επαρχιών: ο Μητροπολίτης Θεοδόσιος του Μπιέλγκοροντ και ο Επίσκοπος Μισαήλ του Κολόμνα. Έτσι, στη Μεγάλη Σύνοδο της Μόσχας του 1667 συμμετείχαν 29 ιεράρχες και μέσα σε αυτούς παρεβρίσκονταν εκπρόσωποι από όλες τις κύριες τοπικές Εκκλησίες.

Η Σύνοδος του 1667 πραγματοποίησε τον κύριο στόχο του - καταδίκασε και καθαίρεσε τον Πατριάρχη  Νίκον, ωστόσο, όταν η Σύνοδος έθεσε το ερώτημα σχετικά με την Εκκλησιαστική μεταρρύθμιση που έγινε από τον Νίκον, οι συμμετέχοντες της Συνόδου του 1667, όχι μόνο επιβεβαίωσαν τη μεταρρύθμιση για ακόμη μια φορά, αλλά ανακύρηξαν ακόμα πιο βαρύ ανάθεμα στους παλαιορθοδόξους Χριστιανούς, τους οποίους έκριναν ως αιρετικούς: «Αυτή είναι η Συνοδική απόφασή μας και η διαθήκη για όλες τις παραπάνω ορθόδοξες τάξεις. Μεταδίδουμε και προστάζουμε σε όλους να φυλούνε απαράλλαχτα και να υπακούνε την Αγία Ανατολική Εκκλησία. Αν κάποιος παρακούσει την απόφαση μας και δεν υποταχτεί στην Αγία Ανατολική Εκκλησία και σε αυτή την Ιερά Σύνοδο ή αρχίσει να διαφωνεί και να μας αντιστέκεται, εμείς με τη εξουσία που μας δόθηκε από το Πανάγιο και Ζοωποιόν Πνέυμα, τον αφορίζουμε και καθαιρούμε από κάθε ιεροσύνη και αναθεματίζουμε, εαν είναι κληρικός. Αν είναι κοσμικός, τότε τον αποκηρύσσουμε και τον αποξενώνουμε από τον Πατέρα και Υιό και  Άγιο Πνεύμα, τον καταριόμαστε και του δίνουμε ανάθεμα ως αιρετικό και επαναστάτη, και από κάθε ενότητα και ποίμνιο και από τη Εκκλησία του Θεού, τον αποκόπτουμε μέχρι να σωφρονιστεί και να επιστρέψει στην αλήθεια με μετάνοιες. Όμως αυτός που δεν θα συμμορφωθεί και δεν επιστρέψει στην αλήθεια με μετάνοιες, αλλά παραμείνει στο πείσμα του μέχρι τον θάνατό του, τότε ας είναι και μετά τον θάνατο αποκηρυγμένος  και η μοίρα του ας μείνει με τον Ιούδα τον προδότη, και με τους Ιουδαίους, που σταύρωσαν τον Χριστό, και με τους άλλους καταραμένους αιρετικούς. Το ατσάλι, η πέτρα και το ξύλο ας καταστραφούν και ας αποσυντεθούν  αλλά εκείνος δεν θα συγχωρεθεί και δεν θα αποσυντεθεί και θα γίνει σαν τύμπανο και εις τους αιώνας των αιώνων, αμήν» [28]. 

Για ποιό λόγο οι συμμετέχοντες της Συνόδου του 1667 απειλούσαν με τέτοιες φρικτές και άσπλαχνες κατάρες; Σε τί έπρεπε να συμφωνήσουμε μαζί τους, σε τί έπρεπε να υποταχτούμε; Απαιτούσαν όχι μόνο να αναγνωρίσουμε την νομιμότητα της Εκκλησιαστικής μεταρρύθμισης, αλλά και να αναγνωρίσουμε ότι ολόκληρη η Ρωσική Εκκλησία πριν τον Πατριάρχη Νίκον διατηρούσε τάξεις και παραδόσεις αμαρτωλές και αιρετικές και ότι οι Άγιοι Πατέρες που συνοδικά πιστοποίησαν την αγιότητα των αρχαίων εκκλησιαστικών παραδόσεων, δήθεν το έκαναν με απερισκεψία και εν αγνοία: «Αυτά που έγραψε η Σύνοδος, που πραγματοποιήθηκε υπό τον ευλαβή Βασιλιά και μεγάλο Δούκα Ιωάννη Βασίλιεβιτς πάσης Ρωσίας, αυτοκράτορα, υπό τον Μακάριο Μητροπολίτη της Μόσχας, περί του σημείου του Σταυρού δηλαδή περί της ένωσης των δύο δαχτύλων και περί του διπλού Αλληλούια- είναι γραμμένα απερίσκεπτα, με απλότητα και άγνοια στο βιβλίο Στογκλάβ (Εκατοκεφάλαια)... Επειδή, ο Μητροπολίτης Μακάριος και εκείνοι που ήταν μαζί του, τα φιλοσοφούσαν αυτά με άγνοια, χωρίς σκέψη, όπως ήθελαν» [29].

Έτσι, οι συμμετέχοντες της Συνόδου (Στογκλάβ) του 1551 υπέστησαν άδικη βλασφημία, ενώ στη Σύνοδο αυτή, μαζί με τον Άγιο Μακάριο Μητροπολίτη της Μόσχας, συμμετείχαν Άγιοι άνθρωποι, δοξασμένοι από την Εκκλησία όπως ο Φίλιππος, ο μελλοντικός Μητροπολίτης της Μόσχας, ο Ακάκιος του Ροστόφ, ο Γκούριος και ο Βαρσανόφιος, θαυματουργοί του Καζάν, ο Μάξιμος Γκρέκος. Επιπλέον, ο Άγιος  Μητροπολίτης Μακάριος και ο Όσιος Μάξιμος  Γκρέκος  ήταν οι πιο μορφωμένοι άνθρωποι της εποχής τους. Παράλληλα θα πρέπει να επαναλάβουμε ότι η Σύνοδος του 1551 δεν δέχτηκε κάτι νέο για την Εκκλησία, αλλά μόνο επιβεβαίωσε την αγιότητα, των ήδη υπαρχόντων αρχαίων παραδόσεων.

Και το ότι για παράδειγμα, το σημείο του Σταυρού με δυο δάχτυλα ήταν κοινή εκκλησιαστική παράδοση την εποχή της αρχαίας Εκκλησίας αναγνώρισαν αργότερα και οι ίδιοι οι Έλληνες. Έτσι στο γνωστό βιβλίο κανόνων το Πηδαλιόν, στην ερμηνεία του κανόνα 91 του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου, επιβεβαίωσαν ότι οι αρχαίοι Χριστιανοί ένωναν τα δάχτυλα για το σχηματισμό του τύπου του Σταυρού με διαφορετικό τρόπο από αυτούς, δηλαδή τον σχημάτιζαν με δυο δάχτυλα, τον μέσο και το λιχανό, όπως λέει ο Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός. Ολόκληρο το χέρι, όπως λέει ο Άγιος Πέτρος, συμβολίζει την μία υπόσταση του Χριστού, και τα δύο δάχτυλα - τις δύο φύσεις του [30]. Είναι γνωστή και η παρακάτω απόφαση της Συνόδου της Κωνσταντινούπολης στις αρχές του XI αιώνα, η οποία επιβεβαίωσε την αγιότητα και την αποκλειστικότητα του σχηματισμού του τύπου του Σταυρού με τα δύο δάχτυλα: «Το 1029 ο ίδιος ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης μαζί με άλλους Έλληνες Επισκόπους απαίτησε στη Σύνοδο από τον Ιωάννη VIII Αβδών, τον Πατριάρχη των Ιακωβιτών, και των συντρόφων του «να κάνουν τον τύπο του Σταυρού με δύο δάχτυλα, όχι με ένα». Το απαίτησε αυτό, επειδή εκείνον τον καιρό ο σωστός και απαραίτητος τρόπος σχηματισμού του σημείου του Σταυρού για τους Έλληνες ήταν με τα δύο δάχτυλα» [31].

Εκτός από τους Αγίους Πατέρες, στη Σύνοδο του 1667, ποικιλότροπες βλασφημίες υπέστησαν και οι ίδιες οι παλαιοεκκλησιαστικές παραδόσεις. Έτσι, περί του τύπου του Σταυρού με τα δυο δάχτυλα η Σύνοδος του 1667 κήρυξε: «Λένε οι φαφλατάδες ότι τα δύο δάχτυλα - το δεύτερο, ο δείκτης και το τρίτο ο μέσος συμβολίζουν την Θεότητα και την ανθρωπότητα, και τα τρία δάχτυλα - το πρώτο, το τέταρτο και το τελευταίο - το μικρότερο, λυγισμένα ενωμένα με τα δυο πρώτα, συμβολίζουν την Αγία Τριάδα και λένε, ότι (ενωμένα με αυτόν τον τρόπο) αυτά τα τρία άνισα και διαφορετικά δάχτυλα είναι το μυστήριο της Αγίας Τριάδος. Είναι προφανές σε όλους ότι όσοι ομολογούν στην Αγία Τριάδα την ανισότητα - γίνονται σαν Αρειανοί και  Νεστοριανοί και Πνευματομάχοι και Απολιναριάνοι και σαν άλλοι αναθεματισμένοι αιρετικοί, αφού έτσι ομολογούν αυτή την ανισότητα και τον διαχωρισμό στην Αγία Τριάδα» [32].  Παράλληλα, ως ομολογία της πίστης εγκρίθηκε από τη Σύνοδο το βιβλίο «Ράβδος της Δοιήκησης», το οποίο γράφτηκε από τον αιρετικό λατινόφιλο, Συμεών Πόλοτσκι,  και περιείχε  πολυάριθμες επικριτικές εκφράσεις  κατά των παλαιορθόδοξων παραδόσεων.

Ολόκληρο το πνευματικό παρελθόν της Ρωσικής Εκκλησίας τέθηκε υπό αμφισβήτηση, μιας και αν οι παραδόσεις τις οποίες διατηρούσε θεωρούνται αιρετικές, τότε και οι Χριστιανοί που τις διατηρούσαν ήταν αιρετικοί, συμπεριλαμβανομένου του πολυάριθμου συνόλου των Ρώσων Αγίων.

Έτσι, οι συμμετέχοντες της Συνόδου του 1667, απορρίπτοντας και βλασφημώντας τις αρχαίες εκκλησιαστικές παραδόσεις, ταυτίστηκαν με τους αρχαίους εικονομάχους για τους οποίους οι Πατέρες της VII Οικουμενικής Συνόδου, ​​δήλωσαν ότι «στα λόγια κρύβονται πίσω από μια μάσκα ευσέβειας, αλλά στην πραγματικότητα διαπράττουν ασέβειες. Με το στόμα τους επαινούν την ευλάβεια, αλλά με την καρδιά τους στέκονται απαμακρυσμένοι από αυτή, αρνούμενοι να αναγνωρίσουν την παράδοση την οποία παλαιότερα είχαν υιοθετήσει ολοκληρωτικά οι Άγιοι, που ήταν τόσοι πολλοί» [33].

Όπως ο ίδιος ο Πατριάρχης Νίκον, θεμελιωτής της εκκλησιαστικής μεταρρύθμισης, ο οποίος καταριόταν και βλασφημούσε ποικιλοτρόπως τις αρχαίες εκκλησιαστικές παραδόσεις, έτσι και οι Σύνοδοι του 1656, 1666 και 1667 που τον ακολούθησαν, μπορούν να χαρακτηριστούν με τα λόγια του (σλαβικού) βιβλίου ‘Πηδαλιόν’, το οποίο κατηγορεί όλους τους εχθρούς της Αγιοεκκλησιαστικής αρχαιότητας και των Αγίων Συνόδων: «Σε όσους, μετά από αυτά, είτε κάνουν είτε θέλουν να κάνουν καινοτομίες  που έρχονται σε αντίθεση με τις εκκλησιαστικές παραδόσεις και διδασκαλίες και αντιλήψεις των αγίων – σε αυτούς ανάθεμα. Και σε όσους  επίσης περιφρονούν τους κανόνες των θείων Πατέρων οι οποίοι στερεώνουν την Εκκλησία και κοσμούν όλη την χριστιανική ζωή και διδάσκουν τη θεία ευλάβεια – σε αυτούς ανάθεμα. Με αυτήν την Άγια Σύνοδο και με αυτά τα δυο ανάθεμα, απωθούνται οι εχθρικές αντιλήψεις και πολυλογίες. Αυτός που ακολουθεί τις προηγούμενες Άγιες Συνόδους είναι αγιασμένος, ενώ αυτός που δεν τις ακολουθεί δεν είναι αγιασμένος, αλλά βεβηλωμένος και καταραμένος» [34].

 Η Σύνοδος του 1667 έλαβε ακόμη μια απόφαση που έρχεται σε αντίθεση με την πρακτική της αρχαίας Εκκλησίας: «Σχετικά με το λατινικό βάπτισμα που γίνεται εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, τρεις φορές με ράντισμα ... ολόκληρη η ιερή Σύνοδος, έχοντας ακούσει τις δηλώσεις, μελέτησε αυτό το θέμα και αποφάσισε: Κανείς δεν πρέπει να ξαναβαπτίζει όσους έρχονται από τους Λατίνους προς την Αγία Αποστολική Ανατολική Εκκλησία» [35].  Υπό την επίδραση των ανατολικών Ιεραρχών, αποφασίστηκε να ακυρωθεί η απόφαση της Συνόδου της Ρωσικής Εκκλησίας του 1620 σχετικά με την τάξη της   αποδοχής των Ρωμαιοκαθολικών στην Ορθόδοξη Εκκλησία μέσω του βαπτίσματος, δεδομένου ότι δεν έχουν λάβει αποστολικό βάπτισμα. Το 1620 η Ρωσική Εκκλησία συνοδικώς αποφάσισε να ξαναβαφτίζει τους Καθολικούς και τους Ουνίτες που έρχονται στην Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως και εκείνους τους Ορθόδοξους Λευκορώσους που βαφτίστηκαν, είτε με ράντισμα, είτε σωστά αλλά από έναν Ουνίτη ιερέα που πιθανώς ο ίδιος ήταν βαπτισμένος με ράντισμα. Η Σύνοδος δε του 1667 αποφάσισε να αποδέχεται τους Καθολικούς μόνο μέσω Άγιου μύρου, παρά το γεγονός ότι για πολλούς αιώνες η Καθολική Εκκλησία βάπτιζε με ράντισμα και αυτή η παράδοσή τους κατακρινόταν και καταδικαζόταν από την Ορθόδοξη Εκκλησία καθώς την θεωρούσε αιρετική: «Καταριέμαι το κακό βάπτισμά τους με το ράντισμα, αντί για βύθιση όπως βάπτισαν Τον Κύριο στον Ιορδάνη ποταμό και όπως μας κληροδότησαν οι Άγιοι Απόστολοι να βαπτίζουμε με τρεις βυθίσεις στο όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» [36].

Η  απόφαση της Συνόδου του 1667, σχετικά με την τάξη της αποδοχής των Καθολικών, αναφέρει επίσης: «Εαν κάποιος επιθυμίσει επιμένοντας να βαπτίσει Λατίνους, θα πρέπει να θυμηθεί τον κανόνα 47 των Αγίων Αποστόλων, ο οποίος αναφέρει: Ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, τὸν κατὰ ἀλήθειαν ἔχοντα βάπτισμα ἐὰν ἄνωθεν βαπτίσῃ ἢ τὸν μεμολυσμένον παρὰ τῶν ἀσεβῶν ἐὰν μὴ βαπτίσῃ, καθαιρείσθω, ὡς γελῶν τὸν σταυρόν καὶ τὸν τοῦ Κυρίου θάνατον, καὶ μὴ διακρίνων ἱερέας ψευδοϊερέων » [37]. Έτσι, οι Καθολικοί κηρύχτηκαν ως μη κακόπιστοι, δηλαδή ​​Ορθόδοξοι, και το ράντισμά τους κηρύχτηκε ως αληθινό βάπτισμα. Οποιοσδήποτε ιερέας που θα τολμούσε να αποδεχθεί έναν καθολικό μέσω βαπτίσματος έπρεπε να καθαιρεθεί από την ιεροσύνη σύμφωνα με τη Σύνοδο του 1667.

 Επομένως, η Σύνοδος του 1667, έχοντας αναγνωρίσει ως σωστό και ανεπανάληπτο το βάπτισμα με ράντισμα των Ρωμαιοκαθολικών, έθιξε μια ακόμα αποστολική παράδοση – τη βύθιση στο νερό κατά τη διάρκεια του μυστηρίου του βαπτίσματος. Και αυτό, παρά το γεγονός, ότι το βάπτισμα με βύθιση είχε εγκρίθηκε ως αυστηρή και υποχρεωτική παράδοση από τους ιερούς κανόνες της Εκκλησίας, π.χ. από τον 50ο  αποστολικό κανόνα, ο οποίος αναφέρει: «Εἴ τις ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, μὴ τρία βαπτίσματα μιᾶς μυήοεως ἐπιτελέσῃ, ἀλλ' ἓν βάπτισμα, τὸ εἰς τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου διδόμενον, καθαιρείσθω» και ο κανόνας 91 του Βασιλείου του Μεγάλου: «Τῶν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ πεφυλαγμένων δογμάτων καὶ κηρυγμάτων, τὰ μὲν ἐκ τῆς εγγράφου διδασκαλίας ἔχομεν, τὰ δὲ ἐκ τῆς τῶν ἀποστόλων παραδόσεως διαδοθέντα ἡμῖν ἐν μυστηρίῳ παρεδεξάμεθα. Ἅπερ ἀμφότερα τὴν αὐτὴν ἰσχὺν ἔχει πρὸς τὴν εὐσέβειαν καὶ τούτοις οὐδεὶς ἀντερεῖ, ὅστις γε κἂν κατὰ μικρὸν γοῦν θεσμῶν ἐκκλησιαστικῶν πεπείραται. Εἰ γὰρ ἐπιχειρήσαιμεν τὰ ἄγραφα τῶν ἐθῶν, ὡς μὴ μεγάλην ἔχοντα τὴν δύναμιν, παραιτεῖσθαι, λάθοιμεν ἂν εἰς αὐτὰ τὰ καίρια ζημιοῦντες τὸ Εὐαγγέλιον, μᾶλλον δὲ εἰς ὄνομα ψιλὸν περιϊστῶντες τὸ κήρυγμα. Οἷον, … Τὸ δὲ τρὶς βαπτίζεσθαι τὸν ἄνθρωπον, πόθεν;».

 Και σαν ολοκλήρωση όλων των καταστροφικών πράξεών τους, οι συμμετέχοντες της Συνόδου του 1667, σύμφωνα με το πνεύμα των ομοϊδεατών προκατόχων τους, αποφάσισαν να υποβάλλουν ποινή σε όσους θα διαφωνούσαν με τις συνοδικές αποφάσεις τους. Στην πραγματικότητα, η Σύνοδος του 1667 επιβεβαίωσε και ενέκρινε την αντίστοιχη απόφαση της Συνόδου του 1666 [38].

 Στη Ρωσική Εκκλησία πραγματοποιήθηκε το τελικό σχίσμα, και κατά των παλαιορθόδοξων Χριστιανών εξαπολύθηκε μια πολύχρονη αιματηρή γενοκτονία, στην οποία οι εκκλησιαστικοί μεταρρυθμιστές ώθησαν την κοσμική εξουσία. Εδώ αναφέρεται η μαρτυρία των ίδιων των νεόπιστων: «Με την ίδια εμφάνιση του σχίσματος, οι αρχές αποφάσισαν να θέσουν τέρμα σε αυτό, χρησιμοπώντας απότομα και σκληρά μέτρα, και έτσι, κύλισε το ποτάμι αίματος. Όλοι οι ηγέτες και οι επικεφαλείς του σχίσματος πέθαναν στο ικρίωμα, κάηκαν σε ξύλινα σπίτια και μαράθηκαν στις φυλακές. Αδίστακτα βασανιστήρια, αμέτρητες επώδυνες ποινές ακολουθούσαν ασταμάτητα η μια την άλλη. Οι σχισματικοί εξορίστηκαν σε φυλακές και μπουντρούμια μοναστηριών, τους βασάνιζαν και τους έκαιγαν με φωτιά, τους μαστίγωναν ανελέητα, τους έσπαγαν τα πλευρά, τους πέταγαν σε ξύλινα κλουβιά και αφού τα κάλυπταν με άχυρα τους έκαιγαν, το χειμώνα έβρεχαν τους γυμνούς με παγωμένο νερό και τους πάγωναν, τους κρέμαγαν, τους ανασκολόπιζαν, τους διαμέλιζαν, τους ξερίζωναν τις φλέβες... Με μια λέξη, οτιδήποτε, θα μπορούσε να εφεύρει η ανθρώπινη θηριωδία για να προξενήσει φρίκη, πανικό και τρομοκρατία - χρησιμοποιήθηκαν τα πάντα. Ο πληθυσμός που ομολογούσε την ορθή πίστη τρομοκρατήθηκε» [39].

 Και με όλες αυτές τις μαζικές δολοφονίες και τους χλευασμούς των παλαιορθόδοξων Χριστιανών, οι νεόπιστοι ταυτίστηκαν με τους προκατόχους τους, τους εικονομάχους, για τους οποίους είναι γνωστό ότι «εκτεταμένην δέ έχοντες την ασέβειαν, ου μόνον την γλώσσαν τεθηγμένην έσχον πρός τό αμαρτοεπείν, αλλά και την χείρα των κρατούντων συκοφαντείν και πλήττειν εδίδαξαν, ειπόντες· τοίς βασιλικοίς νόμοις υπεύθυνος  έστω ο μή αυτοίς προσανεχόμενος. εκ ταύτης ούν της φωνής πολλάτε και παντοδαπανήν οικουμένην διήλθεν, ωμότης έντονος εξησκείτο τοις κρατούσι και τοις άρχουσιν αυτοίς τοίς αλλοξίοις επισκόποις . και ποία γλώσσα δύναται ταύτα εκτραγωδήσαι; πόθεν δε, η πώς άρξομαι, όθεν έχαστον των πραγμάτων, διηγήσασθαι; τους κλόνους, τους φόβους, τους διωγμούς, τάς κατά πόλιν φρουρήσεις των μοναχών, και μαστιγώσεις, τό δεσμώτας αυτούς είναι εν πολλοίς έτεσιν, αλύσεις τοίν ποδοίν περικειμένους, των ιερών σκευών τον αφανισμόν, των βίβλων τόν εμπρησμόν, των αγίων ναών τας καινώσεις... ευλαβείς άνδρας μετά την αρπαγήν των υπαρχόντων αυτών τας βαρβαρικάς χώρας καταλαβείν, αποστολικώς κρείττονα ζωήν ηγησαμένους την εις τα έθνη διαγωγήν της μετά των ομοφύλων βεβήλου συναναστροφής ... συν τούτοις και τους κινδύνους, τον τάραχον, τον σάλον και αικισμούς, τας ποινάς, τας πηρώσεις των οφθαλμών, τας εκτομάς των ρινών, των γλωσσών τας αποτομάς, τας ατίμους φυγάς, ηγούν εξορίας των ευλαβών ανδρών, ότι ανά πάσαν την οικουμένην διεσπάρησαν· τους των αγίων προσώπων εμπρησμούς, της γενειάδος τάς εκκαύσεις ... το δεινότατον πάντων, τας μιαιφονίας» [40].

 Οι νεόπιστοι δικαιολογούν συνήθως την Εκκλησιαστική μεταρρύθμιση του Πατριάρχη Νίκον και τους μετέπειτα διωγμούς εναντίον των παλαιορθοδόξων Χριστιανών με το γεγονός, ότι όλες αυτές οι πράξεις εγκρίθηκαν από τις Συνόδους των Ρώσων και των Ανατολικών ιεραρχών και για τον λόγο αυτό οι παλαιορθόδοξοι Χριστιανοί θα έπρεπε δήθεν να υποταχθούν στην εκκλησιαστική ιεραρχία η οποία υποτίθεται ότι είχε κάθε δικαίωμα, κατά την κρίση της, να ακυρώνει και να τροποποιεί τις εκκλησιαστικές παραδόσεις.

Ωστόσο οι Άγιοι Πατέρες δεν έκριναν με τον ίδιο τρόπο. Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης μαρτυρεί ότι: «Ἀλλ' ἡ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία μεμένηκεν ἀπήμαντος, κἂν πολλοῖς ἐβλήθη τοξεύμασι, καὶ πύλαι ᾅδου κατισχῦσαι αὐτῆς οὐ δεδύνηνται. Οὐδὲ παρὰ τοὺς κειμένους ὅρους καὶ νόμους πράττειν Τι καὶ λέγειν ἀνέχεται, κἂν πολλοὶ πολλαχῶς ποιμένες ἠφρονεύσαντο· ἐπεὶ καὶ Συνόδους συνεκρότησαν μεγάλας καὶ παμπληθεῖς καὶ ἐκκλησίας Θεοῦ ἑαυτοὺς ὠνομάκασιν καὶ ὑπὲρ κανόνων ἐφρόντισαν τὸ δοκεῖν, κατὰ κανόνων τὸ ἀληθὲς κινούμενοι. … Σύνοδος τοίνυν, δέσποτα, οὐ τὸ ἁπλῶς συνάγεσθαι ἱεράρχας τε καὶ ἱερεῖς, κἂν πολλοὶ ὦσιν κρείσσων γάρ, φησίν, εἷς ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου ἢ μυρίοι παραβαίνοντες, ἀλλὰ τὸ ἐν ὀνόματι Κυρίου ἐν τῇ ἐρεύνῃ καὶ φυλακτικῇ τῶν κανόνων καὶ τὸ δεσμεῖν καὶ λύειν οὐχ ὡς ἔτυχεν, ἀλλ' ὡς δοκεῖ τῇ ἀληθείᾳ καὶ τῷ κανόνι καὶ τῷ γνώμονι τῆς ἀκριβείας. ... Ὁ λόγος γὰρ ὁ τοῦ Θεοῦ δεδέσθαι φύσιν οὐκ ἔχει, καὶ ἐξουσία τοῖς ἱεράρχαις ἐν οὐδενὶ δέδοται ἐπὶ πάσῃ παραβάσει κανόνος ἢ μόνον στοιχεῖν τὰ δεδογμένα καὶ ἕπεσθαι τοῖς προλαβοῦσιν...» [41].

Έτσι, και εμείς, ακολουθώντας τις προηγούμενες Αγίες Συνόδους και τις παραδόσεις των Αγίων Πατέρων, επιθυμούμε από τη μία πλευρά, τη θεραπεία και την αντιμετώπιση κάθε διαχωρισμού μεταξύ των ανθρώπων που ειλικρινά πιστεύουν στον Χριστό Σωτήρα, και από την άλλη πλευρά, θεωρούμε ότι μια τέτοια συμφιλίωση μπορεί να συμβεί, μόνο υπό τους κανόνες της Εκκλησίας και όχι διαφορετικά, μετά από μια δίκαιη και αμερόληπτη εξέταση και από τις δύο πλευρές, όλων των αρχικών αιτιών διαχωρισμού, την έκθεση, την καταδίκη και τη διόρθωση των λαθών που έγιναν, έτσι ώστε η υποτιθέμενη ενότητα να μην γίνει αίτιο της κοινής επίκρισής μας, αλλά της δόξας του Θεού και της δόξα της Αγίας Εκκλησίας Του.

Ὁ δὲ Θεὸς τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς παρακλήσεως δῴη ὑμῖν τὸ αὐτὸ φρονεῖν ἐν ἀλλήλοις κατὰ Χριστὸν Ἰησοῦν, ἵνα ὁμοθυμαδὸν ἐν ἑνὶ στόματι δοξάζητε τὸν Θεὸν καὶ πατέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ (Ρωμ. 15: 5-7), δόξα σε Αυτόν εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν!



[1] Κανόνας 18 της Συνόδου, της Λαοδικείας: «Περὶ τοῦ τὴν αὐτὴν λειτουργίαν τῶν εὐχῶν πάντοτε καὶ ἐν ταῖς ἐννάταις, καὶ ἐν ταῖς ἐσπέραις ὀφείλειν γίνεσθαι». Ερμηνεία του Βαλσαμών: « Φασίν ούν οι Πατέρες, αρκείν τας παραδεδομένας ευχάς και εν ταις εννάταις, και εν ταις εσπέραις, και εν πάσαις απλώς ταις συνάξεσι · και μη έχειν άδειαν τον βουλόμενον ευχάς συντιθέναι.»  Κανόνας 59 της Συνόδου της Λαοδικείας «Ὅτι οὐ δεῖ ἰδιωτικοὺς ψαλμοὺς λέγεσθαι ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, οὐδὲ ἀκανόνιστα βιβλία, ἀλλὰ μόνα τὰ κανονικὰ τῆς Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης». Κανόνας 103 της Συνόδου, της Καρχηδόνας «Ἤρεσε καὶ τοῦτο, ὥστε τὰς κεκυρωμένας ἐν τῇ συνόδῳ ἱκεσίας, εἴτε προοίμια, εἴτε παραθέσεις, εἴτε τὰ τῆς χειρὸς ἐπιθέσεις, ἀπὸ πάντων ἐπιτελεῖσθαι, καὶ παντελῶς ἄλλας κατὰ τῆς πίστεως μηδέποτε προενεχθῆναι, ἀλλ᾽ αἵτινεσδήποτε ἀπὸ τῶν συνετωτέρων συνήχθησαν, λεχθήσονται.» Ερμηνεία του Ιωάννη Ζωναρά: «α γάρ ουκ εδοκίμασαν οι Πατέρες, αμφίβολα εισί· φόβος δ’ υποτρέχει εν τοις τοιούτοις , μη ποτε και ασεβή ώσι τινά και κατά της πίστεως· διό και αποβάλλεται τα νέα η σύνοδος».
[2] Π.Σ. Σμιρνόβ. Ιστορία του ρωσικού σχίσματος των Παλαιόπιστων. Αγία Πετρούπολη . 1895. Σελ. 37
[3] Ν. Φ. Κάπτερεβ [ Πατριάρχης Νίκον και Τσάρος Αλεξέι Μιχάηλοβιτς ] Διόρθωση εκκλησιαστικών λειτουργικών βιβλίων κατά τη διάρκιεα του Πατριάρχη Νίκον. // Θεολογική αγγελία 1908. Τόμος 3. Αρ. 12 . Σελ 557-558
[4] Πράξεις Οικουμενικών Συνόδων. Καζάν. 1909. Τόμος .7. Σελ 284-285.
[5] Δεύτερη επιστολή του πρωτοπαπά Ιωάννη Νερόνοβ του Ιερού Ναού της Παναγίας του Καζάν προς τον Τσάρο Αλεξέι Μιχάηλοβιτς από το μοναστήρι του Σπασοκάμενσκ από τις 24 Φεβρουαρίου του 1653 // Στοιχεία για την ιστορία του σχίσματος για τα πρώτα χρόνια του. Τομ .1. Μόσχα: Μπράτσκογιε Σλόβο. 1874. Σελ 66.
[6] Ν.Φ. Κάπτερεβ [ Πατριάρχης Νίκον και Τσάρος Αλεξέι Μιχάηλοβιτς ] Διόρθωση εκκλησιαστικών λειτουργικών βιβλίων κατά τη διάρκεια του Πατριάρχη Νίκον. // Θεολογική αγγελία 1908. Τόμος 3. Αρ. 12. Σελ 556 (αρχές)
[7] Η υπόθεση περί του Πατριάρχη Νίκον // Η έκδοση της αρχαιολογικής επιτροπής σχετικά με τα έγγραφα της Συνοδικής (πρώην Πατριαρχική) Βιβλιοθήκης της Μόσχας. Αγία Πετρούπολη.1897. Σελ 450.
[8] Πράξεις της Συνόδου της Μόσχας του 1667. Φυλ. 36.
[9] Το ίδιο. Φυλ.36 οπισθόφυλλο
[10] Η υπόθεση περί του Πατριάρχη Νίκον // Η έκδοση της αρχαιολογικής επιτροπής σχετικά με τα έγγραφα της Συνοδικής (πρώην Πατριαρχικής) Βιβλιοθήκης της Μόσχας. Αγία Πετρούπολη. 1897. Σελ 450.
[11] Πράξεις Οικουμενικών Συνόδων. Καζάν. 1910. Έκδοση 3. Τομ.1. Σελ 130.
[12] Το ίδιο. Σελ 131.
[13] Πράξεις Οικουμενικών Συνόδων. Καζάν. 1910. Τομ.3. Σελ 9.
[14] Γράμματα του Πατριάρχη της Κωσταντινοπόλεως Παΐσιου Α΄ προς τον Πατριάρχη της Μόσχας Νίκον // Περιοδικό «Χριστιανική ανάγνωση» που εκδόθηκε υπό της Πνευματικής Ακαδημίας της Αγίας Πετρούπολης.- 1881 – Μέρος 1ο – Σελ. 303-353, 539-579.
[15] Λόγος απάντησης // Σκριζάλ. Τυπογραφείο της Μόσχας . 1656. Φυλ.12-12 οπισθόφυλλο.
[16] Ν.Φ. Κάπτερεβ [Πατριάρχης Νίκον και Τσάρος Αλεξέι Μιχάηλοβιτς] Διόρθωση εκκλησιαστικών λειτουργικών βιβλίων κατά τη διάρκιεα του Πατριάρχη Νίκον. // Θεολογική αγγελία 1908. Τόμος 2. Αρ. 7/8 . Σελ 372-373.
[17] Το ίδιο , Τομ. 3. Αρ. 10. Σελ. 218 (συνέχεια).
[18] Λόγος απάντησης // Σκριζάλ. Τυπογραφείο της Μόσχας. 1656. Φυλ. 1 οπισθόφυλλο - 2.
[19] Το ίδιο, Φυλ. 14 οπισθόφυλλο-16 οπισθόφυλλο.
[20] Αυτός ο κανόνας αναφέρεται όχι μόνο στους διωγμένους από τους Νεστοριανούς, αλλά και σε όλους όσους υποφέρουν εξαιτείας της αφοσίωσής τους στην αληθινή πίστη.
[21] Πράξεις της Συνόδου της Μόσχας του 1666. Φυλ. 42.
[22] Το ίδιο.
[23] Το ίδιο. Φυλ 48.
[24] Το ίδιο.
[25] Κλούτσιεβσκι Β.Ο. Συλλογή έργων.Μόσχα 1959. Τομ 7. Σελ. 88-89.
[26] Διδακτικό Μήνυμα στη Σύνοδο του 1666 // Πράξεις της Συνόδου της Μόσχας του 1666. Φυλ. 48.
[27] Διδακτικό Μήνυμα στη Σύνοδο του 1666 // Πράξεις της Συνόδου της Μόσχας του 1666. Φυλ. 48 οπισθόφυλλο.
[28] Πράξεις της Συνόδου της Μόσχας του 1667. Φυλ. 6 οπισθόφυλλο – 7.
[29] Το ίδιο. Φυλ. 7 οπισθόφυλλο – 8.
[30] Πηδαλιόν. Εν Αθήνα .1886. Σελ. 521.
[31] Κάπτεριεβ Ν.Φ.Ο Πατριάρχης Νίκον και οι εχθροί του στην υπόθεση της διόρθωσης των εκκλησιαστικών τάξεων. Τευχος 1ο : Η εποχή της Πατριαρχίας του Ιωσήφ – Μόσχα. 1887. Σελ 85.
[32] Πράξεις της Συνόδου της Μόσχας του 1667. Φυλ 32.
[33] Πράξεις Οικουμενικών Συνόδων. Καζάν. 1909. Τομ. 7. Έκδοση 3. Σελ. 212.
[34] (Ρωσικό) Πηδαλιόν. Κεφ 71. (Περί των Ιερών κανόνων) Φυλ. 641.
[35] Πράξεις της Συνόδου της Μόσχας του 1667. Φυλ 72 οπισθόφυλλο – 73.
[36] (Ρωσικό) Ευχολόγιον. Μόσχα. 1888.Κεφ 71 (Βάπτισμα όσων έρχονται από αιρέσεις).Φυλ 16.
[37] Πράξεις της Συνόδου της Μόσχας του 1667. Φυλ 72 οπισθόφυλλο.
[38] Το ίδιο. Φυλ 82-83.
[39] Α. Προυγκάβιν. Σχίσμα και Σεχταρισμός. Μόσχα. 1905. Σελ 31.
[40] Πράξεις Οικουμενικών Συνόδων. Καζάν. 1909. Τομ. 7. Έκδοση 3. Σελ 263.
[41] Όσιος Θεόδωρος Στουδίτης. Επιστολές // Επιστολή 24 . Πρός Θεοκτίστω μαγίστρω. Βιβλίο 1ο – Μόσχα . 2003. Σελ72-77.