вторник, 22 сентября 2015 г.
Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΔΟΧΗ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΠΑΛΑΙΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ
ΔΙΑΔΟΧΗ
ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΠΑΛΑΙΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Ως γνήσια
Εκκλησία του Χριστού για όλους τους Παλαιορθόδοξους Χριστιανούς του κόσμου, η
Ρώσικη Παλαιορθόδοξη Εκκλησία διατήρησε την ορθόδοξη ευλάβεια, τη διδασκαλία
της πίστης, το λειτουργικό τυπικό, την ιεροτελεστία της Ρώσικης Εκκλησίας, από
την ίδρυσή της το 988 μέχρι την εποχή του Πατριάρχη Νίκον. Η Ρώσικη
Παλαιορθόδοξη Εκκλησία δεν αναγνώρισε την εκκλησιαστική μεταρρύθμιση του
Πατριάρχη Νίκον και για τον λόγο αυτό υπέστη διωγμό και εξαιτίας των κατατρεγμών
κατέληξε στα τέλη του 17ου αι. χωρίς επίσκοπο. Σχεδόν για δυόμιση
αιώνες ο παλαιορθόδοξος κλήρος συμπληρωνόταν και συνεχιζόταν με ιερείς και
διάκονες που εντάσσονταν από την ‘Επίσημη’ Ρωσική Εκκλησία με βάση τον 8ο
κανόνα της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου. Ωστόσο ο Θεός έδειξε το έλεός του και
τελικά η επισκοπική τάξη στην Εκκλησία αποκαταστάθηκε.
1. Η
επισκοπική αποκατάσταση πραγματοποιήθηκε στις 22 Οκτωβρίου/ 4 Νοεμβρίου του
1923. Εκείνη τη μέρα στην πόλη Σαράτοβ, στον παλαιορθόδοξο ναό του Μεγαλομάρτυρα
Αγίου Δημητρίου, έλαβε χώρα η αποδοχή του Αρχιεπισκόπου του Σαράτοβ, Νικόλαου
(στον κόσμο: Πέτρος Πόζδνεβ του Αλεξέι). Ο Σεβασμιότατος Νικόλαος έγινε
αποδεκτός στην Παλαιορθόδοξη Εκκλησία από τον εφημέριο αυτού του ναού και
ιερέα, Νικόλαο Τιχομίροβ, με την τάξη του Αγίου Μύρου με βάση τον 8ο
κανόνα του Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου.
2. Στις
3/16 Σεπτεμβρίου το 1929 στην Παλαιορθόδοξη Εκκλησία μέσω του Αγίου Μύρου
εντάχθηκε ο ομόπιστος Επίσκοπος του Μπουγκουρουσλάνσκ Στέφανος (στον κόσμο:
Σέργιος Ραστοργούεβ), ο οποίος ήταν προηγουμένως επίσκοπος της επίσημης Ρώσικης
Εκκλησίας. Άνηκε στο σύνολο των Επισκόπων που δεν αναγνώριζαν την εξουσία του
Μητροπολίτη Σέργιου Στράγοροτσκι. Στις 5/18 Σεπτεμβρίου του 1929 ο
Αρχιεπίσκοπος Νικόλαος και ο Επίσκοπος Στέφανος χειροτόνησαν τον πρώτο εδώ και
260 χρόνια Παλαιορθόδοξο Αρχιερέα ιερομάρτυρα, Πανσόφιο (στον κόσμο: Παύλος
Ίβλιεβ) σε Επίσκοπο του Ροστόβ - Να -Ντονού και Κούρσκ. Μετέπειτα ακολούθησαν
χειροτονίες άλλων επισκόπων.
3. Στις
23 Ιουνίου/ 6 Ιουλίου του 1936 ο Αρχιεπίσκοπος της Μόσχας και πάσης Ρωσίας
Στέφανος (Ραστοργούεβ) μαζί με τον Επίσκοπο του Γοροδέτσκ Παύλο (στον κόσμο: Πιότρ
Νόσοβ) χειροτόνησαν τον Επίσκοπο του Ρομάνοβο-Μπορισογλέμπσκ, Μιχαήλ (στον
κόσμο: Μιχαήλ Κοτσετόβ).
4. Στις
8/ 21 Σεπτεμβρίου του 1939 ο Αρχιεπίσκοπος της Μόσχας και πάσης Ρωσίας Μιχαήλ
(Κοτσετόβ) και ο Επίσκοπος του Αζόβ και
Μαύρης Θάλασσας, Τρύφωνος (στον κόσμο: Τιμόθεος Έπισσεβ) χειροτόνησαν
τον Επίσκοπο του Τσαρίτσιν, Ιωάννη (στον κόσμο: Σπιρύδωνος Καλίνιν).
5. Στις
13/ 26 Μαΐου του 1950 ο Αρχιεπίσκοπος της Μόσχας και πάσης Ρωσίας Ιωάννης
(Καλίνιν) και ο Επίσκοπος του Νοβοζίμπκοβ Μακάριος (στον κόσμο: Ματθαίος
Κουζνετσόβ) χειροτόνισαν τον Επίσκοπο του Κούιμπισεβ, Επιφάνιο (στον κόσμο: Ευθύμιος
Αμπράμοβ).
6. Στις
2/ 15 Μαρτίου του 1957 ο Αρχιεπίσκοπος της Μόσχας και πάσης Ρωσίας Επιφάνιος
(Αμπράμοβ) και ο Επίσκοπος του Μπελεμπέι και Μπελορέτσκ Ευσέβιος (στον κόσμο: Ευσέγνιος
Σαμάρτσεβ) χειροτόνησαν τον Επίσκοπο του Νοβοζίμπκοβ, Ιερέμιο (στον κόσμο:
Ιάκωβος Ματβιέβιτς).
7. Στις
13/26 Νοεμβρίου του 1969 ο Αρχιεπίσκοπος της Μόσχας και πάσης Ρωσία, Ιερέμιος
(Ματβιέβιτς) και ο Επίσκοπος του Καμίσσσιν, Ιόνας (στον κόσμο: Ιωάννης
Ιζιούμοβ) χειροτόνησαν τον Επίσκοπο Του Αζόβ και Μαύρης Θάλασσας, Παύλο (στον
κόσμο: Παντελεήμον Μοσσίνιν).
8. Στις
14/27 Απριλίου του 1969 ο Αρχιεπίσκοπος της Μόσχας και πάσης Ρωσίας, Ιερέμιος
(Ματβιέβιτς) και ο Επίσκοπος του Αζόβ και Μαύρης Θάλασσας, Παύλος (Μοσσίνιν)
χειροτόνησαν τον Επίσκοπο του Κούρσκ, Βαρσονόφιο (στον κόσμο: Μπορίς
Οβσγιάννικοβ).
9. Στις
10/ 23 Σεπτεμβρίου του 1979 ο Τοποτηρητής του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου, ο
Επίσκοπος του Κούρσκ, Βαρσανόφιος (Οβσγιάνικοβ), ο Επίσκοπος του Πέρμ, Λεώντιος
(στον κόσμο: Λεωνίδας Κρέτσετοβ) και ο Επίσκοπος του Κούιμπισεβ, Γρηγόριος
(στον κόσμο: Γεώργιος Κορνίλοβ) χειροτόνησαν τον Επίσκοπο Γεννάδιο (στον κόσμο:
Γούριος Αντόνοβ), ο οποίος τότε ανέβηκε τον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Μόσχας και
πάσης Ρωσίας.
10. Στις
20 Φεβρουαρίου/ 5 Μαρτίου του 1995 ο Αρχιεπίσκοπος της Μόσχας και πάσης Ρωσίας,
Γεννάδιος (Αντόνοβ) και ο Επίσκοπος του Τούλτσα, Ευμένιος (στον κόσμο: Ευδόκιμος
Τίτ) χειροτόνησαν τον Επίσκοπο της Μόσχας, Αρίσταρχο (στον κόσμο: Αθανάσιος
Καλίνιν).
11. Τον
Φεβρουάριο του 1996 ο Τοποτηρητής του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου, ο Επίσκοπος της
Μόσχας Αρίσταρχος (Καλίνιν) και ο Επίσκοπος του Γκόμελ, Βαρνάβας (στον κόσμο:
Βασίλιος Εδιγάρεβ) χειροτόνησαν τον Επίσκοπο του Μπργιάνσκ και Ζλίνκοβ,
Αλέξανδρο (στον κόσμο: Άβδιας Καλίνιν).
Από τις 9
Μαΐου του 2000 ο Επίσκοπος Αλέξανδρος είναι Προϋστάμενος της Παλαιορθόδοξης
Εκκλησίας.
ΣΥΝΤΟΜΗ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΤΑΞΕΩΣ ΑΠΟΔΟΧΗΣ ΚΛΗΡΙΚΩΝ
ΕΡΧΟΜΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΟΡΘΟΔΟΞΗ
ΕΚΚΛΗΣΙΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΕΟΠΙΣΤΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Κατά τη διάρκεια 250 ετών οι Παλαιορθόδοξοι
Χριστιανοί δεν είχαν ομόφρονους με αυτούς επισκόπους, αλλά εξυπηρετούνταν από
ιερείς, οι οποίοι εντάσσονταν σε αυτούς από τη Νεόπιστη Εκκλησία. Εφόσον οι
λειτουργικές μεταρρυθμίσεις που είχαν εγκριθεί από τη Μεγάλη Σύνοδο της Μόσχας
του 1666-67 και οι προκαθολικές πεποιθήσεις των μελών αυτής της Συνόδου
αντιτίθεντο στη διδασκαλία και στην ιερά παράδοση της Αρχαίας Εκκλησίας, οι
πρόγονοί μας, με βάση τον 15ο κανόνα της ΑΒ Συνόδου, αποκόπηκαν από τους
οπαδούς της προαναφέρουσας Συνόδου.
Κατά την διάρκεια
μισού αιώνα, όλοι οι ερχόμενοι από τη Νεόπιστη Εκκλησία, κληρικοί και κοσμικοί,
εντάσσονταν στην Παλαιορθόδοξη Εκκλησία μέσω ομολογίας της ορθόδοξης πίστης και
μετάνοιας, ενώ οι κληρικοί γίνονταν αποδεκτοί με το αξίωμά τους. Ορισμένες
φορές, και τα τέκνα της Παλαιορθόδοξης Εκκλησίας ζητούσαν χειροτονία από τους
Νεόπιστους επισκόπους. Όμως, απευθύνονταν σε εκείνους, που ήταν γνωστοί για την
εύνοια τους προς την Παλαιορθοδοξία. Αυτή η πρακτική δικαιολογείται από την
απόφαση της 7ης Οικουμενικής Συνόδου, η οποία στην 1η πράξη της αποφάσισε περί
της χειροτονίας την οποία πραγματοποίησαν επίσκοποι, αποστάτες από την
Ορθοδοξία, με τον παρακάτω τρόπο : « Ταράσιος ο αγιώτατος πατριάρχης είπεν ·
καγώ αποτρέπομαι τούς διά τοιαύτην αιτίαν, ήτοι τής πίστεως κατάλυσιν,
κεχειροτονημένους · και μάλιστα ορθοδόξων επισκόπων παρόντων, υφ’ ων ηδύναντο
χειροτονείσθαι. ούτω γαρ έστιν η πατρική έννοια. εάν δέ συνοδική εκφώνισις
γένηται, καί ομόνοια τών εκκλησιών επί ορθοδοξία; ό τολμών από τών βεβήλων
αιρετικών χειροτονείσθαι, τή καθαίρεσει υποπεσείται. Ή αγία σύνοδος είπεν ·αυτή
δικαία κρίσις». Έτσι, ακόμη και αν οι Νεόπιστοι επίσκοποι αποχώρησαν από την
Ορθοδοξία με την υποταγή τους σε μη ορθόδοξες αποφάσεις της Μεγάλης Συνόδου της
Μόσχας του 1666-67, οι χειροτονίες που πραγματοποιούνταν από αυτούς, παρ’ όλα
αυτά, θα έπρεπε να αναγνωρίζονται ως έγκυρες, διότι περί της ίδιας της Συνόδου
της Μόσχας και των αποφάσεών της δεν είχε αναγγελθεί ακόμα συνοδική απόφαση και
ομόφωνη άποψη όλων των Εκκλησιών. Ομοίως, όσοι δέχτηκαν χειροτονία από τέτοιους
επισκόπους δεν πρέπει να καταδικάζονται, επειδή την δέχονταν όχι για την σπίλωση
της πίστης αλλά αντιθέτως, για την διατήρησή της και λόγω της πλήρης απουσίας
γνωστών για αυτούς Παλαιορθόδοξων επισκόπων.
Παρόμοια κατάσταση υπήρξε και τον καιρό της
κυριαρχίας της εικονομαχικής αίρεσης για την οποία διαβάζουμε στην επιστολή του
Όσιου Θεόδωρου του Στουδίτη προς τον Στέφανο Αναγνώστη: «Ἐκζητήσωμεν τοίνυν καὶ
πολυπραγμονήσωμεν, παρ' οὗ ὀφείλομεν κοινωνῆσαι. Εἰ τὴν πίστιν ὁμολογοίη ὀρθήν,
εἰ μὴ χρήμασι κεχειροτόνηται, εἰ μή τι ἄλλο τῶν κατὰ τὸν βίον αὐτοῦ
ὑποπτευομένων καὶ ἠκουσμένων σφαλερῶν ἀληθές. Εἰ δὲ ὅτι τὴν χειροτονίαν
καταγομένην ἔχει ἀπὸ τοῦ δεῖνος, εἴτε ἐξ αἱρετικοῦ εἴτε ἐκ χρηματοχειροτονήτου,
αὐτὸς δὲ οὔτε αἱρετικὸς οὔτε ἐν γνώσει ἐκ χρηματολήπτου εἴτουν Σιμωνιανοῦ
κεχειροτονημένος, ὁμολογοίη δὲ ὅμως τὴν πᾶσαν ἀλήθειαν, τήν τε πίστιν φυλάττειν
καὶ τοὺς κανόνας ἀπαρατρώτους, τούς τε κατ' ἀμφότερα παρατετραμμένους
ἀποβαλλόμενος, οὐδεὶς ἡμῖν λόγος ἀποχῆς πρὸς αὐτόν· ἀκατάγνωστος γὰρ ὁ τοιοῦτος
κατὰ τοὺς προδεδηλωμένους ἁγίους, καὶ δι' αὐτῶν κατὰ πάντας. Οὕτω τοίνυν καὶ
κοινωνοῦμεν, καὶ ὑμῖν ταὐτὸ ποιεῖν συμβεβουλεύμεθα, εἴπερ ἀκουοίμεθα. Ἐπεί, εἰ
περισσότερον διηρεύνηται, ἀποκρούεται μέν, ὡς δέδεικται, τὰ τῶν πατέρων
παραγγέλματα, ἐκλιμπάνει δὲ τοσοῦτον τὸ τῆς ἱερωσύνης δῶρον, ἐφ' ᾧ τὸ
χριστιανοὶ καλεῖσθαι ἔχομεν, ὡς εἰς ἐθνικὴν ἡμᾶς μεταπεσεῖν λατρείαν [ὅπερ ἄτοπον]...».
Έτσι και πατέρες μας, για να μην στερηθούν το
μέγα δώρο της ιεροσύνης και για να μην πέσουν στην ειδωλολατρεία έπραξαν συνετά
και σύμφωνα με τις ανάγκες του καιρού των διωγμών, λαμβάνοντας Νεόπιστους
κληρικούς που εντάσσονταν στην Παλαιορθόδοξη Εκκλησία με τα αξιώματά τους.
Το πρώτο μισό του
18ου αιώνα πραγματοποιήθηκαν δραστικές αλλαγές στη δοιήκηση της
Νεόπιστης Εκκλησίας. Καταργήθηκε το αξίωμα του Πατριάρχη και στη θέση του
ιδρύθηκε η «Σύνοδος» που δημιουργήθηκε σύμφωνα με τον τύπο του εκκλησιαστικού
συμβουλίου (Consistory) των Προτεστάντων και ήταν πλήρως
υποταγμένη στον Αυτοκράτορα. Το 1727 με πρωτοβουλία και εκ μέρους της «Συνόδου»
εκδόθηκε ένα βιβλίο το οποίο δικαιολογούσε τη δυτική παράδοση του βαπτίσματος
με ράντιση με τίτλο «Αληθινή απολογία των Ορθόδοξων Χριστιανών που βαπτίστηκαν
στο Χριστό με ράντισμα». Αυτές οι αλλαγές, οι οποίες έδειχναν όλο και
περισσότερο μια κλίση της Νεόπιστης Εκκλησίας από την Ορθοδοξία τώρα προς το
μέρος του Προτεσταντισμού, έγιναν αιτία ώστε οι Παλαιορθόδοξοι Χριστιανοί να
θεωρήσουν αναγκαίο να απομακρυνθούν ακόμη περισσότερο από τους Νεόπιστους, και
να δέχονται ανθρώπους που έρχονται από τη Νεόπιστη Εκκλησία πιο αυστηρά.
Από εκείνη την εποχή με βάση την τάξη της
αποδοχής των Νεόπιστων όλο και συχνότερα χρησιμοποιείται ο 8ος
κανόνας της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου, ο οποίος αναφέρει: «Περὶ τῶν ὀνομαζόντων μὲν ἑαυτοὺς Καθαρούς ποτε, προσερχομένων δὲ τῇ καθολικῇ καὶ ἀποστολικὴ ἐκκλησία, ἔδοξε τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ συνόδῳ, ὥστε χειροθετουμένους αὐτούς, μένειν οὕτως ἐν τῷ κλήρῳ».
Όπως βλέπουμε, ο δεδομένος κανόνας είναι
αφιερωμένος στην επίλυση ενός συγκεκριμένου ζητήματος - την τάξη της αποδοχής
αιρετικών Νοβοτιανών στην Εκκλησία. Παραταύτα, σύμφωνα με την θέση των Αγίων
Πατέρων της 7ης Οικουμενικής Συνόδου, αυτός ο κανόνας θα πρέπει να
εφαρμόζεται σε όλους γενικά τους αποστάτες από την Ορθόδοξη πίστη. Έτσι, (στην
1η πράξη) ο Άγιος Πατριάρχης Ταράσιος αναφέρει σχετικά με αυτόν τον
κανόνα ότι αυτός ισχύει για κάθε αίρεση. Και όπως οι Αγίοι Πατέρες της 7ης
Οικουμενικής Συνόδου θεώρησαν κατάλληλο να εφαρμόσουν τον 8ο κανόνα
της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου σε σχέση με τους Εικονομάχους, έτσι και οι
πρόγονοί μας θεώρησαν κατάλληλο να εφαρμόσουν τον ίδιο κανόνα όσο αφορά τους
Νεόπιστους, μιας και η πλάνη των Εικονομάχων και των Νεόπιστων εμφάνιζαν κοινό
σημείο, καθώς, τόσο οι πρώτοι όσο και οι δεύτεροι κατάργησαν και καταράστηκαν
τις ορθόδοξες εκκλησιαστικές παραδόσεις.
Έτσι όσο αφορά τους Νεόπιστους, εξαπλώθηκε και
τελικά εντάχθηκε η τάξη της αποδοχής των Νεόπιστων, η οποία πραγματοποιούνταν
μέσω Άγιου Μύρου βασισμένη στον 8ο κανόνα της Πρώτης Οικουμενικής
Συνόδου. Μαζί με αυτό εμφανίζεται ένα νομοτελειακό ερώτημα : Γιατί σε αυτήν την
τάξη, η οποία είναι βασισμένη στον 8ο κανόνα της 1ης
Οικουμενικής Συνόδου, χρησιμοποιείται το Άγιο Μύρο για το οποίο δεν υπάρχει
καμία αναφορά σε αυτόν τον κανόνα; Αυτό συμβαίνει διότι, οι εκκλησιαστικοί
κανόνες πάντοτε εφαρμόζονται έχοντας υπ’όψη ερμηνείες, τις οποίες έγραψαν για
τους κανόνες αυτούς νομικοί εκκλησιαστικού δικαίου που διέθεταν κύρος, από τους
οποίους εμφανίζονται πρώτοι ο Θεόδωρος Βαλσαμών, ο Ιωάννης Ζωναράς και ο
Αλέξιος Αριστηνός. Στην Ρωσική Εκκλησία τη μεγαλύτερη φήμη, κύρος και καθολική
χρήση έλαβαν οι ερμηνείες που έγραψε ο Αλέξιος Αριστηνός. Έτσι για παράδειγμα
στην επίσημη έκδοση του σλοβενικού Πηδάλιον του 1650 εντάχθηκαν μόνο οι
ερμηνείες του Αριστηνού. Αυτός ο μακάριος Πατέρας στην ερμηνεία του 8ου
κανόνα της 1ης Οικουμενικής Συνόδου γράφει : « Οι γούν δελεασθέντες
υπό του Ναυάτου, και Καθαροί παρ΄ αυτού ονομασθέντες, ως μή καταδεχόμενοι την
μετάνοιαν των αμαρτησάντων, και τον δεύτερον γάμον κωλύοντες, εάν τη εκκλησία
προσέλθωσι, και ομολογήσωσι και διγάμους παραδέχεσθαι, και τοίς αμαρτήσασι
μετανοήσασι συγχωρείν, και απλώς πάσι τοίς εκκλησιαστικοίς επακολουθείν
δόγμασι, την ίδιαν αναθεματίζοντες αίρεσιν, και τας άλλας, προσδεχθήσονται, και
μόνω τω αγίω μύρω χρισθήσονται. Καί εί μέν
τινες αυτών εισίν η επίσκοποι, η χωρεπίσκοποι, εν τη αυτή πάλιν αξία
μενούσιν». Αυτή συγκεκριμένα η ερμηνεία ήταν η βάση για την χρήση του Άγιου
Μύρου κατά την ένταξη ατόμων από την Νεόπιστη Εκκλησία στην Παλαιορθόδοξη.
Έτσι, οι πρόγονοί μας δεν πραγματοποίησαν
καμία αυθαιρεσία με τη χρήση της τάξης της αποδοχής των Νεόπιστων αλλά
ακολούθησαν αυτά που ήταν γραμμένα στο Πηδάλιον και τις επικυρωμένες από την
Ανατολική Εκκλησία παραδόσεις. Και αν αποδειχτεί ότι αυτός ο κανόνας δεν
ερμηνεύτηκε σωστά από τον Αλέξιο Αριστηνό, τότε αυτό δεν μπορεί να επιβάλλει
ευθύνες στους προγόνους μας, οι οποίοι προσπαθούσαν να ακολουθούν τις εγκεκριμένες παραδόσεις της Εκκλησίας με ακρίβεια χωρίς να
επινοούν δικές τους. Και αναμφισβήτητα το ίδιο το Άγιο Μύρο που εφαρμοζόταν σε
σχέση με τους Νεόπιστους, εάν το θεωρήσουμε είτε περιττό είτε λάθος, δεν στερεί
όμως την ιεροσύνη των κληρικών που έρχονταν από την Νεόπιστη Εκκλησία, καθώς η
ιεροσύνη στερείται όχι από το Άγιο Μύρο αλλά από το Πνευματικό Δικαστήριο των
Ορθόδοξων Επισκόπων. Οι πατέρες μας σε καμία περίπτωση δεν αμάρτησαν σε αυτό το
ζήτημα, διότι λειτούργησαν εν άγνοια της ερμηνείας του Ζωναρά και του Βαλσαμών
και με ζήλο για την διατήρηση της Ορθοδοξίας και γι΄αυτό, ας έχουν αιώνια μνήμη
ως πιστοί δούλοι του Θεού!
Εδώ χρειάζεται να πούμε και για το Άγιο Μύρο.
Δεδομένου ότι στην Παλαιορθόδοξη Εκκλησία περισσότερο από δυο αιώνες δεν
υπήρχαν επίσκοποι, ο καθαγιασμός του Άγιου Μύρου δεν μπορούσε να
πραγματοποιείται. Ωστόσο το Άγιο Μύρο που ήταν καθαγιασμένο παλαιότερα υπό τους
πρώτους ρώσικους Πατριάρχες υπήρχε άφθονο στους κληρικούς, οι οποίοι δεν
υποτάχθηκαν στις αποφάσεις της Μεγάλης Συνόδου της Μόσχας του 1666-1667. Φυσικά,
με την πάροδο του χρόνου η ποσότητα του Μύρου άρχισε να ελαττώνεται. Όμως αυτή
η δυσκολία ξεπεράστηκε με επιτυχία – το Άγιο Μύρο αποφασίστηκε να αραιώνεται με
ελαιόλαδο με βάση ορισμένους κανόνες. Για τη δυνατότητα της αραίωσης του Άγιου
Μύρου υπάρχει αναφορά στο Μεγάλο Ευχολόγιο στην Τάξις Εις Εγκαίνια Ναού: «Είτα
λαμβάνει αγγείον, Μύρου καθαρεί πεπληρωμένον, ή μετά ελαίου δια σπάνιν
μεμιγμένου» (Φυλλάδιο 31). Ομοίως, στις κανονικές αποκρίσεις του Ιωάννου
επισκόπου του Κίτρου προς Κωνσταντίνον Αρχιεπίσκοπο Δυρραχίον τον Καβάσιλαν,
αναφέρεται: «Ει σπάνις δε μύρου εν τε τοις θέοις βαπτίσμασι, και εν τη των ναών
καθιερώσει, και εν άλλη τούτου χρήσει, τω ευρισκομένω ολιγοστώ μύρω
συγκαταμίγνυσθαι έλαιον συγκεχώρηται· ως αν, ούτω πληθυνθέν, αρκέση εκπληρώσαι
τον αγιασμόν τοίς δεομένοις αυτού». (Σύνταγμα των Θείων και Ιερών Κανόνων...
Τόμος 5. Σελ. 403).
Το 1923 στην
Παλαιορθόδοξη Εκκλησία από την Νεόπιστη Εκκλησία εντάχθηκε ο Αρχιεπίσκοπος του
Σαράτοβ, Νικόλαος Πόζδνεβ. Το 1929 στην Παλαιορθόδοξη Εκκλησία εντάχθηκε ο
ομόπιστος Επίσκοπος του Ιργίνσκ,
Στέφανος (Ραστοργούεβ). Μαζί χειροτόνησαν τον πρώτο μετά το σχίσμα
Παλαιορθόδοξο Επίσκοπο Πανσόφιο (Ίβλεβ). Λόγω ηλικίας ο Αρχιεπίσκοπος Νικόλαος
δε συμμετείχε σε άλλες χειροτονίες, και εφόσον, σύμφωνα με την τάξη του
αρχιερατικού Ευχολογίου το οποίο χρησιμοπούνταν στη Ρωσική Εκκλησία πριν το
σχίσμα και μέχρι και τώρα χρησιμοποιείται στην Παλαιορθόδοξη Εκκλησία, κατά την
επισκοπική χειροτονία το χέρι στον χειροτονημένο τοποθετεί μόνο ένας από τους
συμμετέχοντες στην λειτουργία επισκόπους – αυτός που έχει την πρωτοκαθεδρία
(Αρχιεπισκοπος, Μητροπολίτης ή Πατριάρχης), τότε, η αποστολική διαδοχή των
παρόντων επισκόπων της Παλαιορθόδοξης Εκκλησίας πρέπει να παρακολουθείται από
τον Αρχιεπίσκοπο Ιερομάρτυρα, Στέφανο (Ραστοργούεβ), για τον οποίον αναφέραμε
προγουμένως.
Στο δεδομένο
έγγραφο, θεωρούμε απαραίτητο να δώσουμε πληροφορίες σχετικά με την αποστολική
διαδοχή του Ιερομάρτυρα, Στέφανο (Ραρστοργούεβ).
Στα παρακάτω
στοιχεία δεν υποδεικνύουμε μόνο τα ονόματα αρχιερέων που σχετίζονται με την
αλυσίδα χειροτονίας, αλλά δίνουμε έμφαση και στο γεγονός ότι όλοι τους είχαν
ρωσική προέλευση – ήταν ιθαγενείς περιοχών της κεντρικής Ρωσίας, όπου η δυτική
παράδοση του βαπτίσματος με ράντιση πλήρως απουσίαζε, και ως εκ τούτου η
νομιμότητα της χειροτονίας των αρχιερέων δεν μπορεί να φέρει αμφιβολίες ακόμα
και στους πιο προκατειλημένους ερευνητές.
ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ
ΔΙΑΔΟΧΗ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟ ΣΤΕΦΑΝΟ ΡΑΣΤΟΡΓΟΥΕΒ
Ο Στέφανος (στον
κόσμο: Σέργιος Ραστοργούεβ) γεννήθηκε στην πόλη Αικατερινμπούργκ, περιοχή του
Πέρμ στις 13 Οκτωμβρίου του 1861 στην ομόπιστη οικογένεια εμπόρων και
χειροτονήθηκε σε Επίσκοπο του Ιργίνσκ ως ομόπιστος Αρχιερέας στις 4/17 Ιουλίου
του 1928. Την τάξη της χειροτονίας πραγματοποίησαν ο Τοποτηρήτης της επαρχίας
του Ουφά, ο Επίσκοπος του Βίρσκ, Βενιαμίν (Τρόιτσκι) και ο ομόπιστος Επίσκοπος
του Σάτκινσκ, Ρουφίνος (Μπρέχοβ).
Ο Βενιαμίν (στον
κόσμο: Αλέξανδρος Τρόιτσκι) γεννήθηκε στην πόλη Τορζόκ, περιοχή του Τβέρ στις
30 Αυγούστου του 1901 στην οικογένεια ενός ιερέα και χειροτονήθηκε σε Επίσκοπο
του Στερλιταμάκ τον χειμώνα του 1928. Την τάξη χειροτονίας πραγματοποίησαν ο
Επίσκοπος του Νίζνι Νόβγκοροντ Πέτρος (Λαντίγκιν), ομόπιστος Επίσκοπος του
Σάτκινσκ Ρουφίν (Μπρέχοβ) και ο Επίσκοπος Ιώβ (Γκρετσίσκιν) (Grechischkin).
Ο Πέτρος (στον
κόσμο: Ποτάπιος Λαδίγιν) γεννήθηκε στο Μπολσόι Σέλεγ, περιοχή του Βιάτκα την 1η
Δεκεμβρίου του 1866, και χειροτονήθηκε σε Επίσκοπο του Νίζνι Νόβγκοροντ και
Ουρζούμ στις 8 Ιουνίου του 1925. Την τάξη της χειροτονίας πραγματοποίησαν ο
Αρχιεπίσκοπος του Ουφά και Ουράλ, Ανδρέας (Ουχτόμσκι) και ο Επίσκοπος του Νίζνι
Ταγίλ, Λέων (Cherepanov).
Ο Ανδρέας (στον
κόσμο: δούκας Αλέξανδρος Ουχτόμσκι) γεννήθηκε στο κτήμα Βοσλομά, περιοχή του
Γιαροσλάβλ στις 26 Δεκεμβρίου του 1872, χειροτονήθηκε στον Επίσκοπο του
Μαμαδίσσκ, στις 4 Δεκεμβρίου του 1907. Την τάξη της χειροτονίας πραγματοποίησαν
ο Αρχιεπίσκοπος του Καζάν και Σβιγίαζσκ, Δημήτριος (Σαμμπίκιν), ο Επίσκοπος του
Νόβγκοροντ, Ναζάριος και ο Επίσκοπος του Πένζα, Μητροφάν.
Ο Δημήτριος (στον
κόσμο: Δημήτριος Σαμμπίκιν) γεννήθηκε στο χωριό Καραγίασσινο, περιοχή του
Βορόνεζ στις 3 Οκτωβρίου του 1839 σε οικογένεια ιερέα και χειροτονήθηκε στον
Επίσκοπο του Μπαλάχνινσκ στις 4 Ιανουαρίου του 1887 από τον Μητροπολίτη της
Μόσχας και Κολόμνα, Ιωαννίκιο (Ρούδνεβ).
Ο Ιωαννίκιος
(στον κόσμο: Ιωάννης Ρούδνεβ) γεννήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου του 1826 στο χωρίο
Βίσνι Βολότσεκ, περιοχή του Τούλα σε οικογένεια διακόνου, και χειροτονήθηκε
στον Επίσκοπο του Βίμποργκ στις 12 Ιουνίου του 1861 από τον Μητροπολίτη της
Πετρούπολης και Φινλανδίας, Ισίδωρο (Νικόλσκι).
Ο Ισίδωρος (στον
κόσμο: Ιάκωβος Νικόλσκι) γεννήθηκε στο χωριό Νικόλσκοε, περοχή του Τούλα την 1η
Οκτωβρίου του 1799 σε οικογένεια διακόνου, και χειροτονήθηκε στον Επίσκοπο του
Δμήτροβ στις 11 Νοεμβρίου του 1834 από τον Μητροπολίτη της Μόσχας και Κολόμνα,
Φιλάρετο (Δροζδόβ).
Ο Φιλάρετος (στον
κόσμο: Βασίλειος Δροζδόβ) γεννήθηκε στην πόλη Κολόμνα στις 26 Δεκεμβρίου του
1782 σε οικογένεια διακόνου, και χειροτονήθηκε σε Επίσκοπο του Ρέβελ στις 7
Αυγούστου 1817 από τον Μητροπολίτη της Πετρούπολης και Νόβγοροντ, Αμβρόσιο
(Ποδομπέδοβ).
Ο Αμβρόσιος (στον
κόσμο: Ανδρέας Ποδομπέδοβ) γεννήθηκε στο χωριό Στόγοβο, περιοχή του Βλαδήμηρ
στις 30 Νοεμβρίου του 1742 σε οικογένεια ιερέα, και χειροτονήθηκε σε Επίσκοπο
του Σέβσκ στις 5 Ιουνίου του 1778 από τον Μητροπολίτη της Μόσχας και Κολόμνα,
Πλάτωνα (Λέβσσιν).
Ο Πλάτωνας (στον
κόσμο: Πέτρος Λέβσσιν) γεννήθηκε στο χωριό Chasnikov, περιοχή της Μόσχας στις 29 Ιουνίου του 1737 σε οικογένεια υποδιακόνου,και
χειροτονήθηκε σε Επίσκοπο του Τβέρ και Κάσσιν στις 10 Οκτωβρίου του 1770. Την
τάξη της χειροτονίας πραγματοποίησαν ο Μητροπολίτης του Κίεβου Γαβριήλ
(Κριμινέτσκι), ο Μητροπολίτης της Ουγγροβλαχίας Γρηγόριος, ο Αρχιεπίσκοπος της
Πετρούπολης Γαβριήλ (Πετρόβ) και ο Αρχιεπίσκοπος του Πσκόβ, Ιννοκέντιος
(Νετσάεβ).
Ο Γαβριήλ (στον
κόσμο: Πέτρος Πετρόβ – Σάποζνικοβ) γεννήθηκε στην Μόσχα στις 18 Μαΐου του 1730
σε οικογένεια υποδιακόνου, και χειροτονήθηκε σε Επίσκοπο του Τβέρ στις 6
Δεκεμβρίου του 1763. Την τάξη της χειροτονίας πραγματοποίησαν ο Μητροπολίτης
του Νόβγοροντ και Βελίκι Λούκι Δημήτριος
(Σέτσενοβ) και ο Αρχιεπίσκοπος της Πετρούπολης Γαβριήλ (Κρεμένσκι).
Ο Δημήτριος (στον κόσμο: Δανιήλ Σέτσενοβ) γεννήθηκε σε
αριστοκρατική οικογένεια στις 6 Δεκεμβρίου του 1709, και χειροτονήθηκε στον
Επίσκοπο του Νίζνι Νόβγοροντ και Αλατίρ.
0 коммент.: