вторник, 1 декабря 2015 г.
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΑΡΧ. ΣΥΝΟΔΟΥ Ρ.Π.Ε. ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΠΑΣΧΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟΥ
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΑΡΧΙΕΡΑΤΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΠΡΟΣ ΚΛΗΡΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΠΑΝΤΕΣ ΠΑΛΑΙΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΠΑΣΧΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟΥ
Ο Ορθόδοξος
Αρχιποιμένας, ο οποίος σύμφωνα με το καθήκον του είναι προστάτης της πίστης και
φύλακάς της από επιθέσεις διαφόρων αιρετικών, όπως ένας ειδικευμένος γιατρός,
θα πρέπει όχι μόνο να θεραπεύει ασθένειες που χτυπούν το σώμα της Εκκλησίας,
αλλά και να προσπαθεί να κάνει όλα όσα είναι δυνατά για να μην επιτρέπει στην
Εκκλησία καμία ολέθρια μίανση με αίρεση. Ιδιαίτερα, αυτό είναι σημαντικό στην
σύγχρονη εποχή μας, όταν η Παλαιορθόδοξη Εκκλησία όπως και στην αρχαία εποχή
της δεν βρίσκει καμία υποστήριξη για την πίστη της στο πρόσωπο της κοσμικής
εξουσίας, αλλά οι Χριστιανοί αναγκάζονται να ζήσουν σε έναν κόσμο εχθρικό, σε
έναν κόσμο που πιστεύει διαφορετικά είτε και καθόλου. Σε τέτοιες συνθήκες, δεν
μπορεί κάθε Χριστιανός να προστατευτεί σωστά από την επιρροή του εξωτερικού
χώρου και για τον λόγο αυτό, με μεγαλύτερη προσοχή, οι ποιμένες της Εκκλησίας
πρέπει να φροντίζουν το ποίμνιο που τους εμπιστεύθηκε ο Θεός και αδιάκοπα να
φροντίζουν τις ψυχές των Χριστιανών, γιατί θα πρέπει να λογοδοτήσουν στον Μέγα
Αρχιερέα. Ως εκτούτου, προνοητικά, φροντίζοντας όχι μόνο την παρούσα κατάσταση
της Εκκλησίας, αλλά και υπολογίζοντας το μέλλον της, θεωρήσαμε αναγκαίο να
εκφράσουμε τη συνοδική μας κρίση για αυτούς τους πνευματικούς κινδύνους, οι
οποίοι προφανώς δεν απειλούν την εκκλησιαστική ζωή στο παρόν, αλλά δεν
αποκλείεται να επιδράσουν αρνητικά σε αυτήν στο μέλλον.
Μια από αυτές τις
απειλές κατά τη γνώμη μας, έγκειται στο θέμα που συνδέεται με την λεγόμενη
ημερολογιακή μεταρρύθμιση, η οποία ξεκίνησε από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στα
τέλη του 16ου αιώνα, έχοντας υποστεί ποικίλες μεταμορφώσεις και ευραίως
εξαπλώνοντας στον κόσμο, και μέχρι και σήμερα καταπίνοντας μεγάλη ποσότητα και
άλλων θρησκευτικών παρατάξεων.
Η ιστορία αυτού
του θέματος είναι η εξής.
Κυριότερη
εκκλησιαστική γιορτή αποτελεί η γιορτή της ένδοξης Ανάστασης Του Χριστού – το
Άγιο Πάσχα. Τα πρώτα χρόνια τα έθιμα του εορτασμού του Πάσχα δεν είχαν κοινό
τυπικό, αλλά οι Χριστιανοί διαφορετικών χωρών γιόρταζαν το Πάσχα διαφορετικά
και σε διαφορετικές περιόδους. Η έλλειψη ομοιομορφίας σε ένα τόσο σημαντικό
ζήτημα, οι οξείς διαμάχες για την υπεροχή του ενός ή του άλλου τοπικού εθίμου
σχετικά με την περίοδο του εορτασμού του Πάσχα προξενούσαν ανησυχίες τόσο στην
εκκλησιαστική ιεραρχία όσο και στην κοσμική εξουσία. Ο Άγιος Αυτοκράτορας
Κωνσταντίνος ο Μέγας έγραψε στους επισκόπους της Εκκλησίας: «Λογισάσθω δ’ ἡ τῆς
ὑμετέρας ὁσιότητος ἀγχίνοια, ὅπως ἐστὶ δεινόν τε καὶ ἀπρεπὲς κατὰ τὰς αὐτὰς
ἡμέρας ἑτέρους μὲν ταῖς νηστείαις σχολάζειν, ἑτέρους δὲ συμπόσια συντελεῖν, καὶ
μετὰ τὰς τοῦ Πάσχα ἡμέρας ἄλλους μὲν ἐν ἑορταῖς καὶ ἀνέσεσιν ἐξετάζεσθαι, ἄλλους
δὲ ταῖς ὡρισμέναις ἐκδεδόσθαι νηστείαις».
Το 325, ο
Αυτοκράτορας Μέγας Κωνσταντίνος συγκάλεσε στην πόλη Νίκαια εκκλησιαστική
Σύνοδο, τη γνωστή σε όλους τώρα Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο. Σε αυτή τη Σύνοδο, οι
Άγιοι Πατέρες ανέπτυξαν ενιαίους κανόνες
για όλους τους Χριστιανούς για τη τέλεση του Πάσχα.
Έτσι εμφανίστηκε
το Ορθόδοξο Πασχάλιο και το εκκλησιαστικό ημερολόγιο που βασίστηκε στο
ημερολόγιο του Ρωμαικού κράτους, θεσμοθετημένο από τον Ιούλιο Καίσαρα το 46
π.Χ.
Δεδομένου ότι, ο
εορτασμός του Πάσχα και η προετοιμασία του είναι ανάμνηση ευαγγελικών γεγονότων, που
συνδέονται με τις τελευταίες μέρες της επίγειας ζωής του Χριστού Σωτήρα, και
ότι η Ανάστασή Του από τους νεκρούς προηγήθηκε του Πάσχα των Ιουδαίων, οι Άγιοι
Πατέρες όρισαν τη μελλοντική διατήρηση αυτής της σειράς γεγονότων στον εορτασμό
του χριστιανικού Πάσχα. Ορίστηκε να εορτάζεται το Χριστιανικό Πάσχα την πρώτη
Κυριακή μετά το Πάσχα των Ιουδαίων και επειδή αυτό γιορτάζεται σύμφωνα με το
σεληνιακό ημερολόγιο, το οποίο σε σχέση με το ηλιακό κινείται, αποτέλεσε και το
Χριστιανικό Πάσχα μια κινητή γιορτή. Αυτό το τυπικό εορτασμού έγινε κοινό σε
όλη την Εκκλησία: Ἔνθα καὶ περὶ τῆς τοῦ πάσχα ἁγιωτάτης ἡμέρας γενομένης
ζητήσεως, ἔδοξε κοινῇ γνώμῃ καλῶς ἔχειν ἐπὶ μιᾶς ἡμέρας πάντας τοὺς ἁπανταχοῦ ἐπιτελεῖν.
τί γὰρ ἡμῖν κάλλιον, τί δὲ σεμνότερον ὑπάρξαι δυνήσεται τοῦ τὴν ἑορτὴν ταύτην,
παρ’ ἧς τὴν τῆς ἀθανασίας εἰλήφαμεν ἐλπίδα, μιᾷ τάξει καὶ φανερῷ λόγῳ παρὰ
πᾶσιν ἀδιαπτώτως φυλάττεσθαι; ( Επιστολή του βασιλέως Κωνσταντίνου ην από της
Νικαέων απέστειλε τοις απολειφθείσι τη συνόδω επισκόποις).
Η απόφαση της
Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου για το ότι το Χριστιανικό Πάσχα δεν πρέπει να
προηγείται του Πάσχα των Ιουδαίων ή να συμπίπτει με αυτό επαναλήφθηκε και
επιβεβαιώθηκε με τον πρώτο κανόνα της Συνόδου της Αντιοχείας: «Πάντας τοὺς τολμῶντας παραλύειν τὸν ὅρον τῆς
ἁγίας καὶ μεγάλης συνόδου τῆς ἐν Νικαίᾳ συγκροτηθείσης ἐπὶ παρουσίᾳ τῆς
εὐσεβείας τοῦ θεοφιλεστάτου βασιλέως Κωνσταντίνου, περὶ τῆς ἁγίας ἑορτῆς τοῦ
σωτηριώδους Πάσχα, ἀκοινωνήτους καὶ ἀποβλήτους εἶναι τῆς ἐκκλησίας, εἰ
ἐπιμένοιεν φιλονεικότερον ἐνιστάμενοι πρὸς τὰ καλῶς δεδογμένα, καὶ ταῦτα
εἰρήσθω περὶ τῶν λαϊκῶν. Εἰ δέ τις τῶν προεστώτων τῆς ἐκκλησίας, ἐπίσκοπος, ἢ
πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, μετὰ τὸν ὅρον τοῦτον τολμήσειεν ἐπὶ διαστροφῇ τῶν λαῶν
καὶ ταραχῇ τῶν ἐκκλησιῶν ἰδιάζειν, καὶ μετὰ τῶν Ἰουδαίων ἐπιτελεῖν τὸ Πάσχα·
τοῦτον ἡ ἁγία σύνοδος ἐντεῦθεν ἤδη ἀλλότριον ἔκρινε τῆς ἐκκλησίας, ὡς οὐ μόνον
ἑαυτῷ ἁμαρτίας ἐπισωρεύοντα, ἀλλὰ πολλοῖς διαφθορᾶς καὶ διαστροφῆς γινόμενον
αἴτιον· καὶ οὐ μόνον τοὺς τοιούτους καθαιρεῖ τῆς λειτουργίας, ἀλλὰ καὶ τοὺς
τολμῶντας τούτοις κοινωνεῖν μετὰ τὴν καθαίρεσιν. Τοὺς δὲ καθαιρεθέντας
ἀποστερεῖσθαι καὶ τῆς ἔξωθεν τιμῆς, ἧς ὁ ἅγιος κανὼν καὶ τὸ τοῦ Θεοῦ ἱερατεῖον
μετείληφεν». Το ίδιο αναφέρει και ο έβδομος κανόνας των Αγίων Αποστόλων: «Εἴ
τις Ἐπίσκοπος, ἢ Πρεσβύτερος, ἢ Διάκονος, τὴν ἁγίαν τοῦ Πάσχα ἡμέραν πρὸ τῆς
ἐαρινῆς ἰσημερίας μετὰ Ἰουδαίων ἐπιτελέσοι, καθαιρείσθω».
Έτσι, το
εκκλησιαστικό ημερολόγιο και το Πασχάλιο έλαβαν κύρος δογματικής καθιέρωσης
στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Σε αυτή τη μορφή αυτά παρέμειναν για περισσότερο από
χίλια χρόνια.
Η ενότητα του
εορτασμού του Πάσχα έσπασε το 1582, από τη μεταρρύθμιση του Πάπα Γρηγορίου του
13ου. Η επιτροπή των παπικών αστρονόμων αναγνώρισε το ισχύον Πασχάλιο ως
ανακριβή, από την άποψη κοσμικής επιστήμης, και για αυτόν τον λόγο θεωρήθηκε
απαραίτητη από την επιτροπή η μεταρρύθμιση του Πασχαλίου και του εκκλησιαστικού
ημερολογίου.
Ως επίσημος σκοπός
της ημερολογιακής μεταρρύθμισης ανακηρύχθηκε ένα ψευδο-εκκλησιαστικό αίτιο –
ότι δήθεν ήταν αναπόφευκτη η διόρθωση του Πασχαλίου, δηλαδή η ημερομηνία του
Πασχαλίου. Όπως προαναφέρθηκε, η Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος καθιέρωσε τον
εορτασμό του Πάσχα την πρώτη Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο, μετά την εαρινή
ισημερία. Ωστόσο, οι παπικοί αστρονόμοι παρατήρησαν ότι τον 16ο αι. η εαρινή
ισημερία μετακινήθηκε για 10 μέρες και αναμενόταν στις 11 Μαρτίου, ενώ τον 4ο
αι. – στις 21 Μαρτίου. Για να την επιστρέψουν στην αρχική της θέση, οι
μεταρρυθμιστές μετακίνησαν το ημερολόγιο για 10 ημέρες. Έτσι αναφέρεται στο
διάταγμα (bulla) του Πάπα Γρηγορίου του 13ου «Inter Gravissimas»[1], δημοσιευμένο στις 24 Φεβρουαρίου του 1582, το οποίο έγινε η βάση της
ημερολογιακής μεταρρύθμισης : « Πρέπει να αποκατασταθεί όχι μόνο η ισημερία στη
θέση όπου από την αρχή της ήταν καθιερωμένη, από την οποία μετακινήθηκε από την
εποχή της Συνόδου της Νίκαιας για περίπου 10 μέρες και να επιστραφεί στη θέση
της την 14η σελήνη από την οποία απέχει στον πραγματικό χρόνο για 4 με 5 μέρες,
αλλά και να οριστούν μέθοδοι και κανόνες ώστε μελλοντικά να μην μετακινηθούν η
ισημερία και η 14η σελήνη από τις σωστές θέσεις τους».
Αλλά, το
αποτέλεσμα της ημερολογιακής μεταρρύθμισης διέφερε πολύ από αυτό που περίμεναν
οι παπικοί επιστήμονες. Επιθυμώντας να πετύχουν από το εκκλησιαστικό ημερολόγιο
αστρονομική ακρίβεια, οι καθολικοί ως αποτέλεσμα παραβίασαν την απόφαση της
Συνόδου της Νικαίας περί του εορτασμού του Πάσχα. Η χρονολόγηση με το
Γρηγοριανό ημερολόγιο αποτέλεσε στο να γιορτάζουν οι καθολικοί συχνά το
Χριστιανικό Πάσχα νωρίτερα από το Ιουδαϊκό ή ταυτόχρονα, κάτι που όπως
προαναφέρθηκε απαγορεύεται κατηγορηματικά από τους εκκλησιαστικούς κανόνες. Θα
πρέπει να σημειωθεί, ότι το Ορθόδοξο Πασχάλιο, το όποιο ήταν δομημένο με Θεία
έμπνευση και σοφία από τους Αγίους Πατέρες, δεν επέτρεπε το προβάδισμα του
Ιουδαικού Πάσχα. Αυτό δείχνει πόσο ευλογημένη ήταν η νοημοσύνη των αγίων
Πατέρων της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου και πόσο μη πνευματική και τυφλή ήταν η
περίφανη σοφιστία των παπικών επιστημόνων – «ἀνυπότακτοι, ματαιολόγοι καὶ
φρεναπάται» (Τιτ. 1: 10), - γέγραπται
γάρ· ἀπολῶ τὴν σοφίαν τῶν σοφῶν, καὶ τὴν σύνεσιν τῶν συνετῶν ἀθετήσω. 20 ποῦ
σοφός; ποῦ γραμματεύς; ποῦ συζητητὴς τοῦ αἰῶνος τούτου; οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεὸς
τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου;» ( 1Κορ.1: 19 – 21).
Αποκοπτόμενοι τον
ΧΙ αι. από την Εκκλησία του Χριστού, οι παπικοί, παρασυρόμενοι από τον αέρα του
μοντερνισμού, εμποτισμένου με αμέτρητες αιρέσεις, έδωσαν κυνικά στον ευατό τους
το δικαίωμα και κάτι εντελώς γελοίο, τη δυνατότητα να σταματούν την κίνηση των
ουράνιων σωμάτων, να υποτάσσουν στο καπρίτσιο τους τη σειρά των φυσικών
φαινομένων ορισμένων από τον Θεό : «ώστε μελλοντικά να μην μετακινηθούν η
ισημερία και η 14η σελήνη από τις σωστές θέσεις τους». Αυτοί αποφάσισαν, ότι
μπορούν να διοικούν τα στοιχεία και να υποτάσσουν στην θέλησή τους την τάξη των
πραγμάτων, η οποία είναι ορισμένη από τον Θεό και μόνο σε Αυτόν υποτάσσεται,
ξεχνώντας τα λόγια της Αγίας Γραφής : «Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἀνθρώπῳ, ὃ φάγεται καὶ
ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ. καί γε τοῦτο εἶδον
ἐγὼ ὅτι ἀπὸ χειρὸς τοῦ Θεοῦ ἐστιν». ( Εκκλ.2: 24), «οὕτως εἶπε Κύριος ὁ δοὺς
τὸν ἥλιον εἰς φῶς τῆς ἡμέρας, σελήνην καὶ ἀστέρας εἰς φῶς τῆς νυκτός, καὶ
κραυγὴν ἐν θαλάσσῃ καὶ ἐβόμβησε τὰ κύματα αὐτῆς, Κύριος παντοκράτωρ ὄνομα αὐτῷ»
(Ιερ.38 :36).
Και ο Θεός
ντρόπιασε αυτούς τους μεταρρυθμιστές, τους σοφούς του κόσμου (1Κορ.1: 27).
Τουλάχιστον στη Ρωσία, με πρωτοβουλία της Ρωσικής Αστρονομικής Εταιρείας, το
1899 ιδρύθηκε μια ειδική επιτροπή για την εξέταση του ζητήματος περί της
μεταρρύθμισης του ημερολογίου στη Ρωσία. Στο έργο της επιτροπής συμμετείχαν
περίπου διακόσιοι αξιόπιστοι επιστήμονες ρωσικών πανεπιστημίων και φιλολογικών
ακαδημιών. Ρωτήθηκαν πολλοί μαθηματικοί, αστρονόμοι, ιστορικοί και θεολόγοι,
όπως για παράδειγμα ο Δ. Μεντελέγιεφ και ο Β. Μπόλοτοβ. Όπως αυτοί, έτσι και οι
περισσότεροι επιστήμονες εξέφρασαν την άποψη περί της διατήρησης του Ιουλιανού
ημερολογίου, το οποίο ίσχυε τότε σε όλη τη Ρωσία και την Ανατολική Ευρώπη.
Διαπιστώθηκε, ότι το Γρηγοριανό ημερολόγιο δεν είναι πιο ακριβές και καλύτερο
από το Ιουλιανό, αλλά αντίθετα, είναι αστρονομικά παράλογο, παράνομο σύμφωνα με
τις εκκλησιαστικές και κανονικές απόψεις και περιττό από ιστορικής άποψης.
Έτσι, κάποια περίοδο στη Ρωσία ματαιώθηκε το ζήτημα της μεταρρύθμισης -
«ᾐσχύνθησαν σοφοὶ καὶ ἐπτοήθησαν καὶ ἑάλωσαν, ὅτι τὸν λόγον Κυρίου ἀπεδοκίμασαν·
σοφία τίς ἐστιν ἐν αὐτοῖς;»(Ιερ.8: 9). Και πράγματι, όπως ειπώθηκε νωρίτερα,
δεν είχαν σοφία οι μεταρρυθμιστές, αλλά είχαν μεγάλη πονηριά. Προετοίμαζαν την
ημερολογιακή μεταρρύθμιση μεγάλη χρονική περίοδο. Για πρώτη φορά μίλησε για την
διόρθωση του ημερολογίου τον 14ο αι. ο Πάπας Κλήμης ο 6ος. Το 1437 το
ημερολογιακό ζήτημα συζητήθηκε στη Σύνοδο της Βασιλείας. Το 1475 ο Πάπας Σίξτος
ο 4ος επιχείρησε να πραγματοποιήσει ημερολογιακή μεταρρύθμιση, αλλά για
διάφορους λόγους η μεταρρύθμιση αυτή δεν πραγματοποιήθηκε. Τον 16ο αι.
επανέφεραν τις συζητήσεις περί της ημερολογιακής μεταρρύθμισης. Αυτό το ζήτημα
ήταν αντικείμενο συζήτησης στη Σύνοδο του Λοτερανού (1512-1517) και στη Σύνοδο
του Τριδέντου (1545-1563). Το 1514 για τη συμμετοχή στην ημερολογιακή επιτροπή
η Σύνοδος του Λοτερανού προσκάλεσε τον γνωστό Πολωνό αστρονόμο, Νικόλαο
Κοπέρνικο. Όμως, ο Κοπέρνικος αρνήθηκε να συμμετάσχει στην επιτροπή, θεωρώντας
ότι η ημερολογιακή μεταρρύθμιση είναι αδύνατη. Παραταύτα, την ημερολογιακή
μεταρρύθμιση πριν τον Πάπα Γρηγόριο 13ο προσπάθησαν να πραγματοποιήσουν έτσι
και ο Πάπας Παύλος 3ος και ο Πάπας Πίος 4ος, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ο Πάπας
Γρηγόριος αποδείχτηκε σε αυτό το θέμα πιο επιτυχής από τους προκατόχους του –
με βίαιο τρόπο, υπό απειλές αφορισμού από την Καθολική Εκκλησία, τελικά
κατάφερε να υλοποιήσει την ημερολογιακή μεταρρύθμιση. Σχεδιασμένο από τους
παπικούς αστρονόμους το νέο ημερολόγιο ονομάστηκε «Γρηγοριανό» προς τιμή του
Πάπα Γρηγόριου. Το έργο για την δημιουργία του Γρηγοριανού ημερολογίου έλεγχε ο
Γερμανός Μαθηματικός, Χριστόφορος Κλάβιος, μέλος της Εταιρίας του Ιησού, η
οποία ήταν γνωστή για την εχθρότητά της προς την Ορθόδοξη Ανατολή.
Όλη αυτή η
ημερολογιακή μεταρρύθμιση είχε στην πραγματικότητα τον χαρακτήρα τεράστιας
πνευματικής δολιοφθοράς κατά της Ορθοδοξίας. Με παρακίνηση των Ιησουιτών, ο
Πολωνός βασιλιάς Στέφανος επιχείρησε την
βίαια εισαγωγή του νέου ημερολογίου στην Δυτική-Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία. Οι
Ιησουίτες ήλπιζαν, ότι η μετάβαση στο νέο ημερολόγιο θα συμβάλει αναπόφευκτα
στη δημιουργία της Ουνίας μεταξύ των Ορθόδοξων και των Ρωμαιοκαθολικών. Αλλά
ακόμη και πριν από αυτό, υπό την απειλή αφορισμού από την Εκκλησία, το νέο
ημερολόγιο επιβλήθηκε σε όλες τις καθολικές χώρες. Λίγο αργότερα, στη νέα
χρονολόγηση μεταβιβάστηκαν τα προτεσταντικά κράτη. Με τη βοήθεια της
ημερολογιακής μεταρρύθμισης, η Καθολική Εκκλησία προσπάθησε για άλλη μια φορά
να υποτάξει σε αυτήν όλον τον χριστιανικό κόσμο.
Οι ορθόδοξοι
ιεράρχες αλάνθαστα ανακάλυψαν τους πραγματικούς στόχους των μεταρρυθμιστών, και
το Γρηγοριανό ημερολόγιο και το Πασχάλιο απορρίφθηκαν κατηγορηματικά από την
Ορθόδοξη Εκκλησία. Το 1583 ο Πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίας β΄, με
την συμμετοχή του Πατριάρχη της Αλεξάνδρειας, Συλβέστρο και τον Πατριάρχη της
Ιερουσαλήμ Σωφρόνιο στ΄, συγκάλεσε μεγάλη εκκλησιαστική Σύνοδο, η οποία
κατηγόρησε το Γρηγοριανό ημερολόγιο ως καινοτομία, αντίθετη στους κανόνες της
Ορθόδοξης Εκκλησίας, που παραβίασε την απόφαση της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου
περί της τάξεως υπολογισμού της ημέρας του Πάσχα, και όποιος από τους
Χριστιανούς με οποιονδήποτε τρόπο κι αν βοηθήσει την εισχώρηση αυτής της
καθολικής καινοτομίας στην Εκκλησία του Χριστού, αυτόν, η Σύνοδος θα τον
υποβάλλει σε αφορισμό από την Εκκλησία με ανάθεμα:« Ἐπειδὴ καὶ πάλιν ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἅτε
καινοτομίας χαίρουσα τοῖς περὶ αὐτὴν Ἀστρονόμοις ἀπερισκέπτως συνήνεσε καὶ
μετέθετο τὰ καλῶς περὶ τοῦ Ἁγίου Πάσχα τοῖς Ὀρθοδόξοις Χριστιανοῖς τελούμενα
τὰς ἀπὸ τῆς Ἁγίας καὶ Οἱκουμενικῆς Πρῶτης Συνόδου τῶν 318 Θεοφόρων Πατέρων
ὁρισθέντα παρὰ πανταχοῦ Γῆς Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν καὶ παρὰ τῶν λοιπῶν Ἁγίων
Οἰκουμενικῶν Συνόδων κυροθέντα τὰ ἑορταζόμενα, ὡς ὥρισαν, τοῦτου δὲ ἕνεκα
σκανδάλων γίνεται· ἦλθον γὰρ ἄνδρες τινὲς ἀπὸ τῆν Παλαιὰν Ρώμην ὅ ἔμαθον ἐκεῖ
νὰ λατινοφρονῶσιν καὶ τὸ κακὸν εἶναι ὄχι μόνον πὼς ἤλλαξαν τὴν Ἁγίαν Ὀρθόδοξον
Πίστιν, ἀλλὰ καὶ πολεμοῦσι τὰ Ὀρθόδοξα καὶ ἀληθινὰ δόγματα τῆς ἀνατολικῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὅπου μᾶς παρέδωκεν αὐτὸς ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ
οἱ Θεῖοι Ἀπόστολοι καὶ αἰ Ἅγίαι ἑπτὰ Οἱκουμενικαὶ Σύνοδοι τῶν Ἁγίων Θεοφόρων
Πατέρων. Ὅθεν τοιοῦτους ὡς σεσηπότα μέλη ἀποκόπτοντες ὁρίζομεν ταῦτα
ἀποφασιστικῶς. Ὅποιος δὲν ἀκολουθεί τὰ ἔθιμα τῆς Ἐκκλησίας, καθῶς οἱ ἐπτά Ἁγίαι
Οἰκουμενικαί Σύνοδοι ἐθέσπισαν, καὶ τὸ Ἅγιον Πάσχα καὶ τὸ μηνολόγιον καλῶς
ἐνομοθέτησαν νὰ ἀκολουθῶμεν, καὶ θέλει νὰ ἀκολουθά τὸ νεοεφεύρετον Πασχάλιον
καὶ νέον μηνολόγιον τῶν ἄθεων ἀστρονόμων τοῦ Πάπα, καὶ ἐναντιώνεται εἰς αὐτά
ὅλα, καὶ θέλει νὰ ἀνατρέψει καὶ νὰ χαλάσει τὰ πατροπαράδοτα δόγματα καὶ ἔθιμα
τῆς Ἐκκλησίας, ἄς ἔχει τὸ ἀνάθεμα, καὶ ἔξω τῆς τοῦ Χριστού Εκκλησίας καὶ τῆς
τῶν πιστών ὁμηγύρεως ἄς εἶναι. Ἐσείς δὲ οἱ εὐσεβείς καὶ ὀρθόδοξοι χριστιανοί,
μένετε ἐν οἰς ἐμάθατε καὶ ἐγεννήθητε καὶ ἀνατράφητε καὶ ὅταν τὸ καλέση ὁ καιρὸς
καὶ ἡ χρεία, καὶ αὐτὸ τὸ αἴμα σας νὰ χύνετε διὰ νὰ φυλάξετε τὴν Πατροπαράδοτον
Πίστιν καὶ ὀμολογία σας, καὶ νὰ φυλάγεσθε ἀπὸ τῶν τοιούτων, καὶ προσέχετε ἵνα
καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς σᾶς βοηθᾶ ἄμα καὶ ἡ εὐχῆ τῆς ἡμῶν μετριότητος
εἶη μετὰ πάντων ἡμῶν. Ἁμήν.».
Ομοίως και η
Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας, υπό τον Αγιότατο Πατριάρχη Φιλάρετο το 1621, στη
Συλλογή των αιρέσεων των Ρωμαιοκαθολικών, δήλωσε: «Περί του νέου ημερολογίου.
Μετά από εφτά χιλιάδες χρόνια, στη βασιλεία του Βασιλία και Μεγάλου Δούκα
Ιωάννη Δ΄ πάσης Ρωσίας, όταν πλησίαζε (για πόλεμο) ο Πολωνός βασιλίας Στέφανος
(Batory) στην πόλη Πσκόβ, αυτοί, μαζί με τον Πάπα της Ρώμης και τον Καίσαρα και
άλλους κυβερνήτες των Δυτικών χωρών, άλλαξαν το ημερολόγιο καθώς και το
χριστιανικό Πάσχα. Και όρισαν για αυτούς νέο κανόνα περί αυτού. Όμως το δικό
τους Πάσχα δε συμφωνεί με (το Πάσχα) των πέντε Οικουμενικών Πατριαρχών και όλων
των Χριστιανών – και τυγχαίνει μερικές φορές πριν, άλλες φορές μετά, όμως
συχνότερα ταυτόχρονα με το Πάσχα των Ιουδαίων. Και για αυτά όλοι οι κανόνες
μαρτυρούν το εξής : Όποιος γιορτάζει το Πάσχα μαζί με τους Εβραίους, αυτός
είναι αναθεματισμένος». « Οι Ρωμαίοι και οι άλλοι μαθητές των Λατινικών
αιρέσεων… άλλαξαν το Πάσχα. Από την εποχή του Βασιλία Ιωάννη, όταν αναχώρησε ο
(Πολωνός) Βασιλίας Στέφανος από το Πσκόβ (από τότε πέρασαν περίπου 40 χρόνια),
σε πραγματικό χρόνο 7129 (1621) – το δικό τους Πάσχα πολλές φορές συνέπιπτε με
το Πάσχα των Ιουδαίων. Αλλά για το θέμα αυτό τους κατηγορεί ο 7ος Αποστολικός
κανόνας: Εἴ τις Ἐπίσκοπος, ἢ Πρεσβύτερος, ἢ Διάκονος, τὴν ἁγίαν τοῦ Πάσχα
ἡμέραν πρὸ τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας μετὰ Ἰουδαίων ἐπιτελέσοι, καθαιρείσθω.» Για το
ίδιο θέμα μιλάει και ο 1ος κανόνας της Συνόδου στην Αντιόχεια: Πάντας τοὺς
τολμῶντας παραλύειν τὸν ὅρον τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης συνόδου τῆς ἐν Νικαίᾳ
συγκροτηθείσης ἐπὶ παρουσίᾳ τῆς εὐσεβείας τοῦ θεοφιλεστάτου βασιλέως
Κωνσταντίνου, περὶ τῆς ἁγίας ἑορτῆς τοῦ σωτηριώδους Πάσχα, ἀκοινωνήτους καὶ
ἀποβλήτους εἶναι τῆς ἐκκλησίας, εἰ ἐπιμένοιεν φιλονεικότερον ἐνιστάμενοι πρὸς
τὰ καλῶς δεδογμένα, καὶ ταῦτα εἰρήσθω περὶ τῶν λαϊκῶν. Εἰ δέ τις τῶν προεστώτων
τῆς ἐκκλησίας, ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, μετὰ τὸν ὅρον τοῦτον
τολμήσειεν ἐπὶ διαστροφῇ τῶν λαῶν καὶ ταραχῇ τῶν ἐκκλησιῶν ἰδιάζειν, καὶ μετὰ
τῶν Ἰουδαίων ἐπιτελεῖν τὸ Πάσχα· τοῦτον ἡ ἁγία σύνοδος ἐντεῦθεν ἤδη ἀλλότριον
ἔκρινε τῆς ἐκκλησίας, ὡς οὐ μόνον ἑαυτῷ ἁμαρτίας ἐπισωρεύοντα, ἀλλὰ πολλοῖς
διαφθορᾶς καὶ διαστροφῆς γινόμενον αἴτιον· καὶ οὐ μόνον τοὺς τοιούτους καθαιρεῖ
τῆς λειτουργίας, ἀλλὰ καὶ τοὺς τολμῶντας τούτοις κοινωνεῖν μετὰ τὴν καθαίρεσιν.
Τοὺς δὲ καθαιρεθέντας ἀποστερεῖσθαι καὶ τῆς ἔξωθεν τιμῆς, ἧς ὁ ἅγιος κανὼν καὶ
τὸ τοῦ Θεοῦ ἱερατεῖον μετείληφεν. Ερμηνεία του κανόνα: Για το ίδιο μιλάει και ο
7ος Αποστολικός κανόνας: Εἴ τις
Ἐπίσκοπος, ἢ Πρεσβύτερος, ἢ Διάκονος, τὴν ἁγίαν τοῦ Πάσχα ἡμέραν πρὸ τῆς
ἐαρινῆς ἰσημερίας μετὰ Ἰουδαίων ἐπιτελέσοι, καθαιρείσθω. Και ο παρών κανόνας
αναφέρει ότι εάν ένας κοσμικός παραβαίνει την νομιμοποιημένη παράδοση για το
Πάσχα ή μόνος του θελήσει να γιορτάσει το Πάσχα κάποια άλλη περίοδο, τότε αυτός
θα μείνει ακοινώνητος και αφορισμένος από την Εκκλησία. Εάν το κάνει αυτό ένας
κληρικός, θα καθαιρεστεί και θα του στερηθεί η ιερατική τιμή και το όνομα. Και
εάν άλλοι κληρικοί κοινωνήσουν μαζί του μετά την καθαίρεσή του, τότε και αυτοί
θα καθαιρεστούν».
Η ημερολογιακή
μεταρρύθμιση στη Δυτική Εκκλησία αποτέλεσε μια από τις συνέπειες της ρήξης της
ιστορικής και πνευματικής σχέσης των Ρωμαιοκαθολικών με την Αρχαία Εκκλησία.
Αμφισβητώντας την πίστη και τις παραδόσεις των προηγούμενων Αγίων Πατέρων, η
Ρώμη απέκοψε την ενότητα μαζί τους και ως εκ τούτου και την πίστη τους, την
Εκκλησία τους, τον Θεό τους. Ο διάβολος έβαλε στο μυαλό των περήφανων αιρετικών
τη σκέψη να υψώσουν τον εαυτό τους πάνω από την ιερά παράδοση της Εκκλησίας, να
ορίσουν τον εαυτό τους ως δικαστή πάνω από την Εκκλησία και ως συνήθως, αυτός
βρήκε για αυτά μια «ευσεβής» εξήγηση – ότι η μεταρρύθμιση του Πασχαλίου και του
ημερολογίου ήταν απαραίτητη, δήθεν για να διορθώσει τα υπάρχοντα λάθη τους.
Όμως εφόσον το εκκλησιαστικό ημερολόγιο και το Πασχάλιο είχαν εγκριθεί από την
Εκκλησία στην Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο, ως συνέπεια αυτής της φαινομενικά
ευσεβής πρόθεσης αποτέλεσε η υπονόμευση της πίστης στην αγιότητα και την αναμαρτησία
των Οικουμενικών Συνόδων, που υπερασπίζονταν και ενέκριναν εκτός από το
εκκλησιαστικό ημερολόγιο, και τα θεμελιώδη δόγματα της Ορθόδοξης πίστης. Η
ημερολογιακή μεταρρύθμιση, με πονηρό και ύπουλο τρόπο, είχε ως σκοπό να πείσει
τους Χριστιανούς για την ατέλεια της εκκλησιαστικής παράδοσης, που προήλθε από
τους ανθρώπους και όχι από τον Θεό και επομένως, ανοίγει μια πορεία προς μια
ελεύθερη και ανεμπόδιστη μεταρρύθμιση, γενικά όλης της παράδοσης, με βάση
προσωπικές αντιλήψεις οποιουδήποτε μεταρρυθμιστή προς όφελος της Εκκλησίας.
Όμως ο Θεός προνοητικά και εκ των προτέρων, μέσω των Αγίων Επισκόπων Του,
υπερασπίστηκε την Εκκλησία Του από μια τέτοια τολμηρή επίθεση κατά της τάξης
της, και των κανόνων της. Η 7η Οικουμενική Σύνοδος έδωσε ανάθεμα σε οποιονδήποτε
επιχειρήσει να διαστρέψει, να περιφρονήσει ή να καταργήσει οποιαδήποτε Ορθόδοξη
εκκλησιαστική παράδοση: «Τοὺς οὖν τολμῶντας ἑτέρως φρονεῖν ἢ διδάσκειν ἢ κατὰ
τοὺς ἐνάγεις αἱρετικοὺς τὰς ἐκκλησιαστικὰς παραδόσεις ἀθετεῖν καὶ καινοτομίαν
τινὰ ἐπινοεῖν ἢ ἀποβάλλεσθαί τι ἐκ τῶν ἀνατεθειμένων τῇ ἐκκλησίᾳ, εὐαγγέλιον ἢ
τύπον τοῦ σταυροῦ ἢ εἰκονικὴν ἀναζωγράφησιν ἢ ἅγιον λείψανον μάρτυρος, ἢ
ἐπινοεῖν σκολιῶς καὶ πανούργως πρὸς τὸ ἀνατρέψαι μίαν τινὰ τῶν ἐνθέσμων
παραδόσεων τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας, ἔτι γε μὴν ὡς κοινοῖς χρῆσθαι τοῖς ἱεροῖς
κειμηλίοις ἢ τοῖς εὐαγέσι μοναστηρίοις, ἐπισκόπους μὲν ὄντας ἢ κληρικοὺς
καθαιρεῖσθαι προστάσσομεν, μονάζοντας δὲ ἢ λαϊκοὺς τῆς κοινωνίας ἀφορίζεσθαι ».
Σε σχέση με την
απόφαση της 7ης Οικουμενικής Συνόδου βρίσκονται οι κανόνες 87ος και ο 91ος του Αγίου Βασιλείου του
Μεγάλου, στους οποίους ο Άγιος εξηγεί ότι η διατήρηση της εκκλησιαστικής
παράδοσης και των αρχαίων ευσεβών εθίμων, που κληρονομήθηκαν από τους Αγίους
έχουν την ίδια αξία όπως και η διατήρηση των γραπτών δογμάτων της πίστης : «Τῶν
ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ πεφυλαγμένων δογμάτων καὶ κηρυγμάτων, τὰ μὲν ἐκ τῆς εγγράφου
διδασκαλίας ἔχομεν, τὰ δὲ ἐκ τῆς τῶν ἀποστόλων παραδόσεως διαδοθέντα ἡμῖν ἐν
μυστηρίῳ παρεδεξάμεθα. Ἅπερ ἀμφότερα τὴν αὐτὴν ἰσχὺν ἔχει πρὸς τὴν εὐσέβειαν
καὶ τούτοις οὐδεὶς ἀντερεῖ, ὅστις γε κἂν κατὰ μικρὸν γοῦν θεσμῶν ἐκκλησιαστικῶν
πεπείραται. Εἰ γὰρ ἐπιχειρήσαιμεν τὰ ἄγραφα τῶν ἐθῶν, ὡς μὴ μεγάλην ἔχοντα τὴν
δύναμιν, παραιτεῖσθαι, λάθοιμεν ἂν εἰς αὐτὰ τὰ καίρια ζημιοῦντες τὸ Εὐαγγέλιον,
μᾶλλον δὲ εἰς ὄνομα ψιλὸν περιϊστῶντες τὸ κήρυγμα» (91ος κανόνας). «Πρῶτον μὲν
οὖν, ὃ μέγιστον ἐπὶ τῶν τοιούτων ἐστί, τὸ παρ᾿ ἡμῖν ἔθος, ὃ ἔχομεν προβάλλειν,
νόμου δύναμιν ἔχον, διὰ τὸ ὑφ᾿ ἁγίων ἀνδρῶν τοὺς θεσμοὺς ἡμῖν παραδοθῆναι»
(87ος κανόνας).
Αλλά τους
αντιπάλους του Εκκλησιαστικού ημερολογίου δεν σταματούν ούτε οι διδασκαλίες των
Αγίων Πατέρων ούτε το ανάθεμα της Οικουμενικής Συνόδου. Θέλοντας να σπείρουν
αμφιβολίες και να ταλαντεύσουν την αυστηρότητά μας σε σχέση με το θέμα της
χρονολόγησης, οι αιρετικοί φοβίζουν τους Χριστιανούς με απειλές για σχίσμα, το
οποίο θα δημιουργήσει σε σχετικά κοντινό μέλλον αύξηση της διαφοράς του
Γρηγοριανού ημερολογίου και αυτού της Εκκλησίας κατά μια μέρα. Τώρα η διαφορά
είναι 13 μέρες και το 2100 η διαφορά θα γίνει 14 μέρες, έτσι η Γέννηση του
Χριστού θα γιορτάζεται με το νέο ημερολόγιο στις 8 Ιανουαρίου αντί για τις 7
και τα Θεοφάνεια στις 20 Ιανουαρίου αντί για τις 19. Επομένως, ισχυρίζονται οι
αντίπαλοί μας, ότι η ιεραρχία θα δυσκολευτεί στο πώς να εξηγήσει στον κόσμο,
ότι εάν εμείς είμαστε πιστοί στο Ιουλιανό ημερολόγιο τότε αυτή η μετατόπιση των
ημερομηνιών είναι αναπόφευκτη και δήθεν αυτό μπορεί να προκαλέσει εκκλησιαστικό
σχίσμα. Η κοσμική συνείδηση των αντιπάλων μας δεν φαίνεται να τους δίνει την
ευκαιρία να κατανοήσουν, ότι η Εκκλησία ζώντας σύμφωνα με το Ιουλιανό
ημερολόγιο γιόρταζε και γιορτάζει τη Γέννηση του Χριστού στις 25 Δεκεμβρίου ενώ
τα Θεοφάνεια στις 6 Ιανουαρίου και τίποτα δεν μπορεί να το εμποδίσει αυτό. Η
αλλαγή του πολιτικού ημερολογίου δεν σχετίζεται με την λειτουργική ζωή της
Εκκλησίας, ως εκ τούτου για τους Ορθόδοξους Χριστιανούς η αύξηση της διαφοράς
στα ημερολόγια δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο διαχωρισμού. Και αυτό φαίνεται
ξεκάθαρα από το γεγονός ότι πλέον πολλές φορές η Εκκλησία χωρίς κανέναν
ενδοιασμό αντιμετώπισε μια τέτοια κατάσταση, καθώς το Γρηγοριανό ημερολόγιο από
την αρχή είχε διαφορά 10 ημερών με το Ιουλιανό ημερολόγιο. Και κατά τον
προηγούμενο αιώνα η διαφορά αυξήθηκε για 3 μέρες ακόμα. Και επειδή, η αύξηση
της διαφοράς μεταξύ του ημερολογίου της Εκκλησίας και του Γρηγοριανού
ημερολογίου δεν δημιούργησε διαφωνίες στο παρελθόν, αναμφισβήτητα, η διαφορά
ακόμα μιας ημέρας δεν θα οδηγούσε σε εκκλησιαστική διχόνοια στο μέλλον.
Εκφράζοντας τη
γνώμη της Εκκλησίας περί του Γρηγοριανού ημερολογίου, θα πούμε λίγα λόγια για
το λεγόμενο νέο-Ιουλιανό ημερολόγιο το οποίο, για μας, είναι επίσης απαράδεκτο.
Το νέο-Ιουλιανό
ημερολόγιο εγκρίθηκε στην οικογένεια της Νεόπιστης Εκκλησίας, με απόφαση της
σύσκεψής τους στη Μόσχα το 1948, σύμφωνα με την οποία όλες οι εκκλησίες τους θα
πρέπει να γιορτάζουν το Πάσχα ακολουθώντας το Αλεξανδρινό Πασχάλιο του
Ιουλιανού ημερολογίου (όπως γιορτάζεται και σε μας, στην Παλαιορθόδοξη
Εκκλησία), αλλά για τις μη κινητές γιορτές καθεμία από τις Νεόπιστες εκκλησίες
μπορεί να χρησιμοποιεί το υπάρχον ημερολόγιο της χώρας, συμπεριλαμβανομένου και
του Γρηγοριανού ημερολογίου. 13 από τις 17 Νεόπιστες τοπικές εκκλησίες, με
εξαίρεση της Ιερουσαλήμ, της Ρωσίας, της Γεωργίας και της Σερβίας,
χρησιμοποιούν στην πράξη το νέο-Ιουλιανό ημερολόγιο. Τέτοια προσπάθεια να
παρακάμψουν τις αποφάσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας, οι οποίες ενέκριναν και
αγίασαν το Ιουλιανό ημερολόγιο – είναι πονηρή και κακόβουλη. Από τη μια πλευρά,
δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τους υποστηρικτές του νέο-Ιουλιανού ημερολογίου
για το ότι γιορτάζουν το χριστιανικό Πάσχα ταυτόχρονα ή πιο πριν από το Πάσχα
των Ιουδαίων, από την άλλη πλευρά όμως ο εορτασμός των μη κινητών γιορτών με το
νέο ημερολόγιο αναπόφευκτα μπορεί να οδηγήσει και όντως οδηγεί στην καταστροφή
του εκκλησιαστικού τυπικού περί της νηστείας. Έτσι, σε περίπτωση πολύ
αργοπορημένου Πάσχα εξαφανίζεται εντελώς η νηστεία των Αγίων Αποστόλων, εφόσον
η γιορτή των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, λόγω της μεταφοράς στο νέο
ημερολόγιο, γιορτάζεται 13 μέρες νωρίτερα από ότι στο Ιουλιανό ημερολόγιο. Η
νηστεία των Αγίων Αποστόλων ιδρύθηκε στην αρχαιότητα. Περί της τήρησης αυτής
της νηστείας από τους Χριστιανούς μαρτυρούν Άγιοι Πατέρες, όπως ο Αθανάσιος ο
Μέγας, ο Αμβρόσιος Μεδιολάνων, ο Λέων ο Μέγας, ο Θεοδώρητος ο Κύρου και άλλοι.
Έτσι, οι υποστηρικτές του νέο-Ιουλιανού ημερολογίου στερώντας από τους
Χριστιανούς τη νηστεία των Αγίων Αποστόλων, δείχνουν ως καταστροφείς του
εκκλησιαστικού καλλωπισμού και χλευαστές της ιεράς παράδοσης, όπως οι
υποστηρικτές του Γρηγοριανού ημερολογίου. Ως εκ τούτου, σε αυτούς έτσι και όπως
στους απόλυτους υποστηρικτές του Γρηγοριανού ημερολογίου, ισχύει το ανάθεμα της
7ης Οικουμενικής Συνόδου που είχε επιβληθεί σε όλους όσους περιφρονούν και
ταπεινώνουν την εκκλησιαστική παράδοση.
Οι υπερασπιστές
του νέο-Ιουλιανού ημερολογίου προσπαθούν να το δικαιολογήσουν και με το να
παρερμηνεύουν απόλυτα σαφείς εκκλησιαστικούς κανόνες, που συνδέονται με το
ημερολογιακό θέμα. Έτσι, επικαλώντας την απόφαση της Πανορθόδοξης Συνόδου του
1583, βεβαιώνουν ότι σε αυτήν την
απόφαση δεν περιέχεται επίσημη απαγόρευση για μεταρρυθμίσεις του εκκλησιαστικού
ημερολογίου γενικά, αλλά μόνο για την αντικατάστασή του με το Γρηγοριανό.
Συνεπώς, κατά την άποψή τους, δεν αποτελεί λογική η εφαρμογή της απόφασης της
Συνόδου του 1583 στους υποστηρικτές του νέο-Ιουλιανού ημερολογίου. Εντούτοις,
τέτοια δήλωση των αντιπάλων μας δεν είναι σωστή, καθώς η απόφαση της Συνόδου
του 1583 καταδικάζει και αφορίζει όλους, «Ὅποιος δὲν ἀκολουθεί τὰ ἔθιμα τῆς
Ἐκκλησίας, καθῶς οἱ ἐπτά Ἁγίαι Οἰκουμενικαί Σύνοδοι ἐθέσπισαν, καὶ τὸ Ἅγιον
Πάσχα καὶ τὸ μηνολόγιον καλῶς ἐνομοθέτησαν νὰ ἀκολουθῶμεν». Είναι γνωστό ότι η
Αγία Εκκλησία στο πρόσωπο των Οικουμενικών Συνόδων, δεν ενέκρινε κάποιο
αφηρημένο ημερολόγιο και Πασχάλιο, που καθένας μπορεί να μεταρρυθμίσει σύμφωνα
με τις πεποιθήσεις του για το εκκλησιαστικό όφελος, αλλά συγκεκριμένα το
Αλεξανδρινό Πασχάλιο και το Ιουλιανό ημερολόγιο. Ως εκ τούτου, η απόφαση της
Συνόδου του 1583 καταδικάζει όχι μόνο όσους εισάγουν στην εκκλησιαστική ζωή το
Γρηγοριανό ημερολόγιο και Πασχάλιο αλλά και αυτούς που με κάποιο άλλο τρόπο
επιχειρούν να μεταβάλλουν το εκκλησιαστικό ημερολόγιο και το Πασχάλιο.
Όλα δε τα άλλα
αστρονομικά και μαθηματικά επιχειρήματα των αντιπάλων μας, εμείς, δεν
επιθυμούμε καν να τα εξετάσουμε. Δεν έχουμε την θέληση να σκαλίζουμε κενές και
άσχετες με την Εκκλησία διαφορές αστρονόμων περί της ακρίβειας και υπεροχής του
ενός ή του άλλου ημερολογίου. Αν και, όπως προαναφέρθηκε νωρίτερα, από την
πλευρά της κοσμικής επιστήμης έχει αποδειχθεί πλήρως η αδικαιολόγητη Γρηγοριανή
μεταρρύθμιση και η αποτυχία του νέου ημερολογίου σε σχέση με το παλαιό
Ιουλιανό. Εμείς μαρτυρούμε, ότι διατηρούμε και προστατεύουμε το Ιουλιανό
ημερολόγιο, όχι λόγω της αστρονομικής ακρίβειάς του, αλλά μόνο και μόνο λόγω
του ότι αποτελεί κομμάτι της Ιεράς παράδοσης της Εκκλησίας. Ακριβώς στο
Ιουλιανό ημερολόγιο, εδώ και 17 αιώνες, οι Ορθόδοξοι χριστιανοί προσφέρουν στον
Θεό τις προσευχές τους. Με αυτόν τον τρόπο, το Ιουλιανό ημερολόγιο συγκεντρώνει
πνευματικά όλες τις γενιές των Ορθόδοξων Χριστιανών, όπως τους ζώντες έτσι και
τους νεκρούς. Μέσω του Ιουλιανού ημερολογίου, γινόμαστε συμμέτοχοι στην
προσευχόμενη άσκηση των αρχαίων Αγίων Πατέρων και ασκητών των μετέπειτα καιρών
και πραγματικά αντιλαμβανόμαστε τη διαχρονική ύπαρξη της Εκκλησίας του Χριστού.
Η προστασία του
εκκλησιαστικού ημερολογίου – είναι η προστασία της εσωτερικής ζωής της
Εκκλησίας από επιθέσεις του εξωτερικού, εχθρικού της κόσμου. Ο λαϊκιστικός
κόσμος επιθυμεί να επιβάλει στους
Χριστιανούς μια αθεϊστική κοσμοθεωρία. Προσπαθεί να μας πείσει όλους για την
ανάγκη της μεταρρύθμισης της Εκκλησίας, της διδασκαλίας της, της ζωής της, για
τον αναπροσανατολισμό των σκοπών της και των στόχων της, ανάλογα με τις
συνθήκες και τα συμφέροντα αυτού του κόσμου. Αλλά δεν πρέπει να είναι έτσι ένας
Χριστιανός, δεν πρέπει να προσπαθούμε να προσαρμόσουμε την Εκκλησία σε εμάς,
αλλά εμάς και τη ζωή μας πρέπει να προσαρμόζουμε στις απαιτήσεις της Εκκλησίας,
καθώς δεν σώζουμε την Εκκλησία με την παραμονή μας σε αυτή, αλλά οι ίδιοι
ελπίζουμε, μέσω της εκπλήρωσης των εντολών του Θεού και των εκκλησιαστικών
κανονισμών, να αποκτήσουμε αιώνια σωτηρία στην Εκκλησία. Η Εκκλησία, σαν
κοινότητα θεία και ουράνια, δεν έχει και δεν μπορεί να έχει κοινούς στόχους και
καθήκοντα με τον άπιστο και αλλόθρησκο κόσμο, καθώς εμείς τείνουμε προς το Θεό,
προς την Ουράνια Πόλη, ενώ ο γήινος κόσμος ψάχνει την υλοποίηση των σαρκικών
συμφερόντων και παθών του, εδώ, σε αυτήν την προσωρινή και παροδική ζωή. Από
αυτή την άποψη, το εκκλησιαστικό ημερολόγιο – αποτελεί ένα γερό φράχτη από την
επιρροή ενός ορθολογιστικού, άψυχου κόσμου, εξωτερικών, άπιστων στο Θεό
ανθρώπων. Οργανώνοντας τη ζωή σύμφωνα με το εκκλησιαστικό ημερολόγιο, εμείς
μαρτυρούμε σε όλους τους εξωτερικούς, ότι είναι πραγματικά εκτός της Εκκλησίας,
ότι μέχρι να στραφούν στο Θεό, αυτοί δεν έχουν κανένα μέρος με τους πιστούς
ούτε στις προσευχές, ούτε στις γιορτές, ούτε στην υπόσχεση.
Στην Παλαιορθόδοξη
Εκκλησία κανείς και ποτέ δεν επιχείρησε να πραγματοποιήσει μια τέτοια
μεταρρύθμιση, ακόμα και η ίδια η σκέψη φαντάζει στον σύγχρονο καιρό ακατόρθωτη.
Ωστόσο το Γρηγοριανό ημερολόγιο, σαν πολιτικό ημερολόγιο που εισήχθη στη χώρα
μας στις 26 Ιανουαρίου του 1918 με διάταγμα του Συμβουλίου Λαϊκών Επιτροπών,
εντάχθηκε γερά στη ζωή κάθε συμπατριώτη μας, συμπεριλαμβανομένου και των
πιστών. Εντούτοις, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα ότι αργότερα
κάποιος, οποιοσδήποτε, είτε από αφέλεια, είτε από άγνοια, είτε σκόπιμα θα
προσπαθήσει να προτείνει στην Παλαιορθόδοξη Εκκλησία την εισαγωγή αυτού του
ημερολογίου στη λειτουργική ζωή. Πιθανώς, λόγω της επιφανειακής γνωριμίας με
τους εκκλησιαστικούς κανόνες μας και
λόγω της εξοικείωσης του Γρηγοριανού ημερολογίου στις αστικές υποθέσεις, είτε
για κάποιο άλλο αίτιο, η πολιτική εξουσία να επιμείνει στην εισαγωγή του νέου
ημερολογίου στην εσωτερική εκκλησιαστική ζωή. Αυτός είναι και ο λόγος, που
θεωρήσαμε αναγκαίο να δηλώσουμε εκ των προτέρων την θέση της Εκκλησίας περί του
ημερολογιακού ζητήματος και με αυτόν τον τρόπο, να προστατέψουμε από κάθε
καταπάτηση την Ιερά εκκλησιαστική παράδοση, κομμάτι της οποίας αποτελεί δίχως
αμφιβολία το Ιουλιανό ημερολόγιο.
Έχοντας μιλήσει
για τις στάσεις της Εκκλησίας απέναντι στις ακυρώσεις ή οποιεσδήποτε νοθεύσεις
του Ιουλιανού ημερολογίου στην εσωτερική εκκλησιαστική ζωή, κρίνουμε επίσης
αναγκαίο, να εξηγήσουμε τη θέση μας περί της χρήσης του Γρηγοριανού ή άλλου
ημερολογίου μεταξύ Εκκλησίας και της κοσμικής κοινωνίας. Όπως ήδη ειπώθηκε,
εμείς προσεχτικά προστατεύουμε το Ιουλιανό ημερολόγιο, όχι για την ακρίβειά του
και την αρχαιότητά του, αλλά μόνο και μόνο ως εκκλησιαστική παράδοση, την οποία
λάβαμε από τους Αγίους Πατέρες, σαν φράχτη της Εκκλησίας από την επίδραση κάθε
αίρεσης, και μόνο από αυτή την στάση έχει για εμάς αξία. Και μόνο από αυτή τη
θέση, εμείς δεν δεχόμαστε οποιοδήποτε άλλο ημερολόγιο για τη λειτουργική πράξη.
Η Αγία Γραφή μας διδάσκει, ότι «ὅσα ὁ νόμος λέγει τοῖς ἐν τῷ νόμῳ λαλεῖ» (Ρωμ.
3:19), για τον λόγο αυτό εμείς δεν επιθυμούμε, ούτε έχουμε το δικαίωμα, να
διαδίδουμε τις αντιλήψεις μας περί του ημερολογίου στη ζωή του εξωτερικού
κόσμου. Και αν, το ζήτημα του κοσμικού ημερολογίου ή χρονολόγησης δεν
σχετίζεται άμεσα με την πνευματική ζωή και από μόνο του δεν αποτελεί για μας
κάποια ιδιαίτερη σημασία, καθώς είναι γραμμένο: «ὃς μὲν κρίνει ἡμέραν παρ'
ἡμέραν, ὃς δὲ κρίνει πᾶσαν ἡμέραν. ἕκαστος ἐν τῷ ἰδίῳ νοῒ πληροφορείσθω. ὁ
φρονῶν τὴν ἡμέραν Κυρίῳ φρονεῖ, καὶ ὁ μὴ φρονῶν τὴν ἡμέραν Κυρίῳ οὐ φρονεῖ»
(Ρωμ.14:5, 6), - τότε, και εμείς δεν βλέπουμε τίποτα επιλήψημο στο ότι οι
Πλαιορθόδοξοι Χριστιανοί σε σχέση με τον εξωτερικό κόσμο χρησιμοποιούν το
ημερολόγιο που είναι ορισμένο στη χώρα διαμονής τους. Και επιπλέον, θεωρούμε
απαράδεκτο για τους Χριστιανούς να έρχονται σε αντιπαραθέσεις με την εξουσία
πάνω σε αυτό το θέμα, και με αυτό να προκαλούν αδικαιολόγητα αρνητικές σχέσεις
μεταξύ του εξωτερικού κόσμου και όλης της Εκκλησίας. Αυτό είναι ακριβώς μια από
τις περιπτώσεις για τις οποίες ο ίδιος ο Χριστός είπε: «Ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος
Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ» (Ματθ.22:21). Έτσι, υπακούοντας στο ημερολόγιο
που είναι ορισμένο σε οποιαδήποτε χώρα διαμένουμε, στις κοσμικές υποθέσεις,
εμείς «Ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι». Και σταθερά τηρώντας και προστεύοντας
το Ιουλιανό ημερολόγιο στην εσωτερική εκκλησιαστική ζωή, εμείς «Ἀπόδοτε οὖν τὰ
τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ».
Ισχυρίζοντας όλα
τα παραπάνω, εμείς οι Επίσκοποι της Παλαιορθόδοξης Εκκλησίας, συγκεντρωμένοι
μαζί, ομολογούμε και κηρύσσουμε σε όλους τους πιστούς εν Χριστό, τα
εκκλησιαστικά τέκνα, την ομοφροσύνη των προηγούμενων Συνόδων και Πατέρων, και
ακολουθώντας τους επαναλαμβάνουμε το ανάθεμα σε οποιονδήποτε επιχειρήσει να
εισάγει στην ζωή της Εκκλησίας άλλο ημερολόγιο ή Πασχάλιο, διαφορετικό από αυτό
που κληρονομήσαμε από τους Πατέρες της Νίκαιας.
Μόσχα
12/25
Δεκεβρίου του 2009
Μνήμη
του Αγίου Σπυριδώνος επισκ. Τριμυθούντος
[1] Το δεδομένο
παπικό διάταγμα ονομάστηκε από τις πρώτες λέξεις του κειμένου, οι οποίες
μπορούν να μεταφραστούν ως «Μεταξύ των κυριότερων θεμάτων…»
0 коммент.: